της Έφης Κατσουρού (*)
Από τον Οδυσσέα Ελύτη του Άξιον εστί και των Ρω του Έρωτα έως τον Μανώλη Αναγνωστάκη και το Σκάκι του, τον Νίκο Γκάτσο που δηλώνοντας στιχουργός και όχι ποιητής, πλούτισε την νεώτερη ελληνική ποίηση με ένα από τα σημαντικότερα συνθετικά ποιήματά της, την Αμοργό, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Νίκο Καββαδία και τον Μιχάλη Γκανά, ο οποίος μοιάζει να υπηρετεί με απόλυτη ευθύτητα και επίγνωση της φύσης, της θέσης και των ορίων τους, αμφότερες τις δύο τέχνες, η ποίηση με το τραγούδι, την στιχουργική, μοιάζει να διαπλέκονται αδιάκοπα, να τέμνονται και να αποκλίνουν, να αγγίζονται και έπειτα να χωρίζουν και πάλι να έλκονται σαν ιδανικοί και ανάξιοι εραστές. Τι όμως, καθιστά ένα ποίημα ικανό να μελοποιηθεί και τι τοποθετεί τους στίχους ενός τραγουδιού στο χώρο της ποίησης; Πώς μπορεί κανείς να ορίσει το πορώδες και ελαστικό όριο και ποιος μπορεί με βεβαιότητα να πει ότι ένα τραγούδι ανήκει ή δεν ανήκει στο ευρύ φάσμα του ποιητικού λόγου; Ο ελεύθερος ανομοιοκατάληκτος στίχος που εισήλθε δυναμικά με το μοντέρνο κίνημα και τη γενιά του 30 στον ποιητικό λόγο, επικρατώντας μέχρι και σήμερα έναντι των παραδοσιακών μετρικών σχημάτων σίγουρα έχει τεντώσει τα όρια και έχει ορίσει εκ νέου την περιοχή έκφρασης και έδρασης του ποιητικού συμβάντος.
Ο έμμετρος, ομοιοκατάληκτος στίχος, που σε μεγάλο βαθμό έχει εκλείψει από την σύγχρονή μας ποιητική έκφραση (μιλώντας πάντα για την πλειονότητα των ποιημάτων που δημοσιεύονται και εκδίδονται και χωρίς να θέλω να γίνω αφοριστική), οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, ότι πέραν της γλωσσολογικής προσέγγισης που σίγουρα υπάρχουν ειδικότεροι από εμένα για να την αναπτύξουν, παρουσιάζει ένα βασικό χαρακτηριστικό ως προς την παραγωγή του και ένα άλλο ως προς την πρόσληψή του. Από την μία, λοιπόν, πλευρά εισάγει τον ποιητή μέσα σε μία ιδιάζουσα δημιουργική βάσανο, περιγράφοντας ένα όριο κίνησης περισσότερο αυστηρό, συχνά, υποτάσσοντας γλωσσικά το ίδιο το φορτίο της γραφής. Θέλω να πω δηλαδή, ότι ο ίδιος ο ποιητής, ο οποίος θα μπορούσε να ορίζεται και ως ένας αλιεύς λέξεων, εισέρχεται σε μία διαδικασία περισσότερο γλωσσοκεντρική, καλείται να υποτάξει το λόγο του στην αναζήτηση αυτής της μίας λέξης, που τόσο ακουστικά όσο και νοηματικά, ερωτικά θα ομοιοκαταληκτεί με την προηγούμενη. Και σίγουρα μέσα σε αυτή την διαδικασία είναι πολλές οι φορές που η γλώσσα νικά το αίσθημα, που ο ήχος επιτάσσει τα νοήματα ενώ ο δημιουργός έπεται, παρακολουθεί το σώμα του στίχου του να διαμορφώνεται μέσα από την αλληλουχία των λέξεων. Από την άλλη πάλι πλευρά, ο παραλήπτης του στίχου, κατοικεί με μεγαλύτερη ευκολία τον χώρο και το χρόνο του έμμετρου ομοιοκατάληκτου ποιήματος, διότι η είσοδος σε ένα πρόδηλο ρυθμικό σχήμα -και λέω πρόδηλο, γιατί η ποίηση ακόμη και όταν μιλάμε για ελεύθερο στίχο ή πεζόμορφα ποιήματα οφείλει πάντοτε να διατηρεί έναν εσωτερικό ρυθμό- δημιουργεί μία ανεκβίαστη οικειότητα. Ο αναγνώστης, ακόμη και ο αμύητος στον ποιητικό λόγο, δύναται να εσωτερικεύσει με πολύ μεγαλύτερη ευκολία το περιεχόμενο του στίχου και να το οικειοποιηθεί μέσα από την αυθόρμητη, πολλές φορές, αποστήθισή του. Πρόκειται για μία διαδικασία που γίνεται σχεδόν υποσυνείδητα ακόμη και από παιδιά προσχολικής ηλικίας. Ο αμεσότερος τρόπος να διδάξει κανείς σε ένα παιδί την αλήθεια του είναι μέσα από ένα τραγούδι. Ο αμεσότερος τρόπος να παιδεύσει μία χώρα τον λαό της είναι παντρεύοντας την ποίηση με την μουσική της -πράγμα που η Ελλάδα έπραττε μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα, μέσα από τις διαρκείς συναντήσεις σπουδαίων ποιητών με σπουδαίους συνθέτες.
Δυστυχώς, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, και μέσα σε έναν κόσμο που διαρκώς μετασχηματίζεται υπό το πρίσμα των νέων τεχνολογικών μέσων, και οι καλλιτέχνες αναζητούν να επανατοποθετηθούν μέσα σε αυτό το ανοίκειο πολλές φορές περιβάλλον-να βρουν τρόπο να υπάρξουν δημιουργικά, νοιώθω ότι οι περισσότερες τέχνες έχουν περιχαρακωθεί στο ασφαλές πεδίο τους, οι συναντήσεις αντί να πληθαίνουν αραιώνουν και σίγουρα παρά την ταχύτητα μετάδοσης της πληροφορίας συχνά σημαντικές προσπάθειες χάνονται μέσα στο αχανές, εικονικό σύμπαν του διαδικτύου. Η σύγχρονη ελληνική ποίηση, από την πλευρά της οποίας κοιτώ τα πράγματα, μοιάζει να έχει αποσυρθεί στο δικό της περίκλειστο δωμάτιο και να συνδιαλέγεται με τον εαυτό της -πολλές φορές με μεγάλη επιτυχία αν κρίνουμε τόσο από εκδοθείσες συλλογές όσο και από ποιήματα που δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά άλλοτε αδιαφορώντας και άλλοτε κοιτώντας υποτιμητικά ή επιτιμητικά τον κόσμο έξω από αυτή, μακριά από τον προσωπικό χώρο των ποιητών της. Σε ποιόν όμως πραγματικά αφορά η ποίηση; Στον ποιητή ή στον αναγνώστη; Όσο εσωστρεφής και εσωτερική και αν είναι η διαδικασία της γέννησής της για να ολοκληρωθεί το ίδιο το ποίημα οφείλει να βρει το σώμα που θα κατοικήσει, το χώμα όπου η σπορά θα γίνει ανθός. Αυτό που πέτυχαν, λοιπόν, οι ποιητές, οι στιχουργοί και οι συνθέτες των δεκαετιών από το 1960 έως και το 1990 στην Ελλάδα, ήταν αυτή η ιερή μετάγγιση μέσα από την ερωτική ένωση ήχου και νοήματος. Η στιγμή που ο ερμηνευτής πια, αδράχνει το ποίημα από τη σελίδα, κάνει το χαρτί σαΐτα και λαβώνει τις ψυχές ακόμη και των πλέον αμύητων στη λογοτεχνία ακροατών. Τι συμβαίνει όμως σήμερα; Γιατί τα τρία αυτά πεδία (ποίηση-στιχουργική-μουσική) φαίνεται να έχουν απομακρυνθεί;
Ο Ευρυπίδης Γαραντούδης, στην επίτομη ανθολογία ποίησης Και με τον ήχον των για μια στιγμή επιστρέφουν… Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ, η οποία κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Gutenberg, θα παρατηρήσει κανείς ότι συμπεριλαμβάνει στους ποιητές της γενιάς του 70 ή γενιάς της Αμφισβήτησης τον Διονύση Σαββόπουλο, σημειώνοντας: η συμπερίληψη στους παραπάνω ποιητές του τραγουδοποιού Διονύση Σαββόπουλου δεν νομίζω ότι είναι καταχρηστική, καθώς τα τραγούδια του εκδόθηκαν σε βιβλίο και λειτούργησαν και ως ποιήματα, που μάλιστα εξέφρασαν με καίριο τρόπο προβληματισμούς της Μεταπολίτευσης. Ίσως από ένα μέρος του λογοτεχνικού χώρου να θεωρείται ακραία ή εσφαλμένη αυτή η προσέγγιση. Κατά την άποψή μου, η κίνηση αυτή αποτελεί μία ουσιαστική πρόταση. Μία κίνηση προς την διεύρυνση. Όταν οι ίδιοι οι νεώτεροι ποιητές έχουν εγκαταλείψει σχεδόν καθολικά, πλην ολίγων εξαιρέσεων, τον ομοιοκατάληκτο στίχο και ισορροπούν ανάμεσα στις μοντέρνες και τις μεταμοντέρνες καταβολές της νεοελληνικής ποίησης, εκφραζόμενοι καλύτερα μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μήπως πρέπει να μελετήσουμε λίγο τα όρια; Πού ξεκινά και πού τελειώνει η ποίηση και σε τι πραγματικά διαφέρει η στιχουργική από αυτή; Όταν μιλάμε για δείγματα τραγουδιών που αναζητούν τη ρίζα τους στον ευρύ χώρο της λαϊκής έκφρασης, του δημοτικού τραγουδιού, ή μίας γνήσιας ρομαντικής υπαρξιακής αναζήτησης, η στιχουργική, η στιχοποιία προβάλλει σαν μία άλλη ποίηση, η οποία πολλές φορές καλείται να υπακούσει σε αυστηρότερους κανόνες από εκείνους της λόγιας ποίησης και να αποφύγει παγίδες υποβόσκουσες.
Σε μία προσπάθεια σχηματικής ανάλυσης αυτών των διαφορών μπορώ να τις αποδώσω σε τέσσερα βασικά σημεία, την έκταση, τη γλώσσα, τη μορφή και το περιεχόμενο. Εκκινώντας από την έκταση, παρατηρώ ότι ο στίχος που προορίζεται για τραγούδι, οφείλει να υποταχθεί στον χρόνο, να διηγηθεί μία μικρή ή μεγάλη ιστορία, μία ζωή ή μία στιγμή, μία αλήθεια ή ένα ψέμα, ένα αίσθημα ή ένα συμβάν μέσα σε λίγα λεπτά· πράγμα που η ποίηση ποτέ της δεν απαίτησε. Ο ποιητής σε αντίθεση με τον στιχουργό επανιδρύει το χρόνο, παίζει μαζί του, τον εφευρίσκει ή τον καταλύει, τον διαστέλλει ή τον συστέλλει, τον ορίζει και δεν ορίζεται από αυτόν. Προχωρώντας στο λεξιλόγιο-το συντακτικό-την σύνθεσή του, κατανοούμε ότι οι στίχοι ενός τραγουδιού, οφείλουν να κατακτήσουν μία ιδανική ισορροπία, να υπακούσουν στο αίσθημα, να αφουγκραστούν ή να υπαγορεύσουν τη μουσική, υποτάσσοντας τα μέσα τους με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν τοπία κατοικήσιμα, δύσβατα και απόκρημνα κάποτε, μα όχι απάτητα για τον μέσο αναγνώστη-ακροατή. Ένα τραγούδι μπορεί να παίξει με τη γλώσσα όσο και η ποίηση, να την συστήσει εκ νέου στον παραλήπτη, αλλά δεν μπορεί να υπερβάλλει. Όμοια με ένα κτίριο που επιθυμεί να κατοικηθεί, με ένα διαμέρισμα το οποίο πρέπει να δύναται να γίνει το ιδανικό σπίτι για τον άγνωστο μελλοντικό του χρήστη και όχι μία κατοικία που σχεδιάζεται και κατασκευάζεται από το όραμα και μόνο του αρχιτέκτονα με την ιδεατή πίστη της κατοίκησής της. Και εδώ έρχεται η μορφή, η απελευθέρωση της οποίας βοήθησε την μοντέρνα ποίηση να σπάσει τα δεσμά με τις κλασσικές φόρμες και να υπερβεί τα σχήματα και τα όρια του παρελθόντος, χαρίζοντας στους νεώτερους ποιητές μία παλέτα διευρυμένη, ένα πλαίσιο ανοικτό και διαπερατό, χωρίς ακατάλυτους κανόνες. Η στιχουργική από την άλλη πλευρά δεν μπορεί παρά να υπακούει στην μορφή που περιγράφουν οι νότες και τα μέτρα. Μπορεί να προχωρήσει και να επαναδιαπραγματευτεί τα όρια μόνο μέσα από αυτά. Και τέλος, και ίσως το πλέον λεπτό και ασαφές όριο, κατά την εκτίμησή μου, πάνω στο οποίο οφείλει ο στιχουργός να εργαστεί ακούραστα είναι αυτό μεταξύ δύο συναφών αλλά διακριτών εννοιών, της απλότητας και της απλοϊκότητας. Για να μπορεί ένα τραγούδι να αποτελέσει μέρος της ποιητικής δημιουργίας και όχι μία άκατέργαστη συναισθηματική κατάθεση που θα παράγει ένα εύπεπτο καταναλωτικό προϊόν (με καμία διάθεση υποτίμησης το σχόλιο αφού και οι ώρες τις ανέφελης διασκέδασης ή του ηχηρού ξεσπάσματος αποτελούν για όλους κάποτε ανάγκη) πρέπει να διεγείρει μεν το αίσθημα αλλά όχι να το εκβιάζει, να ανακαλύπτει νέους τρόπους να μιλήσει για όσα έχουν ειπωθεί επανειλημμένα μέσα σε προγενέστερα τραγούδια και αυτή η καινοφάνεια να άγεται από την καθαρότητα και όχι την επιτήδευση.
Κρατώντας αυτά τα τέσσερα σημεία, νοιώθω ότι θα είχε ενδιαφέρον, αν θέλουμε έστω να δούμε τη συνέχεια -τη νοητή γραμμή που μας ενώνει με την αχειροποίητη μνήμη μας, το δημοτικό τραγούδι, με έναν τρόπο περισσότερο άμεσο από τις διακειμενικές προσεγγίσεις της συγκαιρινής μας ποίησης, να επιστρέψουμε στην μουσική του στίχου, όχι με την έννοια μίας κατασκευασμένης επιδίωξης αλλά με μία διάθεση διεύρυνσης. Να προσπαθήσουμε να διαβάσουμε τα τραγούδια, όπως όταν ήμασταν παιδιά και πριν ακούσουμε το cd που αγοράζαμε, ανοίγαμε το μικρό τετραδιάκι που το συνόδευε και διαβάζαμε τους στίχους για να τους αποστηθίσουμε, να βρούμε το δικό μας αγαπημένο τραγούδι, που δεν παίχτηκε ποτέ από τα ραδιόφωνα της εποχής και να ακούσουμε τα ποιήματα, να αισθανθούμε το εσωτερικό ρυθμό τους και να τον ακολουθήσουμε. Να προσπαθήσουμε με άλλα λόγια να δούμε τις δύο αυτές τέχνες σαν μία διευρυμένη περιοχή, μία θάλασσα της οποίας οι ποιητές αποτελούν το βάθος και οι στιχουργοί την διαύγεια, και το βάθος γίνεται διαυγές και η διαύγεια βαθαίνει, και οι ποιητές γίνονται κάποτε στιχουργοί και οι στιχουργοί ποιητές μας.
(*) Η Έφη Κατσουρού είναι αρχιτέκτων και ποιήτρια. Τελευταία της βιβλία (δύο συν τέσσερα, Μετρονόμος (2022) και η μελέτη Λευτέρης Ξανθόπουλος, Γκοβόστης (2022).