Ποίηση στο Μαουτχάουζεν, στο Μελκ, στο Έμπενζεε (της Αννίτας Π. Παναρέτου)

0
350

της Αννίτας Π. Παναρέτου (*)

 

Το 2018 εκδόθηκε στο Ρέθυμνο ένα βιβλίο με μαρτυρίες Κρητικών, που είχαν σταλεί για καταναγκαστική εργασία στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν και στα υποστρατόπεδά του, Μελκ και Έμπενζεε, όπου χιλιάδες άνθρωποι διαφορετικών εθνοτήτων είχαν συνθέσει μια αφύσικη, αλλόκοτη κοινωνία του ενός φύλου και των πολλών δεινών. Σ΄ αυτά τα στρατόπεδα οι γερμανικές αρχές Κατοχής έστελναν μαζικά τους ατίθασους Κρητικούς, που σχημάτισαν έτσι μια μικροσκοπική κρητική «παροικία».

Χάρη στο ενδιαφέρον και τη φροντίδα κάποιων επίμονων ερευνητών οι φωνές τους -εκφράσεις πόνου, απελπισίας, επίκλησης, αλλά και παρηγοριάς, συντροφικότητας και ανακούφισης- πρόλαβαν να ακουστούν, πριν σιωπήσουν οριστικά. Έφτασαν ως εμάς και θα προχωρήσουν και πέρα από εμάς, διαιωνίζοντας τα διδάγματα της μνήμης.

Στα βήματα του Αντώνη Σανουδάκη, που έχει επιτελέσει σπουδαίο έργο με τις εκτενέστατες συνεντεύξεις που έπαιρνε από Κρητικούς επιζήσαντες των στρατοπέδων, ο Μανόλης Παντινάκης κατέγραψε ανάλογες, σημαντικές αφηγήσεις.

Πέρα όμως από τις κρητικές μαρτυρίες, στο βιβλίο του συναντάμε ένα τεκμήριο μοναδικό στον ελληνικό εκδοτικό χώρο και ένα από τα λιγοστά που απαντώνται διεθνώς. Πρόκειται για ένα είδος ποιητικού ημερολογίου, μεταφρασμένου από τη γαλλική γλώσσα. Με δραματική λιτότητα, 70 περίπου κεφάλαια-ποιήματα, έκτασης από 3 αράδες ως μία σελίδα, αποδίδουν κάθε όψη της ζωής στα στρατόπεδα, συμπυκνώνοντας επιβεβαιωτικά όσα πολλές μαρτυρίες περιγράφουν διά μακρών: την πείνα, τη δίψα, το κρύο, την παράλογη βία, την εξουθενωτική εργασία, την αναμέτρηση με τον θάνατο, τη σχέση με τους συγκρατούμενους, τους αφόρητους ψυχικούς κραδασμούς.

Πώς όμως ένα γαλλικό κείμενο γραμμένο στο Μαουτχάουζεν, στο Μελκ και στο Έμπενζεε το 1944-45 βρέθηκε στην Κρήτη, γύρω στο 1980, για να μείνει φυλαγμένο και άγνωστο για τα επόμενα σχεδόν 40 χρόνια;

Ο Νίκος  Νικητάκης, μέλος της «παροικίας» των Κρητών, δίνει την απάντηση: «Ένας Γάλλος, ο Ζακ, δούλευε στο κρεματόριο και μετέφερνε τα πτώματα. Μ΄ αυτό το Γάλλο είχενε γνωριστεί ο Τάκης ο Νινιδάκης, ο χωριανός μου, κι είχανε γίνει καρδιακοί φίλοι κι εγώ με το Ζακ γνωριζόμαστε αλλά δεν κάναμε μαζί, μα είχαμε μια φιλία από μακριά! Του στέλνει, λοιπόν ένα γράμμα, απ΄την πατρίδα του και του λέει: “Έρχομαι”. Ήρθε ΄δω ένα καλοκαίρι κι ήτανε σε αθλία κατάσταση. Ήτανε καμένος και μ΄είδενε και μένα, αγκαλιές, φιλιά… Πώς έζησε αυτός ο άνθρωπος απορώ, όπως και τόσοι άλλοι που γυρίσανε απ΄το σφαγείο. Ο Ζακ είχενε πέσει πάνω σε συρματοπλέγματα με ρεύμα, όπως μετέφερε τα πτώματα, έμπλεξε στα σύρματα και κάηκε ο άνθρωπος».

Τον έλεγαν Jacques Darcq. Ήταν 20 χρονών. Γάλλος από τη Ορλεάνη.

Τον έλεγαν Τάκη Νινιδάκη. Ήταν 18 χρονών. Έλληνας από την Κρήτη.

Δύο από τα εκατομμύρια των Ευρωπαίων που οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν πέρα από κάθε προσδοκία, ανατρέποντας τους νόμους των πιθανοτήτων: ξεκίνησαν ο ένας από την Ορλεάνη με κατεύθυνση ανατολικά και ο άλλος από την Κοξαρέ, με κατεύθυνση βορειοδυτικά. Συναντήθηκαν στα μισά του δρόμου, στην  Αυστρία, και συμπορεύτηκαν για τους επόμενους δώδεκα μήνες, στην καθοριστικότερη εμπειρία της ζωής τους.

            «Στην ησυχία των τυφλών

 η πολύ καθολική Αυστρία

 μας κοιτάζει να περνάμε.

 Όλα είναι καθαρά, τακτοποιημένα, λουλουδιαστά.

 Προστατεύουν πολύ τη φύση,

 φτιάχνουν φωλιές για τα πουλιά…»

Ο Jacques Darcq είχε φτάσει στο Μαουτχάουζεν. Ήταν 4 Απριλίου 1944.

Την ίδια εικόνα αντίκρισαν στις 2 Μαΐου, ο Τάκης Νινιδάκης, μαζί με μια ομάδα συμπατριώτες από την Κρήτη -ανάμεσά τους ο Κώστας Ξεξάκης, που  αποτυπώνει την εικόνα χωρίς τη σαρκαστική δηκτικότητα του Jacques: «Διασχίσαμε την πολιτειούλα του Μαουτχάουζεν και μου ΄καμε εντύπωση ότι αυτή η πολιτειούλα ήτανε πανέμορφη. Τα σπίθια ήτανε όλα σαν βίλλες. Όλα τα σπίθια είχανε μικρή αυλή με αναρριχώμενα φυτά ανθισμένα. Οι τοίχοι των ήτανε στολισμένοι με κλαδιά από μηλιές που τα είχανε δεμένα στους τοίχους, ώστε να κάνουν πάνω στους τοίχους σχέδια και στολίδια. […] Επίσης, όλοι οι δρόμοι ήτανε πλακόστρωτοι με πλακάκια διαφόρων σχεδίων και το δάπεδο του δρόμου, με τα πλακάκια, είχε σχεδιασμούς, διάφορα πράγματα, κύκλους σαν άνθη, τέτοια. […] Σε κάθε γειτονιά είχε μια πλατειούλα κι εκεί μέσα ήτανε και κάποιο αγαλματάκι είτε κάποιο εικονοστάσι.»

Πίσω από τον ειδυλλιακό πρόλογο κρυβόταν μια καθημερινότητα που κανείς από τις χιλιάδες κρατούμενους του στρατοπέδου δεν θα μπορούσε ποτέ να είχε διανοηθεί. «Arbeit macht frei» ήταν το ειρωνικό σύνθημά της· μια ενδεικτική εφαρμογή του μαρτυρεί ο Γιώργος Σταματάκης (μέλος κι αυτός της ομάδας που είχε φτάσει στο Μαουτχάουζεν στις 2 Μαΐου 1944): «Υπήρχε ένα «κουμάντο» [Κοmmandos αποκαλούνταν οι ομάδες εργασίας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης] που λεγόταν «στραφκομπανύ», (Strafkompanie) που κουβαλούσε πέτρες από ένα νταμάρι εκεί κοντά με κάτι «σαμαράκια» που φόραγαν στην πλάτη. Έπρεπε να ανέβουν κυνηγημένοι με τον βούρδουλα μια σκάλα που είχε 186 σκαλιά, η περίφημη «σκάλα του Θανάτου».

Ο Jacques τη σκάλα την έκανε ποίημα …

   Όλη μέρα, εσύ κουβαλούσες το σταυρό σου Χριστέ μου…

   Με συγχωρείς, μπορώ να σου λέω «εσύ»;

   Εδώ όμως είναι χιλιάδες που μεταφέρουν τεράστιες πέτρες

   τέσσερις φορές τη μέρα!

   Εσύ, δεν είχες σκαλοπάτια μα σκαρφαλώσεις

   Με τους «Άνδρες με τα γαλανά μάτια» να σε κάνουν

   να τρέχεις τα 186 σκαλιά.

   Δεν θέλω να σε πληγώσω, Χριστέ μου.

   Είχες κι εσύ το σταυρό σου,

   αλλά είχαμε κι εμείς τις πέτρες μας.

Και αγωνίστηκε να επιζήσει:

[…]

Βάστα γερά, καρδιά μου.

    Βάστα γερά, βάστα γερά!

    Σ΄αγαπώ και με αγαπάς κι εσύ λίγο!     

   

Βάσταξε η καρδιά του Jacques, όπως βάσταξε και η καρδιά των Κρητικών συγκρατουμένων του, για να βρεθούν και πάλι όλοι μαζί -πάντα για την «εργασία που απελευθερώνει»- κάπου στα τέλη Μαΐου του 1944, 81 χιλιόμετρα ανατολικά του Μαουτχάουζεν, στο Μελκ.

Το όνομα της πόλης είναι στις μέρες μας γνωστό χάρη στο ομώνυμο αββαείο, όπου  διαδραματίζεται Το όνομα του ρόδου, του Ουμπέρτο Έκο. Ογδόντα χρόνια πριν το Μελκ ήταν πολύ λιγότερο γνωστό, πλην όμως οδυνηρά γνωστό, σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων: σχεδόν 15.000 κρατούμενοι από πάνω από 25 διαφορετικές χώρες δοκιμάστηκαν εκεί, από τις 21 Απριλίου του 1944, οπότε το στρατόπεδο «άνοιξε τις πύλες του», ως την 1η Απριλίου του 1945.

Στο Μελκ η βιομηχανία εξοπλισμών Quarz GmbH, θυγατρική της Steyr-Daimler-Puch, κατασκεύαζε ένα τεράστιο υπόσκαφο εργοστάσιο για την παραγωγή ρουλεμάν. «Και εκεί, στην περιοχή αυτή, άρχιζε ένα βουνό, όχι μεγάλο βουνό. Στο βουνό αυτό είχαν ανοίξει τρύπες μέσα, τούνελ, σήραγγες, μεγάλες στοές. Εκεί μέσα επρόκειτο να εγκαταστήσουνε πολεμική βιομηχανία. […] Η εργασία ήταν συνεχής όλο το εικοσιτετράωρο. Μέρα και νύχτα δεν είχαν διαφορά. Ο φωτισμός άλλωστε παντού ήταν άπλετος. Κυριακή και αργίες δεν υπήρχαν. Το εικοσιτετράωρο ήταν μοιρασμένο σε τρία οχτάωρα: έξι το πρωί μέχρι δύο το απόγευμα, μετά, από τις δυο μέχρι δέκα και από τις δέκα τη νύχτα μέχρι έξι το πρωί. Εμείς πήγαμε με φορτηγά αυτοκίνητα, κατά τις 5 του Μάη εκεί στο Μελκ. Είχαν ξεκινήσει να ανοίγουνε τις στοές. Βρήκαμε τέσσερις, πέντε τουλάχιστον στοές που είχανε προχωρήσει μέσα στη γης αρκετά βαθιά, δηλαδή δύο ή τρία χιλιόμετρα. Το βουνό ήτανε δασώδες. […] Η πρώτη δουλειά ήτανε να παλαμίζεις χώμα, να το βάζεις σε καροτσάκια, να κουβαλάς τα καροτσάκια, να πας να χύνεις τα χώματα πιο πέρα. Εν τω μεταξύ, σε δυο τουλάχιστον σήραγγες είχαν εγκαταστήσει ήδη σιδηροδρομική γραμμή, μικρή για ντεκοβίλ [βαγονέτα]. Τα καροτσάκια τ’ αδειάζαμε στο ντεκοβίλ και, άμα γέμιζε, σπρώχνονας το βγάζαμ’ έξω και το πηγαίναμε μακριά και το αδειάζαμε. Πιο πέρα πέρα δε, εκεί που το αδειάζαμε, εγινότανε σωρός από χώμα μεγάλος κι ερχότανε οι μπουλντόζες, εσπρώχνανε το χώμα, το ανεβάζανε ώστε να γίνεται λόφος από χώμα. […] Συγχρόνως ήτανε το εξής: έξω από τις στοές αυτές ήτανε ένα τεράστιο μηχάνημα αεροσυμπιεστού και ετροφοδοτούσε χοντρά και γερά λάστιχα-σωλήνες που είχανε πολλές διακλαδώσεις και στις στοές που είχανε ανοιχτεί, δουλεύανε μπιστολέτα [κομπρεσέρ]. Το χώμα δε αυτό δεν ήτανε πετρώδες εκεί, αλλά ήτανε ένα χώμα άσπρο, συμπαγές. Με τα μπιστολέτα ετρίβετο και έπεφτε όχι σαν σκόνη αλλά σαν χοντρή άμμος. Αυτό το παλαμίζανε και το απομακρύνανε με τα καροτσάκια. Τα μπιστολέτα δουλεύανε και τη νύχτα. Ύστερα από κάμποσες μέρες, που είχανε μπει μπροστά και οι εφτά ή οχτώ στοές, μας είπαν ότι αυτός ο αεροσυμπιεστής τροφοδοτεί 2.500 μπιστολέτα, τα οποία δουλεύανε ασταμάτητα. Μέσα δε σε αυτές τις στοές ήτανε ένα συνεχές βουητό. Για να μιλήσεις με τον άλλο έπρεπε να πλησιάσεις σε απόσταση λιγότερη από ένα μέτρο, αλλιώς δεν άκουγες τίποτα. Εκτός απ’ αυτό δουλεύανε και έξω άλλοι σε πάρα πολλές άλλες δουλειές: Να ανοίγουνε βάγγες, να κουβαλούνε σίδερα, να κουβαλούνε σανίδια για καλούπια, να κουβαλούνε τσιμέντα. Τις στοές τις υποστύλωναν ως εξής: εστρώνανε πρώτα ειδικά σίδερα, σαν πλέγμα, γερά σίδερα και στα πλέγματα αυτά τα σιδερένια εβάζανε σανίδια, τάβλες έφταναν σε ύψος ένα μέτρο. Ερχότανε τα καροτσάκια με το τσιμέντο, ερρίχνανε το τσιμέντο εκεί μέσα, το χτυπούσαμε να κάτσει καλά και την άλλη μέρα, που είχε πήξει, έβαναν από πάνω κι άλλα σανίδια κι άλλο μπετόν αρμέ, κι άλλο μπετόν αρμέ και στο τέλος εσκεπάζανε όλη τη στοά γύρω γύρω με μπετόν αρμέ, και στη στέγη και στα πλαϊνά, όλα. Όπως έμπαινες σε μια τέθοια στοά, δεξιά και αριστερά άνοιγαν άλλες δευτερότερες στοές. Θυμάμαι κάποτε, μετά από αρκετές εβδομάδες εμέτρησα από περιέργεια πόσες στοές ήτανε δεξιά και αριστερά. Εμέτρησα πάνω από σαράντα στοές. Εκεί μέσα στις στοές εγκατέστησαν αμέσως πολεμική βιομηχανία. Κατασκεύαζαν όπλα και κάννες όπλων μικρών και μεγάλων, γιατί έβλεπα πως φέρνανε σωλήνες μικρού και μεγαλύτερου διαμετρήματος. Σ’ αυτούς τους θαλάμους δουλεύανε μόνο Γερμανοί. Εμείς από την πόρτα ούτε να δούμε δεν μπορούσαμε. Μέσα δε εκεί κάμποσες φορές που έτυχε να περνώ και άνοιγε η πόρτα να βγει ή να μπει κάποιος, έβλεπα μέσα στο χώρο αυτό: ήταν ευρύχωρος, μεγάλος, πάμφωτος από ισχυρό φωτισμό. Εκεί δουλεύανε ασταμάτητα διάφορα μηχανήματα και ο θόρυβος ήταν φοβερός», γράφει ο Κώστας Ξεξάκης

«Την πρώτη μέρα μας έδωσαν φτυάρια και κασμάδες και αρχίσαμε το σκάψιμο από την ρίζα του λόφου. Το έδαφος στην επιφάνεια ήταν μαλακό, όμως μετά από δυο τρία μέτρα γινόταν πολύ σκληρό, σαν τσιμέντο, και μπορούσε να σκαφτεί μόνο με κομπρεσέρ ή φουρνέλα», γράφει ο Γιώργος Σταματάκης.

 

Ήταν κι ο Τάκης εκεί.

Εκεί και ο Jacques:

        Σε μερικά λεπτά θα έχω περάσει τη μεγάλη πόρτα.

        Στο διάολο! Είμαι ξεθεωμένος.

        Ξέρω τι με περιμένει: η στοά, το κομπρεσέρ,

        δεκατρία κιλά μέχρι το ύψος των ματιών, όλη νύχτα […]

 

Το φθινόπωρο του 1944 οι κρατούμενοι είχαν ανεγείρει το κρεματόριο του στρατοπέδου. H λειτουργία του γινόταν αντιληπτή σε ακτίνα χιλιομέτρων -και η υποτιθέμενη άγνοια των κατοίκων διατυπώνεται με συγκρατημένη ειρωνεία.

Το γνωρίζουν αυτοί ΕΞΩ;

Στην ωραία περιοχή του ΜΕΛΚ, όμορφη και ανθισμένη, στις όχθες του  

Δούναβη, όχι μακριά από το αβαείο, ορθώνεται στον ουρανό, η καμινάδα  

                                                                  με τα κόκκινα τούβλα του κρεματόριου…

 Αυτοί γνωρίζουν… Αυτοί γνω… Αυτοί…

 Α, παίξτε μου Μότσαρτ!

Και με υπαινικτικό σαρκασμό:

Ο Θεός είναι Παντοδύναμος.

Κάνει ωραία πράγματα.

Δίνει στους ζωντανούς μάτια σφαλιστά.

Έτσι, οι δούλοι

Ούτε ντρέπονται ούτε σιχαίνονται τον εαυτό τους.

 

Εκτός από το κομπρεσέρ, ο Jacques δούλεψε και στο κρεματόριο. Τότε, στις 6 Ιουνίου 1944, συμβαίνει το περιστατικό που θα τον συνδέσει με τον Τάκη -στην κυριολεξία διά βίου. Σπρώχνοντας ένα καρότσι με νεκρούς, ο Γάλλος ακούμπησε το χέρι του πάνω στο ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα.

Ουρλιάζουν τα κόκαλά μου,

Ουρλιάζει η σάρκα μου.

Ζωντανός: στραβωμένος, άφωνος, καθηλωμένος.

[…]

Αστραπή, τράνταγμα, αστραπή, τράνταγμα.

Γαλάζιες φλόγες που κατακαίνε λευκό κρέας.

Αστραπή, τράνταγμα, αστραπή τράνταγμα.

          Δαγκώνει τραβάει, τραντάζεται, σείονται

οι μύες, το μεδούλι, τα κόκαλα.

[…]

Ουρλιάζω, έχω στρίψει εντελώς, έχω τσακιστεί, έχω συντριβεί, έχω χαθεί.

          Κρατώ στην καρδιά μου το κελάδημα ενός πουλιού που σφυρίζει στο

                                                                      γαλανό, ολογάλανο ουρανό μου!

 

Ο Έλληνας του έσωσε, τραβώντας τον, τη ζωή (αλλά το χέρι του υπέστη μόνιμη αναπηρία).

          «Ο Τάκης, αδερφός στη μιζέρια, με οδηγούσε στον απόπατο, με έσερνε […].

Τραυλίζει κάτι γαλλικά: “Γιακ, έχεις να φας;” […]

          Για μερικές εβδομάδες μπορέσαμε να μοιραστούμε την καραβάνα των νεκρών.

          Όταν έφτανε κοντά στο πλέγμα, τραύλιζε:

         “Γιακ, Γιακ, Γιακ, έχεις; Έχεις;”

          Ήμουν τόσο χαρούμενος για τον Νινιδάκη που έβρισκα τη δύναμη να

                                                                                               ανοιγοκλείνω τα μάτια.

 

Το χέρι του Jacques έμεινε έκτοτε ανάπηρο.

         Το χέρι μου πονούσε. […]

         Ζήτησα από το Γιατρό να μου το κόψει από τον καρπό: θα είναι πιο σκέτο, πιο

         καθαρό. Γελούσε, γελούσε ο γιατρός μου. Αυτός έβαλε τον Νινιδάκη στην ίδια

         ψάθα. Υπήρχε μια μεγάλη φουσκάλα κάτω από το μπράτσο γεμάτη πύο.

 

Ο Γκυ Λεμορντάν ήταν ο Γάλλος γιατρός του αναρρωτηρίου του Μελκ. Μετά τον πόλεμο ενημέρωσε τους Συμμάχους ότι από τον Ιανουάριο του 1945, 2.000 σοβαρά ασθενείς κρατούμενοι συνωστίζονταν στο αναρρωτήριο, που ήταν χωρητικότητας 100 μόνο ατόμων.

«Αλλά θυμάμαι [γράφει ο Ξεξάκης] τον Λεμορτάν, που με τον Αλεξανδρή που ήξερε αρκετά καλά τα γαλλικά, γινήκανε φίλοι».

Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής (που δεν ήταν Κρητικός), εξηγεί: «Την άλλη μέρα που θα εφημέρευε ένας Γάλλος γιατρός, φίλος του Βασίλη [Ρακόπουλου, επίσης γιατρού στο Μελκ] , αλλά, που μέσω του Βασίλη είχε γίνει και λίγο δικός μου, συνεννοηθήκαμε να παρουσιαστώ σαν άρρωστος. […] Μ΄έστειλαν στον παθολογικό θάλαμο, όπου ήταν στοιβαγμένοι οι άρρωστοι ένας πάνω στον άλλο, στην κυριολεξία. […] Πήγα στο κρεββάτι που ήταν ο φίλος μου, ήδη γυμνασιάρχης, Κώστας Ξεξάκης, Κρητικός από το Ρέθυμνο. […] Ο Βασίλης είχε μάθει τον προαναφερθέντα Γάλλο γιατρό όλες τις βρώμικες λέξεις της γλώσσας μας. Την ώρα λοιπόν που ο Γάλλος μούβαζε τη μάσκα με τον αιθέρα στη μύτη, μούλεγε: “Αλεξαντρίς, το μου… της μαννούλας σου…” Χαμογέλασα, αλλά δεν πρόλαβα να του απαντήσω, γιατί ναρκώθηκα αμέσως. Το όνομα του Γάλλου γιατρού τώμαθα τον Απρίλη του 1975, που πήγα στο Παρίσι. […] Κατάγεται απ΄ την πόλη Champery που είναι κοντά στα γαλλο-ιταλικά σύνορα κι΄έχει δυο τηλέφωνα, απ΄τα οποία το μεν ένα τον σημειώνει ως βοηθό Δημάρχου, το δε άλλο είναι του σπιτιού του. Δεν τον βρήκα στο πρώτο και του τηλεφώνησα στο δεύτερο, όπου και τον βρήκα.

Τον ερωτώ:

-Mr Lemordant;

-Μάλιστα, μ΄απαντάει.

-Το  μου… της μαννούλας σου, του λέγω.

-Πώς να πετάξω να σ΄ αγκαλιάσω; Μου λέγει. Δυστυχώς δεν μπορώ και δε θα μπορέσω να ΄ρθω ούτε στο Διεθνές μνημόσυνο στο Μαουτχάουζεν γιατί πεθαίνει η αδελφή μου από καρκίνο. Πάντως γράψε μου τη διεύθυνση και το τηλέφωνό σου στο Παρίσι και στην Αθήνα.

Του την έγραψα, μου απάντησε και τον περιμένω.»

Ο Guy Lemordant είχε περιθάλψει τον Jacques Darcq, μετά την ηλεκτροπληξία. Και ο Jacques Darcq του αφιέρωσε το ποιητικό του ημερολόγιο, προτού το παραδώσει στα χέρια του Τάκη Νινιδάκη, στην Κοξαρέ.

Από τον Ιανουάριο του 1945, η προέλαση του Κόκκινου Στρατού αναγκάζει τους Ναζί να εκκενώσουν στρατόπεδα του ανατολικού τμήματος της επικράτειας του Γ΄ Ράιχ, ανάμεσά τους και το  Άουσβιτς. Όσοι -Εβραίοι στη συντριπτική τους πλειονότητα- κρατούμενοι μπορούσαν να μετακινηθούν οδηγήθηκαν με τα πόδια δυτικότερα και απορροφήθηκαν από άλλα στρατόπεδα -ανάμεσά τους και το Μελκ- με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το αδιαχώρητο, και η πείνα και οι ασθένειες να αποδεκατίζουν καθημερινά εκατοντάδες κρατούμενους. Η τελευταία αποστολή  από το Άουσβιτς έφτασε στο Μελκ στις 29 Ιανουαρίου 1945. Ήταν περίπου δύο χιλιάδες άτομα, εκ των οποίων 119 ήταν παιδιά, μεταξύ 9 και 15 ετών «ντυμένα όλα με τα ρούχα τα ριγέ που φορούσαν όλοι οι κρατούμενοι […]. Χιόνι και κρύο, συντεταγμένα σε πεντάδες, βαδίζανε σιγά-σιγά. Εκατέρωθεν εστέκανε Γερμανοί και τα φυλάγανε […] “Αυτά τα παιδάκια φέρανε εδώ μωρέ για να δουλέψουνε; Τι δουλειά να κάνουνε”» […] Ύστερα από λίγες μέρες δεν ξαναπεράσανε τα εβραιόπουλα από μπροστά μας».

 

Ο Jacques Darck παρακολουθεί και συμπληρώνει.

Περπατούσαν πέντε-πέντε με τις ριγέ πυτζάμες τους

μερικά ήταν δώδεκα χρονών, άλλα όχι πάνω από δεκαπέντε.
Σκάβω την πέτρα που με βοηθάει να θυμάμαι.

Τα μάτια τους γεμάτα έκπληξη ανακάλυπταν το θάνατο.

Εντυπωσιακές και καλογυαλισμένες οι φριχτές μπότες

περικυκλώνουν τα αγόρια… που γεννήθηκαν ένοχα.

 

O Jacques Darcq συνειδητοποιεί

Έχω πολλά φυλαγμένα και δεν έχω διάθεση να κλάψω

          Η καρδιά είναι πιο άδεια από την κοιλιά μου.

 Και απευθύνει μια πρόσκληση.

Η ζηλιάρα μέρα κυνηγάει τη Νύχτα.

          Η νύχτα είναι η βασίλισσά μου και την αγαπώ.

          Με παίρνει κοντά της, με κρύβει και με καθησυχάζει σαν παιδί.

           Η μέρα έχει λευκά μάτια, κυνήγι, καταδίωξη,

           μα η Νύχτα γλυκιά και πεισματάρα σαν το θάνατο,

           έρχεται να με νανουρίσει, να μ΄αγκαλιάσει, να μ΄αγαπήσει.

           Να ξανάρθεις Μαμά-Νύχτα. Να ξανάρθεις να πάρεις το γιο σου.

 Και απευθύνει μια επίκληση.

 Ω, εσύ άνεμε, να ΄σαι γλυκός σαν το φιλί.

  Και απευθύνει μια παράκληση.

 Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, δος ημίν σήμερον τον άρτον ημών τον

                                                                                                           επιούσιον.

 Δώσε μας τον, για όνομα του θεού, τον άρτον ημών τον επιούσιον.

 

546 Γάλλοι πέθαναν στο Μελκ. Ο Jacques Darcq δεν ήταν ανάμεσά τους.

101 Έλληνες πέθαναν στο Μελκ. Ο Τάκης Νινιδάκης δεν ήταν ανάμεσά τους.

Tην 1η Απριλίου του 1945 η καταναγκαστική εργασία σταματά στο στρατόπεδο. Δέκα μέρες μετά ξεκινά σταδιακά η εκκένωσή του. Οι κρατούμενοι οδηγούνται σε εξοντωτικές πορείες θανάτου, προς το Μαουτχάουζεν και δυο άλλα υποστρατόπεδα, το Έμπενζεε και το Γκούζεν. Μεταξύ 13ης και 15ης Απριλίου αναχωρεί για το Έμπενζεε ο Jacques Darcq. Μαζί και ο Κώστας Ξεξάκης, αρχικά σε μια διήμερη διαδρομή με ποταμόπλοιο στον Δούναβη και στη συνέχεια με βάδισμα 4 ημερών (καλύπτοντας μια απόσταση περίπου 100 χιλιομέτρων).

Δεν είμαστε πουθενά. Πάμε αλλού. Η καρδιά σφυροκοπάει στο κεφάλι,  

         δίνει ρυθμό σ΄ένα βήμα, γελιέται, ξεχνά ένα μέτρημα και σαν χρυσόψαρο,

                                                                ψάχνω  μια μεγάλη μπουρμπουλήθρα

          Πέφτω σε μια ολόμαυρη χοάνη, διαλύομαι.

          Ο χρόνος, ο χώρος γίνονται κουβάρι στο κεφάλι μου.

Δεν είμαστε πουθενά. Επιστρέφω.

Μόνο τα πόδια μου με μεταφέρουν.

Μια μέρα, θα βρω, κάτω από τη γη, μια κρυψώνα σ΄ένα μαύρο χωρίς όριο.

Κι εκεί, ξαπλωμένος ανάσκελα, με την ευτυχία μου για μαξιλάρι, θα μπορέσω

                                                       να αναπνεύσω, να αναπνεύσω, να αναπνεύσω.

 

Περιγράφοντας την αβάσταχτη δίψα, ο Κώστας και ο Jacques είναι σαν να αντιγράφουν ένας τον άλλο: «Πριν φτάσομε στο Εμπεζέ, το μαρτύριο της δίψας ήταν τρομερό και αβάσταχτο. Η σκέψη μου ήταν κολλημένη σε κάποια πηγή νερού. Στη βρύση του χωριού μου έπινα, έπινα, έπινα νερό. Δεν ξεδίψαζα. […] Και πάλι έπινα, έπινα, έπινα… χωρίς να ξεδιψάζω.»

Τη νύχτα ονειρεύομαι νερό.

Και πίνω, πίνω.

Πάντα διψάω.

Ναι, και πάντα πίνω, πάντα υπάρχει νερό.

Είναι το πιο ωραίο μου όνειρο.

Μέσα στη μέρα, στο δρόμο, αυτό σκέφτομαι.

Ονειρεύομαι ένα ποτάμι καθαρό νερό.

Να βουτήξω μέσα, ν΄ανοίξω διάπλατα το στόμα και να πίνω, να πίνω.

 

Ώσπου, στις 6 Μαΐου 1945, αμερικανικά στρατεύματα απελευθερώνουν το Έμπενζεε.

           Είναι το τέλος.

Δεν φοβάμαι πια, δεν πεινάω πια, δεν κρυώνω. Έχει ήλιο, η πύλη είναι

                                                          ορθάνοιχτη, έχω μέχρι και παπούτσια.

          Θέλω τα 20 καράτια ζωής που κουβαλάω να κολυμπάνε στη μεγάλη   

                                παλίρροια της ελπίδας, στο άπειρο της θέλησής μου!

Στην έκρηξη της Ελευθερίας, τα σύμπαντα έχουν αντιστραφεί:

          Αναλαμπές, μαύρες τρύπες… το κεφάλι γυρίζει σήμερα, δεν καταλαβαίνει τα  

          όνειρά μου για το αύριο… ούτε τα πόδια μου… τρέμουν, διστάζουν.

          Τα δυο μου χέρια στα γόνατα τα καθησυχάζουν και τα βοηθάνε.

Η καρδιά μου προσπαθεί να τα αγνοήσει μα δυσανασχετεί.

          Και αντιλαμβάνομαι ότι πάντα τα μάτια είναι πιο μεγάλα από την κοιλιά.

Το ψωμί πετρώνει, το ίδιο και η ελευθερία!

Είμαι ζωντανός που γλύτωσε από τους νεκρούς;

Είμαι νεκρός που γλύτωσε από τους ζωντανούς;

 

Ένα ακόμη μέλος της κρητικής παροικίας του Μαουτχάουζεν και των υποστρατοπέδων του, ο Θεοδόσης Καραγεωργάκης, θυμάται: «Η βαριά σιδερόπορτα ανοίχτηκε ελεύθερα. […] Άλλοι με σερνάμενα πόδια, άλλοι μπουσουλώντας με τα τέσσερα, κι άλλοι σέρνονταν με την κοιλιά»

Όσοι επιβίωσαν των στρατοπέδων εργασίας ήξεραν ότι θα αντιμετωπιστούν με δυσπιστία, ως υπερβάλλοντες ή ως φαντασιόπληκτοι. Το διατυπώνει και ο Jacques Darcq στον «Επίλογό» του:

            Ποτέ στη Γαλλία, δεν θα με πιστέψουν.

            Ακόμα και οι λέξεις δεν θα είναι αρκετές.

            Θα χρειαστούν λέξεις που να σφίγγουν σαν βρόχος, λέξεις τσουχτερές

                                                                                                               σαν το κρύο

            Λέξεις που τα χείλη μας δεν θα έχουν πια τη δύναμη να προφέρουν.

            Λέξεις βαριές, όπως τις πέτρες στο νταμάρι.

            Λέξεις, λέξεις, λέξεις.

            Σαν κακοκοίρηδες θα φαινόμαστε με τις λέξεις!

 

Σωστά: «σαν κακομοίρηδες». Αλλά μόνον όσο αφορά τις λέξεις των «έξω», των άλλων, των αλώβητων, τις φθαρμένες από την αλόγιστη χρήση.

Γιατί οι λέξεις των στρατοπέδων έχουν ανακτήσει την αρχική σημασία τους: ζωντανός, μαύρο, πείνα, σύντροφος, αναπνέω, θάνατος, νύχτα, ταπεινωμένος, νερό, καρδιά.

Jacques Darcq,Mauthausen.Melk.Ebensee.

20 χρονών.

Λέξεις μετρημένες, μερικές αράδες και, αίφνης, όλα αυτά τα διεθνή λογοτεχνικά βραβεία, με τα περισπούδαστα σκεπτικά απονομής τους, φαίνονται φτωχά και ανυποψίαστα…

 

Μανόλης Παντινάκης,  Άνθρωποι σαπούνι και λίπασμα. Κρητικοί στην κόλαση των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Πρόλογος Ιάσονας Χανδρινός. Ρέθυμνο, 2018.

Βρες το εδώ

 

 

 

 

(*)Η Αννίτα Π. Παναρέτου είναι συγγραφέας του βιβλίου Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου: Έλληνες όμηροι και αιχμάλωτοι σε ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα και φυλακές, 1941-1945, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2020.

 

 

Προηγούμενο άρθροBrain storming: Μικρασιατική καταστροφή στην παιδική λογοτεχνία (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΑπό το Λονδίνο έως τη Μαριούπολη, Πόλεις σε κρίση… (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ