Ο Θανάσης Χατζόπουλος ανθολογεί για τον Νοέμβριο Απόστολο Μελαχρινό, Γιώργη Παυλόπουλο, Ε.Γ.Ασλανίδη και Δημήτρη Κοσμόπουλο.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ
(1880-1952)
ΠΡΟΦΑΣΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ
VI
Λιώνει των κρίνων η ψυχή
σε κάποιους ύμνους μυστικούς προς τη Σελήνη.
Τ’ άνθια τα ετοιμοθάνατα
μυστήριο τα μετάλαβε η Σελήνη.
Κι εσύ μυστικοπάθητη που ανάτειλες
σε παραμύθια παλαιών καιρών,
να ξεδιαλύνεις θέλεις, μέσα σε όνειρο,
τι λεν στ’ ανθολαλήματα οι θρήνοι των νερών.
*
Λύνω τα μάγια που έριξε το εχτές στην έρμη στράτα.
Μάτια γλυκά που εξέχασα, μαλλιά, χεράκια, χείλη,
μιαν αρμονία που πήρατε ˙μια συμφωνία έχει μείνει
στη λίμνη, στα ροδόκρινα, σε αλλοτινό ένα δείλι.
*
Ωραία λογάκια, αφρόντιστα χυμάνε κάποιο βράδυ
απ’ το αψηλό παράθυρο, θυμούμαι πως μεθούσα.
Δεν είστε εσείς, χαρίσματα, ωραίων χεριών υφάδι,
πλανέματα ναρκισσιακά σας τρύγησεν η Μούσα.
(ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ, 1907)
ΠΡΟΦΑΣΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ
VII
Η αβρή και αργή ψυχή μου
άζωη έκανε τη ζωή μου.
Και είδα μόνο στα όνειρά της:
Μες στους ξύπνιους υπνοβάτης.
Σα σταξιά μύρου βαριότιμου,
στα χαμένα πήγε η νιότη μου.
Και όσα επόθησα, τα εχάρηκα
άσωστα και διαβατάρικα.
Ευτυχίες, οι που φαντάστηκα
μου έμειναν: πλούτη παιδιάστικα.
Και την πλάνη μόνο εγνώρισα
μοίρα μου ονειροκρατόρρισα.
Ζούσα με ό,τι ελησμονήθη ˙
κι ήμουν ζώντας παραμύθι.
Η αργή και αβρή ψυχή μου
όνειρο έκανε τη ζωή μου.
ΕΞΑΡΣΗ
Ι
Κι έτσι αν πεθαίναμε, στο λυρικό μας τάφο
θλιβερό κυπαρίσσι δε θα φύτρωνε.
Θαμμένοι θα ’μασταν σε κάποια Πάφο ˙
στο μοσκοβόλημα των λεϊμονιώνε και των κίτρωνε.
Δίδυμη φλόγα σε δροσάτο μνήμα:
Τους ζωντανούς θα εμέθα με άρωμα,
ψηλά βεργολυγίζοντας τη ρίμα,
των ρόδων το ζευγάρωμα.
(ΦΙΛΤΡΑ ΕΠΩΔΩΝ, 1935)
ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
(1924-2008)
ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ
Μας έβγαλαν τα μάτια
θέρισαν τη λαλιά μας
κι απ’ τη φωνή που κόπηκε
έμεινε η ρίζα με το αίμα
σκίζει την πέτρα το νερό
και πάλι ξανανθίζει.
ΚΗΔΕΙΑ Π.Χ.
Πιο πίσω ήταν τα χώματα
τ’ αυτοκίνητα σταματημένα
κι ο φόβος κρυμμένος εκεί
πολύ κοντά μας.
Κανείς δεν έβγαζε μιλιά.
Πρόφτασα και του είπα:
Σκύψε και κοίτα ήσυχα ˙
εδώ που κατεβαίνεις ολομόναχος
δεν είναι φως μήτε σκοτάδι
να χωθούμε.
Όμως θα σ’ ανταμείψει ο θάνατος
θαμμένον χίλια χρόνια
σ’ ένα πιθάρι του Χριστού.
ΑΛΦΕΙΟΣ
Ήταν μεσημέρι κι έπαιζε ακόμη με το ποτάμι
ο ήλιος την έδενε από τα μαλλιά
και το ρόδινο νερό γύρω στα λαγόνια της.
Έβλεπα πως ήμουν το ποτάμι
αλλά γινόμουν άλογο κατεβαίνοντας αφρισμένο
και κείνη διχάλα στη γαλάζια ράχη μου
αντιστεκότανε μαζεύοντας τη δύναμή της
καθώς εμπαίναμε στους ίσκιους
κάτω από τις ιτιές.
Κι εγώ γελούσα
και μη γελάς μου έλεγε
μη γίνεσαι όνειρο, φοβάμαι
σε φοβάμαι.
Από τότε πολλές φορές άκουσα τη φωνή της
ξυπνώντας μέσα σ’ αυτό το φως
μαύρο σαν ένα μελίσσι
που μου έτρωγε τα μάτια.
(ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ, 1971)
ΣΤΙΓΜΗ
Κάποτε κόβοντας ένα τριαντάφυλλο
ευωδιά που θυμίζει σκάλα σε κήπο
κόρφο γυναίκας ή αποχαιρετισμό.
Ύστερα η ξαφνική τουφεκιά
που τον κάνει φωτογραφία.
ΠΑΙΔΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ
Χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία
χιονίζει σ’ όλη τη γη
εδώ κάτω είναι η γη και το κάρο
με τα πεθαμένα παιδιά
εδώ οι άνθρωποι που πολεμάνε
το τσίρκο αδειανό
το άλογο γυρίζει μοναχό του
αυτός είναι ο κλόουν που κλαίει
σφουγγίζει τα δάκρυά του μ’ εφημερίδες
έπειτα τις ανάβει για να ζεσταθεί
κάνει κρύο πεινάμε
χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία
χιονίζει σ’ όλη τη γη.
ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ
Μ’ αγκάθια καίγεται ο ουρανός
τρομαγμένα πουλιά
τινάζουνται από τον παράδεισο
άνθρωποι αμίλητοι γυρίζουν
ψάχνοντας στα ερείπια
κι αυτοί που δεν τους δέχεται
κανένας τόπος
καμιά θάλασσα
επιμελούνται
ταπεινά
το άπειρο.
ΜΟΥ ΚΑΨΑΝΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ
Μου κάψανε τα χέρια. Κι όμως
έρχεται κάποτε η στιγμή.
Ξέρεις εκείνη που σε κράτησα.
Έλεγες ναι, θα μπορέσω
και μπορούσες κάθε φορά σαν ένα
σαν το πουλί μέσα στον ήλιο
Τότε τα χέρια μου φυτρώνουν πάλι.
(ΤΟ ΣΑΚΙ, 1980)
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ
Κάπου εκεί
κατά το άβατο μέρος του κήπου
είδανε το πρώτο δειλινό
σαν ένα χρυσό πιθάρι
που κατρακύλαγε ανάμεσα στα κρίνα
κι από μέσα χυνόταν
μέλι μαύρο
η νύχτα.
Φιλήθηκαν χωρίς να ξέρουν
τι ήταν φιλί
χωρίς να ξέρουν
πως από κείνο το χρυσαφένιο φως
που τα μάτια τους βλέπανε για πρώτη φορά
είχανε γεννηθεί οι λέξεις
κήπος φιλί κρίνα πιθάρι νύχτα
σημαίνοντας τον έρωτα
στα σκοτεινά του βάθη.
Η ΠΟΡΤΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Η πόρτα μισάνοιγε με τον αγέρα
και μέσ’ από το άνοιγμα
για μια στιγμή
βλέπαμε τη θάλασσα.
Και στον καθρέφτη
σαν άνοιγε η πόρτα
βλέπαμε πάλι τη θάλασσα.
Το κρεβάτι τα κορμιά μας
και τη θάλασσα.
ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
(ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ, 1988)
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ
Σήκωσα το σεντόνι
και ήταν πάλι γυμνή στο πλάι μου
και πριν χαθεί
γύρισα να την κοιτάξω
και μη με κοιτάζεις μου είπε
δεν είμαι το σώμα που αγάπησες
αλλά εκείνο που θέλεις να θυμάσαι
κι εκείνο που δεν μπορείς να θυμηθείς
κι εκείνο που νομίζεις πως θυμάσαι.
ΔΕΝ ΞΑΝΑΚΟΙΤΑΞΑ
Κατεβαίναμε από το βουνό
ήταν άνοιξη πόλεμος ακόμη
καθίσαμε αποσταμένοι στην πλαγιά
δίπλα μας τα όπλα πάνω στο χορτάρι
κοίτα μου λέει ο Γιάννης.
Βούιζε κάτω το ποτάμι
και την είδα εκεί να πλένει
σήκωνε το φουστάνι της ψηλά
το έδενε γύρω από τη μέση
κι έλαμπαν τα πόδια της μέσα στα νερά.
Τ’ άνθη και τα πουλιά μας λίγωναν
και πάλι μου λέει ο Γιάννης κοίτα.
Σήκω του λέω να φύγουμε
δεν έχουμε καιρό θα μας προφτάσουν.
Και πια δεν ξανακοίταξα.
(ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ, 1997)
Ε. Γ. ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ
(1940)
Ο ΑΣΠΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Όταν τελειώνουν οι ημέρες
Του καλοκαιριού
Έρχονται πάντα τα παιδιά
Πρωί
Να γράψουν άσπρες λέξεις
Κλείνοντας έξω τα πουλιά με τζάμια
Υποκύανα
(Κι ο κόσμος επαναλαμβάνεται) παρα-
Πλανητικά
Αλλά παρά
Τις αφηγήσεις στους υελοπίνακες επάνω
Παρά τις φωτεινές
Πράξεις των αποστόλων
Και όλων
Των λογιών τα θαύματα
Οι άσπρες λέξεις είναι τόπος
Της αθανασίας
Όπως η κιμωλία της φωτιάς
Είν’ όνειρο
Και μην κοιτάς που τ’ όνειρο (παρα-
Πλανητικά)
Τον κόσμο ξαναρχίζει ίδιο
Πάντοτε
ΕΝΟΧΗ
Κάτω από κάθε
Φύλλο λεμονιάς το μεσημέρι
Είναι μια νύχτα άγριο
Μέλι
Με τα εκατομμύρια
Κεντριά
Γιατί χωρίς πραγματικότητα
Τα όνειρα
Δεν βγαίνουν
(Άλλωστε
Ο λόγος που οι άγιοι
Σπανίζουν
Είναι πως δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε
Την ευτυχία του ν’ αντέξει)
(Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ, 1982)
ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Αν φοβηθείς
Άνοιξε την πυξίδα με τα ράκη που συνέλεξες
Στους αιγιαλούς οξύβαφα
Ψάχνοντας για τα κάτασπρα μαλλιά σου κι άλλες
Του μέλλοντος αναθηματικές ιδέες – είναι
Συνήθως όλες κάτασπρες αυτές
Για να χαθούν
Στο φως
Άνοιξε
Και θα βρεις διαδρομές στην ύφανση διάφωτες
Έργα φωτομαστευτικά
Όπως η μαύρη πείνα ή ο τρόμος όπως
Το θέατρο σκιών
Όπως ο μαγαζάτορας που σώζεται ακολουθώντας τις διακλαδώσεις
Του μεσημεριάτικου νερού διάπυρου
Στις πλάκες και ολόγυρα
Ρέουν λουλάκι οι μαστοί της πόλης
Των απόντων
Γιατί καμιά γεωγραφία δεν οδήγησε
Με φως με γη και θάλασσα
Μονάχα
– χρειάστηκε κι η μοίρα των ανθρώπων
ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΦΕΣΙΟΣ
Ξέρω ένα χωράφι μ’ όλα τα σιτάρια του θεού
Τριγυρισμένο από λόγους άμμου χρυσοφόρου
Φεγγοβολούν τα στάχυα της φωτιάς
Κι όταν φυσήξει πάνω τους πιο δυνατά ο άνεμος
Χύνεται γύρω θάλασσα στην ερημιά
Γαλάζια
Σκαμπανεβάζοντας ερωτευμένους με ψυχή υγρή
Αυτά συμβαίνουν κάθε μέρα και οι σταχομαζώχτρες
Περιμένουν
Κι οι μύλοι πέρα στα χωριά αλέθουν και καπνίζουν
Φούρνοι
Και τα παιδιά γαλάζια στα θρανία γράφουν και
Στεγνώνουν
(ΤΟ ΡΟΛΟΙ ΟΜΙΛΕΙ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ, 1984)
ΤΑ ΥΔΑΤΑ
Τα δάκρυα είναι μια όραση αλλιώτικη
Μετακινεί τα σπίτια για να βρει αυτό που βλέπει
Υψώνει την επτάλοφο πόλη
Και ψάχνει
Οι άνθρωποι αλλάζουν για να μείνουν
Βάφοντας τις σημαίες με νερό
Που φεύγει
Το νερό δεν αλλάζει τον άνθρωπο
– Γεννάει
Εν μέσω των ονείρων και των κιβωτών σκουπίδια
Αναζητώντας την Πεντάμορφη
Φωτιά που φόρεσε το βράχο
Και σώπασε
(ΒΑΒΥΛΩΝ, 1985)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ
(1964)
ΚΟΥΡΑ
Σημαίνει χείμαρρος χελιδονιών
και αντιμόνιο Απριλίου στα σπλάχνα.
Παιδί βαφτίζει πράγματα και φονικά –
πνίγει τα χέρια του στη χλόη. Αέρας
πνίγει στα φύλλα του τον ήχο της καμπάνας.
Ωσεί χλόη, ωσεί χλόη
πώς φύγανε χλωρά πουλιά
τα χρόνια. Άχνη και σκόνη
στα μάτια, στις κλειδώσεις, στα μαλλιά.
Όμως, εσύ μου ’κοβες τα μαλλιά, Μητέρα
όταν τα ζώα της νύχτας ροκανίζαν το φεγγάρι.
Μ’ ετοίμαζες για σκοτεινό καιρό.
ΑΜΦΙΛΥΚΗ
ένα video-clip
Τα μύρα του απογεύματος
κυλούν στο βράδυ.
Πέφτει σκοτάδι.
Τα δέντρα δίνουν το αίμα τους
στους μαύρους ίσκιους.
Και στους αγρούς.
Ανάβει ο ύπνος των πουλιών.
Άχραντο αστέρι
πλύνε το μάτι και το χέρι
βάψε το κλάμα των βουνών.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Υπόγειοι χτύποι σφυριών.
Ένα μάλλον απόγευμα ξεψυχάει
τύψη ή καπνός
που χάνεται.
Άνθρωποι με προσωπεία
καρφώνουν πουλιά
στα δέντρα.
Το αίμα σου ˙το αίμα σου.
Η λύπη σου κανάτι
με ξύδι και χολή.
(ΛΑΤΟΜΕΙΟ, 2002)
ΤΟ ΞΥΛΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Φρυγανότοπος σωθικά, ξεχορταριάζω δρόμους
Αθέατε κόσμε στους πολλούς, η καθαρή σου ανάσα
Σκοτώνει
Βροχή Λεοντιδών ˙να τι συμβαίνει
Όταν πεθαίνει κάποιος, αλλιώτικα πώς λάμπει
Το μυστήριο, που λένε, της δημιουργίας
Καρβουνιασμένο αστέρι και πυράκτωμα κομήτη
Γονατίζω μπροστά στο από καταβολής δέντρο
που ειπώθηκε με στην κρυφή κακοτοπιά
Το ξύλο της Βροχής
Φεύγοντας πήρα τον ίσκιο του –
Αυτά συμβαίνουνε προς τα χαράματα
Από μόνα τους –
Την υπόλοιπη μέρα τινάζονται ελατήρια, βλαστοί
Αλλά το σώμα, μουσκεμένο στη μαύρη σκιά της χαράς
Αθέατο στους πολλούς, το σχήμα δοκιμάζει της γαλήνης
κι ας σπαταλιέται με μικρόφωνα σε σκάλες και γραφεία
Γι’ αυτό, λοιπόν, σου λέω, δεν γίνεται
να χορταριάσουν οι δρόμοι του ονόματός σου
Μέσα μου
Τι θροΐσματα κάτω από τα χώματα
Στο φρυγανότοπο του κλήρου μου
(ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ, 2003)
ΟΜΩΣ Η ΠΙΟ ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΗ ΠΗΓΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΕΛΗΝΗ
Όσο περνά ο καιρός, νιώθω πως τίποτα δεν ξέρω
για σένα, στρογγυλέ, χρυσέ καθρέφτη.
Αυτές οι ουλές, αχνές μες στον βυθό σου, ποιες φανερώνουνε
πληγές. Προσωπιδοφόρε ψεύτη,
γένους άλλοτε θηλυκού, άλλοτε ουδετέρου. Είναι από τις ουλές σου
κάποτε που αναβλύζουνε τα σκοτεινά μελάνια.
Μέσα τους κρύβεσαι, σαν το χταπόδι στις σπηλιές του.
Μετά στιλπνότατη τινάζεις γύρη στα λιμάνια
τ’ ουρανού, όπου περνάς. Χθες έλαμπες πανσέληνος.
Με την εσθήτα Της σ’ είχε γυαλίσει η Θεοτόκος.
Σε δίψαγε το στήθος μου, όρμος Ασέληνος.
Καιγότανε η ψυχή μου. Το κορμί μου τεφροδόχος.
Στα βάσανα, σε πόσες σημασίες, κολύμπησα σαν το πουλί.
Σε πυρετούς, σε πόσες νοσταλγίες, πέταξα σαν το ψάρι.
Μα να τη η λάμψη σου, άγρια φουσκονεριά με έχει πάρει
σ’ άγνωστο δρόμο που μου φέρνει όσα αγάπησα πολύ.
(ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, 2005)
ΑΡΧΗ
στον Χρήστο Μπουλώτη
Χέρι του δέντρου. Του παιδιού κλαδί. Είχε έξι μήνες να ’ρθει.
Σκέπασε δροσερά τα καημένα. Φύσηξε τον αέρα του στις στάχτες. Και
κρύφτηκε μέσα στο αίμα σου. Ίσκιου κοράλλι στον βυθό.
Η αόρατη μουσική, έγινε πάλι, μουσική του από πουλιά.
(Ήρθε ο καιρός. Φόρα την αυταπάτη σου. Την χλαίνη.
Του σκοτωμένου το άρραφο γιλέκο. Το πουκάμισο του Νέσσου.
Που σε πλένει.)
ΣΤΑΓΟΝΑ
Εάν το νερό νικάει τη φωτιά τότε δικαίως ο θάνατος
είναι το κοινόν μας όφλημα. Όσο κι αν ταξιδεύουμε στον κόσμο,
δεν θ’ αντικρίσουμε φως στην άκρη της σήραγγας. Κι αν
υπάρξει, θα είναι από το τραίνο που έρχεται από απέναντι.
Όμως το νερό νικάει τη φωτιά. Η αγάπη τρώει τη νύχτα.
Όπως το blanco το μελάνι.
Κώμα του γιαλού, Κώμα του Γιαλού
σε φυλλωσιές υδάτινες, τύλιξέ με.
Όπως σκεπάζεις τα βραχώδη εξάρματα.
(Αναστημένη καλωσύνη ˙ τι μου στέλενεις).
ΚΡΥΦΗ ΓΙΟΡΤΗ
Εκείνος τότε γύρισε τα λόγια του στο φως, όπως τα
χαμοχόρταρα, όταν ζητούν ν’ ανθίσουν.
«Το δέντρο της ψυχής μου μαστιγώθηκε απ’ τον άνεμο
κάηκε στο φεγγάρι χρόνια και χρόνια
μες στην καρδιά, στο δάσος των γαλάζιων σκύλων
τραγούδησαν οι φλέβες μου στα δάχτυλα του ανέμου
τραγούδησαν κι έσπασαν σαν χορδές –
Αλλά δεν ξεριζώθηκε το δέντρο της ψυχής μου».
Για πάντα αποκοιμήθη. Κι έχουνε να πουν, ότι
φυτρώνει βότσαλο θαλάσσης, κεντημένο κοκκινο,
κάθε που αλλάζει το πλευρό.
(ΒΡΑΧΥ ΧΡΟΝΙΚΟ, 2009)