της Έφης Κατσουρού
Ποίηση – εξομολόγηση – αφήγηση. Τρεις μορφές λόγου που άλλοτε συγκλείνουν και άλλοτε αποκλίνουν, άλλοτε συμπορεύονται και άλλοτε αλληλοαναιρούνται ή αυτοϋπονομεύονται για να φτάσουν κάποτε, και με πολύ κόπο, να συναντηθούν. Ακριβώς μια τέτοια κρυστάλλωση χρόνου αποτελεί το δεύτερο ποιητικό εγχείρημα της Μυρσίνης Γκανά. Μία στιγμή συνάντησης τριών υφών, τριών διαφορετικών εκφράσεων που αλληλοδιαπλέκονται και διαδέχονται η μία την άλλη. Ο εξομολογητικός τόνος της νεαρής ποιήτριας ποτίζει βαθιά τον στίχο της, κρατώντας τη σφριγηλότητα της νεαρής γραφής πάλλουσα, ενώ ταυτόχρονα η δύναμη της απαλοιφής λεπτομερειών σε συνδυασμό με την ταχύτητα εξέλιξης του στίχου, το ρυθμό κίνησής της, ολοκληρώνουν ένα έργο συνθετικό, που ακολουθεί μία αφηγηματική γραμμή χωρίς να χάνει την ποιητική του ισχύ. Εκκινεί από τον έρωτα, αγγίζει την απουσία και την απώλειά του για να οδηγηθεί στον ποιητικό εξαγνισμό.
Τα πρώτα ποιήματα της συλλογής διατηρούν έναν αμιγώς εξομολογητικό χαρακτήρα, σε τόνους ερωτικής απεύθυνσης, αφού συντάσσονται σταθερά σε δεύτερο πρόσωπο: «Εγώ έχω κι άλλα πράγματα που αγαπώ / πέρα από σένα, / τον ουρανό με λίγα σύννεφα / τον άνεμο στη Βόρεια Θάλασσα, / τις σελίδες που κόβουνε τα δάχτυλα / και κοκκινίζει λίγο το χαρτί στην άκρη του, / […] / και όλα αυτά, που πάντα μού δίνουνε χαρά, πετάγονται απ’ τα κουτάκια τους / και τρέχουν στο αίμα μου ξέφρενα όποτε χωρίς / λόγο μ’ ακουμπάς.», γράφει χαρακτηριστικά η ποιήτρια, μπολιάζοντας το ερωτικό τοπίο που υφαίνει με πυρήνες ανατροπής. Και αυτό ακριβώς είναι το σημείο που καθιστά τον ερωτικό λόγο της Γκανά απόλυτα σύγχρονο, και απαλλαγμένο από οποιοδήποτε στοιχείο εκβιαστικού συναισθηματισμού. Πρόκειται για μία γραφή που κινείται με ταχύτητα και δεν πλατειάζει, προφέρει και προσφέρει το αίσθημα άλλα δεν λιμνάζει, δεν οδηγείται και δεν οδηγεί σε κορεσμό.
Τον δρόμο αυτό συνδηλώνει και η μορφική άρθρωση του λόγου της. Κάθε αριστερή σελίδα είναι ανάπτυξη και κάθε δεξιά πύκνωση, απόσταγμα χώρου, χρόνου και εικόνας. «Να με βαφτίζεις / με νέα ονόματα / για να υπάρχω.», προτρέπει σε ένα από αυτά τα θραύσματα, που συλλέγει σε κάθε δεύτερη σελίδα της, συνεχίζοντας στον τόνο της ανατροπής, επιτάσσοντας την διαρκή ανανέωση, αναζητώντας τη ως συστατικό ζωοποιό της ύπαρξής της. Και σε αυτό το μορφικό μοτίβο κινείται όλη η σύνθεση, η οποία σιγά-σιγά αναπτύσσεται και ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι ακολουθεί πορεία γραμμική και φθίνουσα και όχι σπειροειδή ως προς τον ακλόνητο άξονα ενός άτρωτου έρωτα, όπως προοιωνίζει η ένταση των πρώτων εικόνων. «Δες την καρδιά μου / που έφεγγε / έξω απ’ το στήθος μου / για σένα / φάρος, κομήτης / και άστρο του βορρά / στη σκέψη σου / δεν φωταγωγείται πια.», ομολογεί υποτασσόμενη στη φθορά η ποιήτρια, για να καταλήξει λίγο αργότερα στο συμπέρασμα «Μια μέρα ξυπνάς / και το πυκνό υφαντό / του κόσμου / δεν σε τυλίγει πια».
Και από αυτό το σημείο και έπειτα το εσύ δίνει τη θέση του στο εγώ. Ένα εγώ, όμως ταπεινό και εσωστρεφές, που υποστέλλεται μαζί του και θυμάται. Τα ποιήματα πια είναι πρωτοπρόσωπα και μοιάζουν να αναζητούν τον εσώτερο πυρήνα, να ανακαλύπτουν εκ νέου τον εαυτό, έναν εαυτό που ξυπνά τραυματισμένος μα έτοιμος να ανθίσει πάλι: «Φουρτούνα ψηλά / και μέσα μου χωράφια / γεννάνε καρπούς». Να αναγεννηθεί μέσα από το ποιητικό συμβάν, μέσα από την πράξη αυτή που τελικά υψώνεται μόνη, πραγματική και ακλόνητη επαλήθευση υπάρξεως: «Είμαι το χειρότερο ποίημα / γεμάτο λέξεις στριμωγμένες, / μελούρες, συναισθήματα ρηχά. / Σκοντάφτει ο ρυθμός μου, / χάνεται, / πότε αναδύεται και ρέει / η γλώσσα μου για κάνα-δυο στροφές / κι ύστερα πάλι / συσκότιση και οι λαβές / φτιαγμένες από λόγια δανεικά.», γράφει στην τελευταία σελίδα της η Γκανά, σε μία πρόδηλη διάθεση αυτοκριτικής. Και συνεχίζει: «Δεν βρίσκω στίχο να ριμάρει / με όλα αυτά, / μα το δουλεύω, / γράφω-σβήνω / και ζηλεύω / των άλλων τα ποιήματα, / κατασκευές γερές, αυθύπαρκτες. / Μα σκάβω θεμέλια, θα δεις, / μια μέρα θα ξεδιπλωθεί / από το κλειδωμένο στήθος μου / και θ’ ανεμίσει ξέφρενα / αστράφτοντας / ο εθνικός μου ύμνος.» Και πραγματικά, με αυτή την αποφώνηση, η Μυρσίνη Γκανά, έρχεται να αντικρύσει κατάματα και τον πιο επιφυλακτικό αναγνώστη της, να υψώσει την αλήθεια της, που δεν είναι άλλη από την ποίηση, την οποία αντιλαμβάνεται ως πραγματική σπουδή, ως χειρωνακτική εργασία, ως μία εξαντλητική σκαπάνη στις εκτάσεις του εαυτού. Μια αλήθεια που προσεγγίζει με ευλάβεια και με κάθε στίχο της επαληθεύει.
Μυρσίνη Γκανά, Εγώ έχω κι άλλα πράγματα που αγαπώ, Μελάνι
Βρες το εδώ