της Βαρβάρας Ρούσσου
- Ο τίτλος
Με το πλαγιασμένο 8 στον τίτλο, σε έντονο ροζ χρώμα, συνάπτεται η λέξη αποκατάσταση απαρτίζοντας έναν ακόμη παράξενο τίτλο, όπως μας έχει συνηθίσει ο Αμανατίδης, και εξάπτοντας το ενδιαφέρον (θυμίζω εδώ τα ποιητικά του: 4-D:ποιήματα τεσσάρων διαστάσεων το 2003, “7: ποίηση για video games”, το 2011, μ-otherpoem:μόνο λόγος το 2014, εσύ: τα στοιχεία το 2017). Για το πλαγιασμένο 8 τα σημειώματα στο τέλος του βιβλίου παρέχουν μια απάντηση αριθμολογικού χαρακτήρα (σ.100) που πάντως αφήνει μετέωρη την απορία, προτρέποντας να ανατρέξουμε στο προηγούμενο έργο του Αμανατίδη.
- Η σύνθεση
Η διαδικασία αποκατάστασης της μητέρας πρώτα σε ειδικό κέντρο (ενότητα «εκεί») όπου δεν επιτρέπονται οι επισκέψεις λόγω κορονοϊού, μετά στο σπίτι (ενότητα «εδώ») όπου το παρελθόν (ενότητες «άλλοτε») αντιστρατεύεται το παρόν της ασθένειας(ενότητες «αλλού»). Έτσι, τοπικός και χρονικός προσδιορισμός διαιρεί τη συλλογή για να ακυρωθεί στη συνέχεια κάθε στοιχείο πραγματικού («πουθενά», «παντού») με την απουσία/θάνατο -παρουσία όμως εντέλει της μητέρας. Ο γιός καταγράφει την επικοινωνία με τη μητέρα, σε μια νέα βάση με κύριο άξονα την απόλυτη αγάπη. Διαβάζουμε στα σημειώματα ότι η λέξη «μαμά» απαντά ογδόντα μία φορές, «μητέρα»: δεκαεννέα, «παιδί μου»: πενήντα, «σ’ αγαπώ»: δεκαεπτά. Ορίζεται λοιπόν μια ισχυρή αμφίδρομη δυναμική της αγάπης για να γίνει διαχειρίσιμη η νέα πραγματικότητα που προκύπτει από το εγκεφαλικό: νέες συνήθειες, νέα πρόσωπα («τώρα που η Μαρία/μένει και αυτή στο σπίτι/και σε βοηθά/τι λες μαμά/να μπει και η Μαρία/στα ποιήματα;/ “να μπει/παιδί μου”», ο γιός και η μητέρα σε μια διαρκή προσέγγιση βιώνουν τη «μετατόπιση» τους, τη συνείδηση της σωματικής υλικότητας («από το λίγο σώμα της» (σ. 30), της φθαρτότητας, της εγγύτητας του θανάτου αλλά και της διαρκώς παρούσας αγάπης. «Μόνο μια φορά που κατάλαβες/πως δεν περπατάς ούτε στο σπίτι σου/για λίγο ταράχτηκες, όμως το δέχτηκες./Τι έχει γίνει; Πώς λέγεται αυτό;// “μετατόπιση”//Μετατόπιση» (σ. 35). Η ενότητα «encore (αυτοσχεδιασμός)» αποτελεί τον επίλογο, τη συγκεφαλαίωση της συλλογής, όπου εμφανίζεται η σαιξπηρική μητέρα Γερτρούδη που θα ονομάσει την τελευταία ενότητα «Gertrudenhof:∞» «η Γερτρούδη είναι πραγματικός γκρεμός» (σ. 97). Πέρα από κάθε ψυχαναλυτική ερμηνεία, ιδίως σχετικά με τη μορφή της Γερτρούδης και το σαιξπηρικό μύθο, η μορφή της μητέρας και οι ποιητικές διασυνδέσεις με το γιό, ή η μητέρα ως πηγή γραφής είναι νομίζω, μια από τις αναγνώσεις της συλλογής.
Η συλλογή αποκτά το χαρακτήρα της επικαιρικής ποίησης (ο χαρακτηρισμός δεν εκλαμβάνεται διόλου μειωτικά εάν αναλογιστούμε τις παραμέτρους αυτού του ποιητικού υποείδους) αλλά το συλλογικό υπόβαθρο της εμπειρίας δε λειτουργεί περιοριστικά ως προς την περίσταση. Ο πενθισμός που ανάγεται σε μανιέρα επιχειρώντας να μεταλλαχθεί σε πανανθρώπινο βίωμα αλλά μένει στο χώρο του ατομικού έχει εντελώς αποφευχθεί στα ποιήματα του Αμανατίδη. Πώς συμβαίνει αυτό; Νομίζω σε αυτό συντελεί η πολλαπλότητα αναγνώσεων. Δεν υπόκειται μόνο η πρόθεση πένθους ή αναστοχαστικής αναβίωσης της μητρικής ανάμνησης. Η εν λόγω αμοιβαία αγάπη μητέρας-γιού, πράγματι καθηλωτικά συγκινητική, λειτουργεί σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης και επιτυγχάνει τη συγκινησιακή μέθεξη. Ο αποχαιρετισμός μέσα από την ταύτιση και την απόσταση, από την αμοιβαιότητα της αγάπης και την οδύνη της γνώσης του αναπόφευκτου, συνιστούν ισχυρή παράμετρο των ποιημάτων. Ωστόσο η επόμενη ανάγνωση φέρνει στο προσκήνιο την αποτύπωση της «μετατόπισης» της μητέρας, της «μετατόπισης» ενός οποιουδήποτε υποκειμένου, τη σταδιακή μεταφορά σε άλλο επίπεδο θέασης και ονομασίας του κόσμου που την φέρνει η σωματική ασθένεια ως πύλη αλλαγής. Μια επανονομασία των πραγμάτων και μια επαναθέαση του κόσμου εδραιωμένη εντούτοις στη στόφα του παλαιού εαυτού: «ό,τι απόμεινε πάνω μου/είναι η ευγένεια/η ευγένεια και η μόρφωσή μου/έστω και χωρίς/ μορφή πια αχ/» (σ. 16), «η αξιοπρέπεια/ η αγωγή/ ευγένεια/η μόρφωση» (σ. 17). Η αμεσότητα της συγκίνησης προκύπτει κυρίως από τον συνεχή ανθρωποκεντρισμό της συλλογής τοποθετημένο ακριβώς στο επίκεντρο και αντλημένο από μια οδυνηρή διαδικασία άκρως ρεαλιστικά αποτυπωμένη, που παρά το ρεαλισμό δημιουργεί λυρικές κορυφώσεις. Έτσι η μητέρα-ποιήτρια, προσωπείο και συνεργάτης, επαναπροσεγγίζει θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα.
Επιπλέον, η διφωνικότητα, λόγος μητέρας/λόγος γιού, άλλοτε διακριτός ως ευθύς λόγος άλλοτε ρευστός και ενιαίος -στην ουσία βέβαια ενοποιημένος από τη μια φωνή εκφοράς- αποκαλύπτει τη «μετατόπιση», το «όπως παλιά» (σ. 90): «από το νέο βιβλίο σε αυτό/ η φωνή είναι όλη δική σου/[…] στο ποίημα αυτό μιλάει/ο παλιός σου εαυτός/αλλά σου κάνει δεύτερη φωνή/ μια γνώση που έφερε ο καινούργιος» (σ. 90). Και: «“εγώ παιδί μου δεν/ τα έχω πει αυτά που γράφεις” / δεν θα μπορούσες;/ “όχι”/ούτε παλιά; “ούτε”/ξανασκέψου το/» (σ. 92). «μας εξαπατά θα πούνε πάει/και βάζει τις γνωστές του φιοριτούρες/στο στόμα της μητέρας του/» (σ. 95). Η «μετατόπιση» αφορά μητέρα και γιο και είναι πολυεπίπεδη αλλά η σημαντική πλευρά της είναι η μετατόπιση που δημιούργησε η ασθένεια-το εγκεφαλικό- προς μια νέα καθημερινότητα και προς το θάνατο.
Παράλληλα, με την αποκατάσταση της μητέρας αναζητείται και ως δίαυλος επικοινωνίας μαζί της η διερεύνηση ή η αποκατάσταση μιας ποιητικής γλώσσας, αλλά και μιας σχέσης με τον (ποιητικό) εαυτό: «οι ποιητές είναι και πεθαμένοι γκρεμοί», σκέφτηκα (σ. 97). Το γεγονός που τροφοδοτεί τα ποιήματα υπάρχει αλλά ταυτόχρονα σχηματίζεται μέσα από τα ποιήματα της συλλογής, ουσιαστικά μέσω της γλώσσας των ποιημάτων. Η ονομασία της μητέρας «ποιήτρια» δίνει στον τίτλο της συλλογής αποκατάσταση ένα άλλο νόημα: η αποκατάσταση μιας θραυσματικής γλώσσας που επιδιώκει να επανεκκινήσει σημασίες και ποιότητες. Έτσι ορίζεται ο επαναπροσδιορισμός του πέριξ κόσμου: «είναι αληθινά αυτά/υπάρχουν/όχι δεν είναι/από τα φάρμακα/αλλά από το μυαλό μου/και μην απορείς/που δεν μιλούσα έτσι παλιά/τώρα έχω πολύ/ελεύθερο χρόνο» (σ. 25). Η εικονοποιητική αυτή μεταφορά της «ποιήτριας» μεταφράζεται: «το εσαεί άγραφο πολυσέλιδο/βιβλίο ποιημάτων της/και για ένα θεσπέσια αθέατο θέατρο/θεραπείας του θανάτου» (σ. 26). Ασθμαίνοντας η κατακερματισμένη με διακοπές γλώσσα εκβάλλει στην ουσία των πραγμάτων: στην ίδια την έννοια της ζωής και τις βασικές παραμέτρους της ώστε να νοηθεί ως «ευ ζην»: αγάπη, κατανόηση, αξιοπρέπεια.
- Υβριδικός χαρακτήρας
Ο κατά Paul de Man χαρακτηρισμός ενός κειμένου ως υβριδικού επειδή είναι «εν μέρει λογοτεχνικό εν μέρει αναφορικό» μπορεί να βρει εφαρμογή στη συλλογή του Αμανατίδη υπό την εξής προϋπόθεση: το έξω του ποιητικού κειμένου γεγονός (και μάλιστα μια σειρά αλυσιδωτών γεγονότων) να μην αποτελεί το απόλυτο κλειδί ανάγνωσης αλλά αυτή να μπορεί να υπάρξει αυτόνομα και απροϋπόθετα. Η σχέση του πραγματικού με αυτή την ποιητική σύνθεση είναι περισσότερο πολυεπίπεδη. Υπό αυτή την έννοια το αναφορικό υπάρχει και εξαιτίας του η συγκίνηση αποδεικνύεται ετεροβαρής αλλά το ποιητικό εγχείρημα διαβάζεται και από μια σειρά άλλων θέσεων.
- Επιτελεστικότητα
Όπως έχει συμβεί και με τα παλαιότερα έργα του ποιητή και περφόρμερ Αμανατίδη οι συνθέσεις του δε λειτουργούν μόνο στο επίπεδο της μοναχικής ανάγνωσης ή απαγγελίας αλλά επιτελούνται. Η επιτελεστικότητα αποτελεί θεμελιακό μοχλό της σύνθεσης.[1] Πέρα από την εικονοποιητική λειτουργία τους οι λέξεις των ποιημάτων συνδέονται με αντικείμενα, χειρονομίες, κινήσεις και φυσικά την παρουσία του ίδιου του ποιητή που δεν απαγγέλει απλώς αλλά δημιουργεί το χώρο του ποιήματος, το παράγει πραξιακά, πέρα από τη γραπτή μορφή του ή κάνοντας τις λέξεις του «να κάνουν πράγματα» ενώπιον των θεατών από τους οποίους αποζητά την επικοινωνία. Η επιτελεστική ποίηση εξάλλου σε αυτό συντελεί: στην επαναφορά της αμεσότερης επικοινωνίας με το θεατή και μια ακόμη αποκατάσταση: του δημόσιου, συμμετοχικού-συλλογικού χαρακτήρα της ποίησης. Η αίσθηση προφορικότητας που χαρακτηρίζει ειδικά αυτή τη συλλογή του Αμανατίδη ενισχύεται και από τη σωματική διάσταση της επιτέλεσης, καθώς η υλικότητα του σώματος είναι επίσης έντονα παρούσα στη συλλογή. Ο διπλός λόγος γιού-μητέρας στην ∞ αποκατάσταση επιτυγχάνεται με την διπλή παρουσία του ποιητή (με μάσκα οξυγόνου, σε αναπηρικό αμαξίδιο και νοσοκομειακό κρεβάτι) και το κείμενο γίνεται ενέργεια αποκαλύπτοντας εκείνες τις πτυχές του που η μοναχική ανάγνωση αφήνει σκοτεινές. Η διάχυση της αγάπης στον αέρα, ένας από τους στόχους εξάλλου του βιβλίου, είναι έτσι όχι μόνο άμεση αλλά συλλογική και αμφίπλευρη και η μητέρα γίνεται ο πομπός και φορέας της.
Η επαναληπτικότητα που διακρίνει τη συλλογή, όσο κι αν μπορεί να εκληφθεί ως αρνητικό, ως μια εμμονική περιοριστική μονομέρεια, είναι εμφανώς εμπρόθετη και με στόχευση και κάθε φορά ο χειρισμός των επαναλαμβανόμενων μοτίβων, λέξεων, στίχων κλπ υπενθυμίζει την καθημερινή επαναληπτικότητα και τη συνεχή επαναφορά μιας σκληρής αλλά και αυτογνωσιακής ανάμνησης.
[1] Ήδη εκδοχές της συλλογής πριν ακόμη την τελική έκδοσή της έγιναν περφόρμανς: το Φεβρουάριο 2022 στο MOMus – Πειραματικό Κέντρο Τεχνών / Experimental Center for the Arts και το Δεκέμβριο 2021 στη Λογοτεχνική σκηνή_10 (2021) που οργάνωσε, ακόμη φορά, το περιοδικό Εντευκήριο και ο ακάματος Γιώργος Κορδομενίδης.
Βασίλης Αμανατίδης, ∞ αποκατάσταση, Νεφέλη 2022
Βρες το εδώ