του Δημήτρι Γαρρή (*)
Διατρέχοντας τον κίνδυνο να φανώ αυθάδης και να επαληθεύσω τη φράση του Πιέτρο Νένι, πως: «Οι σημερινοί νέοι πιστεύουν ότι ανακάλυψαν τον κόσμο. Οι νεαροί πάντα πίστευαν ότι ο κόσμος αρχίζει με αυτούς»(Οριάνα Φαλλάτσι, Συνάντηση με την ιστορία, Πάπυρος, Αθήνα 1976, σ. 368), δηλώνω εξαρχής απογοητευμένος με το βιβλίο του γάλλου νευροψυχιάτρου BorisCyrulnik. Χρειάζεται όμως εξήγηση αυτή η απότομη απόφανση. Όταν εκπονείς διπλωματική εργασία με θέμα την ηρωοποίηση και μαθαίνεις πως πρόσφατα μεταφράστηκε και εκδόθηκε βιβλίο με τίτλο Η γέννηση του ήρωα, στο οπισθόφυλλο του οποίου αυτοπροσδιορίζεται ως «μια διαφωτιστική μελέτη του νευροψυχιάτρου Boris Cyrunlik στο θέμα της ηρωοποίησης», νιώθεις τυχερός. Όταν μάλιστα στο φέρνει δώρο η αγαπημένη σου, αρχίζεις να πιστεύεις πως ο Κοέλιο μπορεί και να είχε δίκιο στη διάσημη και χιλιοαναπαραγμένη φράση του περί σύμπαντος, φλογερών επιθυμιών και συνωμοσιών του καλού. Τα προβλήματα, ωστόσο, ξεκινούν όταν αρχίσει κανείς να διαβάζει το πόνημα του Σιρουλνίκ.
Ένα πρώτο προβληματικό στοιχείο μπορεί να χαρακτηριστεί –κυριολεκτικά και μεταφορικά– δομικό. Η διάρθρωση του έργου προσομοιάζει με άτακτη συρραφή ετερόκλιτων διαλέξεων, μια συρραφή διεπόμενη από μηδενική συχνά συνοχή, με αποτέλεσμα πλήγμα στην αφηγηματική ροή. Εκείνο, ωστόσο, που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι πως, εξαιτίας του εν λόγω χαρακτηριστικού του, το βιβλίο του Σιρουλνίκ εγγράφεται –ίσως κάπως ετερόδοξα– εντός του μορφολογικού τρόπου με τον οποίο μια ισχυρή τάση της δυτικής παράδοσης έχει μιλήσει για τον ηρωισμό από τον 19ο αι. και εξής. Εμβληματικά έργα των μέσων του 19ου αιώνα, όπως το OnHeroes, Hero–worship, andtheHeroicinHistoryτου ThomasCarlyle, γραμμένο στα 1841, και το RepresentativeMenτου RalphWaldoEmerson, που εκδίδεται μια δεκαετία αργότερα στα 1850, αποτελούσαν επίσης συμπιλήματα, συρράπτοντας–προφορικές αρχικά– διαλέξεις των δύο διανοουμένων περί ηρώων και ηρωισμού. Η διαφορά του Σιρουλνίκ από τα γραπτά του 19ου αιώνα προσδιορίζεται σε μια μετατόπιση της εστίασης από τους ήρωες ως πρόσωπα στην ηρωοποίηση ως διαδικασία και στις πολυάριθμες παραλλαγές του ηρωισμού· μετατόπιση που έρχεται και ως συνέπεια του εκδημοκρατισμού του ηρωισμού, κατά τον ρου του 20ού αιώνα.Θα έλεγε, εντούτοις, κανείς πως ο γάλλος ψυχαναλυτής αδυνατεί να ξεφύγει απότην παλιά συνήθεια της δυτικής παράδοσης, κατά την οποία είναι δύσκολο να αρθρωθούν συνεκτικές –και όχι αποσπασματικές– αφηγήσεις περί ηρώων και ηρωικού.
Ο Σιρουλνίκ, γεννημένος σε γαλλοεβραϊκή οικογένεια στα 1937, επρόκειτο να χάσει και τους δύο γονείς του στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην πραγματικότητα, όλο το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως μια απόπειρα ενός δυτικού νευροψυχιάτρου να κατανοήσει«πώς τέτοιες τερατώδεις πράξεις διαπράχθηκαν στο παρελθόν έτσι απλά, χωρίς το συναίσθημα της φρίκης». Επιχειρεί, χρησιμοποιώντας ως κεντρικές αναλυτικές έννοιες την ηρωοποίηση και το ηρωικό, να συγκροτήσει μια αφήγηση που θα εξηγεί το ασύλληπτο της Σοά. Το σχήμα που κατασκευάζει μπορεί να ιδωθεί ως δυϊστικό, στο βαθμό που εντός του αντιπαραβάλλονται δύο, κυρίως, κατηγορίες ηρώων. Από τη μια ο Χίτλερ, ο οποίος προσωποποιεί την κακώς εννοούμενη (αυτο)ηρωοποίηση και, από την άλλη, όσοι ποικιλοτρόπως αντιστάθηκαν. Απαντά –σταθερά επαναλαμβανόμενο– στις σελίδες του βιβλίου το παράδειγμα του Χίτλερ ως θεοποιημένου ήρωα-σωτήρα, έτσι που ερμηνεύει τη συλλογική υπακοή των Γερμανών στον ναζισμό. Στην άλλη όχθη, αυτή των αντιστασιακών, ο συγγραφέας αναλύει τρεις έκκεντρες κατηγορίες ηρώων· τους «Δίκαιους των Εθνών», όσους δηλαδή δεν στρατεύθηκαν μεν στην ένοπλη αντίσταση, αλλά σιωπηλά βοήθησαν (έσωσαν κρύβοντάς τους) Εβραίους κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, τους εξεγερμένους του γκέτο της Βαρσοβίας ως ιδεοτυπικές μορφές ηρωικής θυσίας και, τέλος, τους επιζήσαντες της Σοά, ως ηρωικά θύματα τα οποία κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα διένυσαν μια πορεία από το ντροπιασμένο και σιωπηλό θύμα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών στο «υποδειγματικό θύμα» της δεκαετίας του 1980, ένα συλλογικό υποκείμενο που διεκδικούσε πλέον τότε ενεργά την ταυτότητα του θύματος,αντλώντας περηφάνια και δικαίωση μέσω της άρθρωσης του μαρτυρίου του.
Το ανωτέρω σχήμα μοιάζει ενδιαφέρον και, αδιαμφισβήτητα,περιέχει θραύσματα ευφάνταστα και στιβαρά όσο και ιδέες αξιόλογες. Εντούτοις, ο τρόπος μεθοδολογικής συγκρότησης του βιβλίου είναι δυσαρμονικός, αν όχι ευθέως προβληματικός. Αν προσπαθήσει κανείς να ανιχνεύσει τα εργαλεία που μετέρχεται ο Σιρουλνίκ, θα βρεθεί προ εκπλήξεως· και αυτό διότι ο Γάλλος αξιοποιεί ταυτόχρονα –όχι πάντα με τρόπο διακριτό– θεωρητική σκευή, ερμηνευτικά εργαλεία και πραγματολογικά παραδείγματα από τέσσερις διαφορετικές επιστημονικές πειθαρχίες. Συνδυάζει, αφενός, μια παραδοσιακή φροϋδική ψυχανάλυση (βλέπε έννοιες όπως «ενόρμηση», «παλινδρόμηση» κ.τ.τ.) με μια ιστορική προοπτική και σε στιγμές ιστορικότροπη γραφή, αφετέρου, πορίσματα και σχήματα της εξελικτικής ψυχολογίας με αντίστοιχα της νευροβιολογίας. Αυτή η πρόθεση διεπιστημονικής προσέγγισης καταλήγει σε μια άγαρμπη ισορροπία ανάμεσα σε ψυχανάλυση, κοινωνιολογία, ψυχολογία, νευρολογία και ιστορία, κάνοντας το βιβλίο να ομοιάζει ενίοτε με ευπώλητο εγχειρίδιο αυτοβοήθειας και άλλοτε να θυμίζει εκλαϊκευμένη –τηλεοπτικής υφής και ύφους– επιστήμη. Τα ιστορικά παραδείγματα υπάρχουν μεν, αλλά με τρόπο πρόχειρο, σαν ο Σιρουλνίκνα έρχεται στην ιστορία –βιαστικά κι απροβλημάτιστα– μονάχα να πλιατσικολογήσει. Χρησιμοποιώντας, για αμφιλεγόμενα ζητήματα του παρελθόντος, προβληματικές πηγές, όπως τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ, και εργαλειοποιώντας στατιστικές κατά τρόπο ανορθόδοξο και μονομερή, η αφήγηση του βιβλίου περισσότερο παράγει μια πραγματικότητα, με τρόπο τέτοιο ούτως ώστε να ταιριάζει αυτή στο εξαρχής διαλεγμένο εξηγητικό σχήμα, και λιγότερο αποπειράται να κατανοήσει και να ερμηνεύσει εκείνη ή εκείνες που συνθέτουν οι πηγές.
Από την άλλη πλευρά, σχετικά με τις συνεισφορές της Γέννησης του ήρωα του Σιρουλνίκ, μπορεί κανείς να σταθεί στα εξής: πρώτον, ο Γάλλος τοποθετεί σημαντική έμφαση στις συνθήκες–νοούμενες ως το εκάστοτε ιστορικο-πολιτισμικό πλαίσιο– που ευνοούν την παραγωγή ηρώων (λόγου χάρη εμπόλεμες ή εν γένει πολωμένες, συγκρουσιακές και αποσταθεροποιητικές καταστάσεις), δείχνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ότι έχει συνείδηση της ιστορικότητας του ηρωικού φαινομένου.Δεύτερον, ως συμβολή του έργου πρέπει να λογίζεται και η επισήμανση του σημαίνοντος ρόλου της γλώσσας στην κατασκευαστική διαδικασία των ηρώων. Η ιδέα πως κάθε αφηγηματοποίηση του ηρωισμού συνιστά μια «αφηγηματική επινόηση», στο βαθμό που αποτελεί μια αναπαράσταση απολύτως επηρεασμένη από το ιστορικό, γλωσσικό και πολιτισμικό περιβάλλον εντός του οποίου αρθρώνεται, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για τον καθένα και την καθεμιά που αναμετράται ιστορικά με ήρωες και ηρωισμούς. Τρίτον, γραπτό που καταπιάνεται με την έννοια του ήρωα και δεν προβληματοποιεί τον ρόλο του θανάτου στην ηρωοποίηση πάσχει εκ προοιμίου· το έργο όμως του Σιρουλνίκ αποφεύγει τον συγκεκριμένο σκόπελο, καθώς, αφενός, τονίζεται πως ο θάνατος λειτουργεί –συνηθέστατα– ως προαγωγή για τον ήρωα και, αφετέρου, δεν αγνοείται ο αναγκαίος εξευγενισμός του θανάτου κατά τη διάρκεια της ηρωοποιητικής συγκρότησης. Η οξυμένη επιδραστικότητα-χρησιμότητα του νεκρού ήρωα, με τα λόγια του συγγραφέα, αποτυπώνεται ως εξής: «Ένας ήρωας είναι πολύ πιο ενεργός νεκρός παρά ζωντανός (…) [μετά τον θάνατό του] τον κρατάνε ακόμα ζωντανό σε ένα φαντασιακό πλαίσιο πολύ πιο συναρπαστικό από την καθημερινότητα».
Καταληκτικά, και ως απόπειρα να προταθεί κάποιος γόνιμος τρόπος ανάγνωσης του Ήρωα του Σιρουλνίκ, θα αποτολμούσα την προτροπή να διαβαστεί όπως γράφτηκε και συντέθηκε, δηλαδή κατά τρόπο αποσπασματικό και ακανόνιστο. Ειδάλλως, αν κανείς επιθυμεί τη συμβατική ανάγνωση απαρχής μέχρι τέλους, τότε θα είναι σαν να παρακολουθείμια σεναριακά και σκηνοθετικά μέτριαταινία, καλών προθέσεων ωστόσο, που αξίζει όμως να τη δει κανείς για το φινάλε της –όπου φινάλε, το τελευταίο κεφάλαιο, «Ήρωας χωρίς προσωπικότητα»,με την αριστοτεχνική ιστορικοποίηση της έννοιας του θύματος.
info: BorisCyrulnik, Η γέννηση του ήρωα, Μτφρ.: Άννα Πλεύρη – Γιοβάνα Βεσσαλά,Κέλευθος, 2018