της Φιλίας Κανελλοπούλου
Στην εκπνοή του προηγούμενου έτους και στο κατώφλι του νέου, γράφω για το αγαπημένο μου βιβλίο του 2024 το οποίο αποτελεί το ετεροχρονισμένο ποιητικό ντεμπούτο για έναν καλλιτέχνη που έως τώρα γνωρίζαμε με άλλη ιδιότητα ή όχι ακριβώς άλλη. Δε θα μπορέσω να είμαι πλήρως αντικειμενική καθώς για την έκδοση αυτή συζητούσαμε επί μια πενταετία περίπου και τώρα – εδώ και περίπου ένα χρόνο – την έχουμε ενσώματη μπροστά μας. Θέλω να πω, εντούτοις, πως ο Διονύσης Αντωνάτος – ο δικός μας Νιόνιος – είναι πέραν από πολύ καλός μου φίλος και πολύ καλός ποιητής και σε γενικές γραμμές θα προσπαθήσω να εξηγήσω το γιατί.
Ημερολόγια ημιαπασχόλησης, Lyrics for the jilted generation, τίτλος που περιλαμβάνει τη λέξη «Ημερολόγια» με σαφή την αναφορά στη συγγραφική ιδιότητα, κατά τα παραδείγματα Ημερολόγια Ταξιδιού του Καμύ, Ημερολόγια Καταστρώματος του Σεφέρη και τα πιο προσωπικά ημερολόγια όπως της Σύλβια Πλαθ και του Κέρουακ, αλλά και με υπαινικτική αναφορά στις μουσικές του καταβολές κατά το Ημερολόγιο Μηχανών του συγκροτήματος Στίχοιμα, που αποτελεί και έναν δίσκο αναφοράς όλης της γενιάς μας, για όσους ανήκουν στον μουσικό κύκλο όπου ανήκει ο Διονύσης, αυτόν της ελληνικής underground hip hop σκηνής. Και προχωράμε στον υπότιτλο που ξεκινά με τη λέξη lyrics για να συνδυάσει ξεκάθαρα εδώ, την συγγραφή με τη μουσική, κάνοντας αναφορά στο στίχο, στη ρίμα και την λυρικότητα να ακολουθεί, ωθώντας μας ήδη έτσι να «ακούσουμε» τη μουσική που έρχεται από τις επόμενες σελίδες του βιβλίου. Τα στοιχεία αυτά είναι που τον χαρακτηρίζουν καλλιτέχνη άλλωστε: η συγγραφή και η μουσική. Και αυτά θα συναντηθούν εδώ. Οι λέξεις έχουν και είναι μουσική, το ποίημα εμπεριέχει και τις δύο τέχνες και ο Διονύσης το ξέρει πολύ καλά. Tο μουσικό στοιχείο και οι καταβολές του Διονύση και της γενιάς μας χαρακτηρίζουν το γραπτό του: Music for the jilted generation δίσκος των Prodigy του 1994. Στη συνάρτηση έρχεται να προστεθεί και η σχέση εικόνας – λόγου και πως αλλιώς ;! για τη γενιά με «τις ιστορίες και τις κάνα δυο φωτογραφίες», -δανείζομαι τον στίχο του Λεξ. Ας περιαυτολογεί πως δεν έγινε μουσικός ή σκηνοθέτης, στο ποίημα Κάποια Γενέθλια: «μουσική δε θα μάθω ποτέ» « αμφιβάλλω αν γυρίσω έστω ένα μονοπλάνο» …καταλήγει τελικά αυτή η τοποθέτηση να υπερθεματίζει πως το βιβλίο είναι μουσικό πόνημα μέσα από το οποίο κάθε τόσο ξεπετάγονται και ταινιάκια μικρού μήκους Ας ξεσπάει εκείνος στις λέξεις όπως αναφέρει! Ο Διονύσης μας ενημερώνει «Τα περισσότερα έχουν γραφτεί στο μετρό, στη διαδρομή, προς και από τη δουλειά…» οπότε και το εξώφυλλο της Βάσως Καυκούλα βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με το περιεχόμενο του βιβλίου.
Η διαδρομή λοιπόν προς την ημιαπασχόληση ξεκινά, ο συρμός μας συνεπαίρνει μαζί του στο καθημερινό ταξίδι του ποιητή που βιώνει σαν άλλος Οδυσσέας του Τζόυς ή σε μίαν άλλη Οδύσσεια από του Ομήρου που λέει «τις μαλακίες του» -φράση που χρησιμοποιεί ο Διονύσης στο ποίημα Χάσαμε Στίχους για να αποδείξει την διακειμενικότητα και την ταύτιση των σύγχρονων με των κλασσικών αγωνιών για επιβίωση… Είναι η ίδια μέρα μέσα στην οποία έχεις να αντιμετωπίσεις τόσα πολλά βάρη, όπως σκιαγραφείται εδώ, αλλά είναι και όλες οι ημέρες που είναι ίδιες. Κάθε μέρα στο ίδιο τραίνο, στην ίδια διαδρομή, μα κάθε μέρα μια νέα διαφορετική ιστορία…μια ιστορία ενός άλλου αλλά και του ίδιου του εαυτού …Μήπως όλοι ζούμε το ίδιο;! Και να τη πάλι η μουσική πρωταγωνίστρια… Η λούπα, η επανάληψη, το μοτίβο, δομικό στοιχείο της πένας του Διονύση!
Ο Διονύσης αξίζει επιβράβευση για τη συνοχή του έργου – δύσκολο επίτευγμα για πρώτη ποιητική συλλογή – και η οποία μαρτυράται ήδη από το πρώτο ποίημα Απάθεια σε σχέση με όσα προμηνύει από τον τίτλο και τον υπότιτλο. Ξεκινά με την σκωπτική παρατήρηση ενός μικροαστού κυρίου στο μετρό και κάνει υποθέσεις για τη ζωή και τις απόψεις του. Υπάρχει πλοκή και ιστορία και μια ολοκληρωμένη σκέψη με αρχή, μέση και τέλος σχετικά με όσα στοιχεία μας καθιστούν τη γενιά της ημι-απασχόλησης. Στρέφει τη ματιά του μέσα, στον εαυτό, σε αυτήν την αέναη λούπα αλλά κι έξω, στους άλλους και στον κόσμο που συναντά σε βαγόνια και λεωφορεία αλλά και κατόπιν σε στρατιωτικούς θαλάμους … «και άλλα (ποιήματα) γράφτηκαν δυστυχώς κατά τη στρατιωτική μου θητεία». Ακόμα και η παύση από την πρότερη ημιαπασχόληση για έναν άνθρωπο, ώστε να πάει στο στρατό και να ζήσει με «ελάχιστα τσιγάρα στο πακέτο», «ενάμιση ευρώ πάνω…» του, «κάνα δυο κατοστάρικα στην τράπεζα για τους επόμενους μήνες» σαν «ο τελευταίος τροχός της αμάξης και νιώθοντας αυτό που λεν «στρατιώτης» όπως μας ενημερώνει στο ομότιτλο ποίημα Στρατιώτης, είναι ένας τεράστιος βραχνάς καθώς δεν γνωρίζεις από πριν αν όταν γυρίσεις θα ξαναβρείς δουλειά και αν θα «ρολλάρει» το πράγμα. Από το εγώ στο εμείς, λοιπόν, από το εδώ στο εκεί, από την δουλειά στο στρατό … Η διαθεματικότητα εισέρχεται με έναν πολύ ευφυή τρόπο με ένα τέχνασμα, με ένα μέσο…το τραίνο, το οποίο αποτελεί τον αγωγό μας, από τη διαδρομή σπίτι – δουλειά, στη διαδρομή Αθήνα – Αλεξανδρούπολη, από το ένα αναγκαίο κακό στο άλλο… κι από το εντός στο εκτός… από τα προσωπικά ποιήματα, στα ποιήματα που σαν ταινία περνάνε μπροστά μας και αφορούν σε ζωές τρίτων.
Απελπισμένη γενιά – jilted generation. Ήμασταν τριών ετών όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος αλλά ως μιλένιαλς σίγουρα ανήκουμε σε αυτήν τη γενιά! Ο υπότιτλος, η αναφορά και ό,τι αυτή σημαίνει, επιβεβαιώνει τα ποιήματα της συλλογής που θα έλεγα προκύπτουν από τον ρεαλισμό. Βέβαια από την άλλη, ως γενιά, δεν έχουμε κι ακριβώς εικόνα για το τι είναι ο ρεαλισμός, στο άκουσμα της λέξης καταλαβαίνει ο καθένας μας κάτι άλλο, αφού όπως αναφέρεται και στο ποίημα Ρόρσαχ «ο ρεαλισμός πεθαίνει όταν αρχίζει η μέρα σου»! Είμαστε αυτή η γενιά, η απελπισμένη και ο Διονύσης μας οριοθετεί μέσα από τους στίχους του. Είμαστε αυτοί που δεν έχουν επαφή με το ρεαλισμό, μας μεγάλωσαν μπουμερς με τρομερή άρνηση αντιμετώπισης κάθε τραύματος, ας κοιταχτούμε μεταξύ μας και ας αναλογιστούμε πόσες φορές ως παιδιά έχουμε κάνει στα ψέματα πως όλα είναι καλά μέσα στα σπίτια μας, ενώ δεν είναι καθόλου, επειδή έτσι μας μάθαιναν και μας νουθετούσαν. Είμαστε αυτή η γενιά, που μετά το θέατρο, πως ζούμε σε υπέροχα σπίτια χωρίς να ισχύει ούτε λίγο, έπρεπε να μπούμε στο πανεπιστήμιο και να έχουμε πτυχία ξένων γλωσσών και να κάνουμε και μοριοδοτούμενα προγράμματα και πρώτο και δεύτερο μεταπτυχιακό και εξειδίκευση γιατί «τι θα γίνεις στη ζωή σου; Ανειδίκευτη-ος;» Αλλά έπρεπε και να δουλέψουμε σε μια κατεστραμμένη αγορά εργασίας, αυτήν του 2010 και της κρίσης με μισθούς πείνας γιατί εκεί αρχίσαν και οι γονείς να μη μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες μας… Και άρα έπρεπε να χρηματοδοτήσουμε μόνοι τα όνειρά μας δουλεύοντας σε αποθήκες και στην από τότε εστίαση του μαύρου χρήματος, χωρίς ένσημα και με επιστρεφόμενα δώρα στους εργοδότες, εικονικά επιδόματα κλπ. μέχρι τη σημερινή εστίαση – βιτρίνα ξεπλύματος της σεξεργασίας, του τράφικινγκ και της διακίνησης στα ξενοδοχεία της Μυκόνου και της Σαντορίνης, κάνοντας σπάνια οι ίδιοι διακοπές… Απελπισμένη γενιά το λιγότερο… Έχουν όλοι από εμάς συγκεκριμένες προσδοκίες και απαιτήσεις για το πως θα ζήσουμε τη ζωή μας… οι άσχετοι, οι συγγενείς, γονείς, μπαμπάδες, αδέρφια, μαμάδες όπως γράφει κι ο Διονύσης «η μαμά σου ξέρει κοριτσάκι γι’ αυτό σε σπρώχνει στην κατάλληλη κοινωνική ανέλιξη που τυχαίνει να έχει ανδρικό όνομα…χαίρεται όταν σε καμαρώνει όπως εκείνη ποθεί όχι εσύ» στο ποίημα Μητρική Αγάπη… Πολλοί θέλουν να σου πουν πως θα ζήσεις χωρίς να έχουν ιδέα πως είναι να ζεις τα πραγματικά πιο παραγωγικά σου χρόνια μέσα σε αυτήν την κατάσταση… Αυτή ακριβώς η ατμόσφαιρα σκιαγραφείται απόλυτα με μοναδικό τρόπο, στο ποιητικό πόνημα του Διονύση, μαζί με το τραύμα που κουβαλάμε, ως γενιά και ως δημιουργοί.
Είμαστε η γενιά που στην καλύτερη περίπτωση ζούμε ως τα 30 με τους γονείς δουλεύοντας 7 στα 7 σε 3-4 δουλείες, χωρίς ωράριο, πληρώνοντας μόνοι μεταπτυχιακά και βασικές ανάγκες, καταρρέοντας σιωπηλά και μοναχικά, κατακερματισμένοι … “sad and horny” όπως σκιαγραφούμαστε και στα ποιήματα Νορμάλ «μπανιστιρτζήδες του καλοκαιριού κυνηγημένοι από ξαναμμένους εραστές» και Υπήρξαμε κάποτε εραστές «σε φθηνιάρικα δωμάτια ημιδιαμονής …ακολουθώντας ένστικτα ηδονής…», βρίσκοντας εκτόνωση στη γρήγορη διασκέδαση, στο γρήγορο φαγητό, στο γρήγορο σεξ, στο εν γένει γρήγορο σχετίζεσθαι με τον όποιον άλλον, στην ευκαιριακή χρήση ουσιών, στην καθημερινή κατανάλωση αλκοόλ και άλλοτε ηρεμιστικών, μέχρι το επόμενο πρωί που θα ξανατρέχουμε για το μεροκάματο, την επιβίωση και μια ευκαιρία στη γαμημένη μας ζωή! «Ενώ θα μπορούσες πολύ απλά να ξερνάς από το αλκοόλ κι εκείνη δίπλα σου να προσπαθεί να κοιμηθεί αφού σε θεωρήσει χαμένο χρόνο από τη ζωή της, ε και; Πάντα θα υπάρχει ακόμα ένα ποτηράκι» το ποίημα Θαλαμοφύλακας μας μεταφέρει εντέχνως, ακριβώς αυτήν την πτυχή της γενιάς μας. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μας λοιπόν, συναντώνται στα ποιήματα της συλλογής αυτής.
Κατά ποιον μέρη της ποιητικής του Διονύση, εκτός των μύθων-ιστοριών, των ηθών-χαρακτήρων, των λέξεων, ποιητικής και μετρικής, των μελωδιών και των όψεων – απόψεων για το περιβάλλον, απαριθμώ κι άλλα : την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τη σκηνογραφία, τον χώρου όπου δρουν τα πρόσωπα των ποιημάτων: υπόγειοι, νησιά, στρατόπεδα, ξενοδοχεία ημιδιαμονής, αποθήκες με μανάδες, εραστές, επαναστάτες, τρελούς, εργοδότες, στρατιώτες, γυναίκες – μηχανές το Metaverse και άλλους περίεργους. Τον Διονύση χαρακτηρίζει η θεατρικότητα και τα δραστικά ρήματα στα γραπτά του «κοιτώ», «ορίζω» « ανεβαίνω». Έχει ρυθμό μ’ επαναλήψεις και λούπες όπως ήδη έχω αναφέρει, διάφορα «ένα – δύο, ένα -δύο» ρυθμοδοτούν. Η λέξη «σημασία» επαναλαμβάνεται σε τρία τουλάχιστον ποιήματα και στην Πρωινή αναφορά, εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί η επανάληψη: «Μα η μέρα έχει ακόμα δρόμο- μα η μέρα έχει ακόμα δρόμο». Κάνει ο Διονύσης με θάρρος αυτοκριτική και υπαινιγμούς στο υποκείμενό του: «Τρελή παρομοίωση. Γεννημένος ποιητής» και «Τα βιβλία μου, λένε…». Δεδομένου ότι αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο μάλλον ή μιλά ειρωνικά…ή αναφέρεται σε όσα έχει διαβάσει. Και έχει διαβάσει! Δημιουργεί εικόνες αντιφατικές και σε διάλογο, παρόμοιες και διαφορετικές συνάμα, υπάρχει διακειμενικότητα μεταξύ των ποιημάτων του: ένας υπέρβαρος μικροαστός άνθρωπος τρέχει να σωθεί από τους ελεγκτές στην Απάθεια και ένας άλλος υπέρβαρος κύριος καπνίζει ένα πούρο αδιαφορώντας για τους νεκρούς υπαλλήλους του στο Έχετε κι εσείς προβλήματα στη δουλειά; Χρησιμοποιεί αντιθέσεις, «άμμος και πέτρα. Ήλιος και τσιμέντο», «φως κι αέρας» – Τα καλοκαίρια μας. Χρησιμοποιεί σχήματα λόγου και σχήματα πραγματικά «θα μπορούσα να κόψω τη μοναξιά μου με μαχαίρι» και «οι δείκτες είναι μυτεροί και οι ώρες κεφαλαία» στον Θαλαμοφύλακα. Πειραματίζεται, αλλάζοντας τον έμμεσο τόνο σε άμεσο, όπως στο Τρέφω τον εγωισμό όπου από την απεύθυνση σε εμάς τους αναγνώστες, γυρνά και μιλά σε μια κοπέλα για την οποία μας μιλούσε προ ολίγου…σαν θεατρική ατάκα στον συμπαίκτη «πολύ μουνάρα για οτιδήποτε άλλο μωρό μου ε;». Πειραματίζεται όμως και με τη φόρμα από τον ελεύθερο στίχο που επικρατεί σε όλα σχεδόν τα ποιήματα, στη ρίμα του Ο χορός του Αυτό και στο μικρό πεζό Διάλειμμα για Διαφημίσεις. Σαφείς οι αναφορές του σε άλλους καλλιτέχνες… Όνειρο θερινής νυκτός του Σαίξπηρ και Σπιρτόκουτο του Οικονομίδη βουλιάζοντας «στα κλιματιστικά και τους ανεμιστήρες» στο ίδιο ποίημα Τα καλοκαίρια μας… στο ποίημα Αβγά βλέπω την ταινία Πρωινή περίπολος αλλά με τις γυναίκες- ρομπότ επίσης από το Τρέφω τον Εγωισμό μπερδεύομαι και δε μπορώ να καταλάβω αν ξεπηδούν από το σύμπαν του Νικολαΐδη – αγαπημένου Έλληνα σκηνοθέτη του Νιόνιου – ή αν κι αυτές είναι άμεση αναφορά στον προαναφερθέντα δίσκο των Στίχοιμα. Επιπλέον, υπάρχει και η «έτοιμες από καιρό και θαρραλέες που λέει κι ο ποιητής» καβαφική αναφορά, στο Ρόρσαχ.
Θεματικές: του αποτελούν όπως σε όλα τα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας, τα πέντε βασικά μεγάλα ζητήματα της ανθρωπότητας, θάνατος όπως στο Μεγάλες Προσδοκίες, έρωτας όπως στο Αυτή ίσως να είναι η συνταγή της ευτυχίας, εξουσία όπως στο Προσευχή, οικογένεια όπως στο Μητρική Αγάπη. Ξεχωριστή κατηγορία ποιημάτων αποτελεί αυτή με τις αναφορές στην ιδιά την τέχνη ή την ποιητική, ποιήματα για την ποίηση δηλαδή, όπως το Σκοπός της τέχνης, Ακριβό σπορ κ.α. Αλλά υπάρχει κι άλλη μια κατηγορία που προδίδει μιαν άλλη ιδιότητα του συγγραφέα, τα ψυχολογικά – ιατρικά και ψυχεδελικά όπου εκεί χωρούν ποιήματα διαφορετικών υφών όπως το Ελπίδα για μια κάποια συμφιλίωση που πρόκειται για τη συμφιλίωση με τον εαυτό αλλά και το Καινούριο μέλος με τον νεοεισαχθέντα στον σύλλογο εθελοτυφλούντων, το ποίημα Ο χορός του Αυτό όπου ο ποιητής σχεδόν παραληρεί και εισάγει το θέμα της έκστασης και ψυχεδέλειας αλλά και της αποπροσωποποίησης που το επαναφέρει ως θέμα και στο Τρίτος Παρατηρητής, ακόμη στην κατηγορία αυτήν, υπάγονται το Ψυχιατρική εξέταση στο στρατιωτικό νοσοκομείο με τη συνταγή Aloperidin, το Τρύπιο ξημέρωμα στην Ανάφη υπό την επήρεια παραισθησιογόνων, τα όνειρο-εφιαλτικά ποιήματα Στο τρενάκι του λούνα παρκ και Δεν υπάρχουν άσχημα όνειρα, το ποίημα Νορμάλ σχετικά με την ιατρικοποίηση των σωμάτων μας πολύ κοντά στη θεωρεία του Αγκάμπεν και τέλος αν τα βιβλία για τα οποία γίνεται λόγος στο Μητρική Αγάπη αποτελούν τα «ψυχολογικά» βιβλία του άλλοτε φοιτητή, νυν επαγγελματία ψυχολόγου Διονύση, τότε εντάσσεται κι αυτό σ’ αυτήν την κατηγορία Στρατευμένη τέχνη αποτελούν όλα τα ποιήματα της συλλογής, με τον τρόπο που είναι πολιτική και ο τρόπος που ερωτευόμαστε, η ηθική και η αισθητική μας. Ποιήματα σχετικά με την πόλη και άλλους τόπους υπάρχουν – τα ερεθίσματα κάθε τόπου προσφέρουν έμπνευση στον συγγραφέα. Ποιήματα σχετικά με τις σχέσεις είναι όλα. Ποιήματα σχετικά με τη δουλειά και τη στρατιωτική θητεία είναι τα περισσότερα
Σημαντικοί οι τίτλοι μα πιο σημαντικά τα τέλη με συχνή τη χρήση της ανατροπής – plot twist σε αυτά να γίνεται από τον ποιητή. Έλεγε η σπουδαία Μαρία Λαϊνά για το τέλος του ποιήματος «Το τέλος ενός ποιήματος είναι πολύ σημαντικό. Με την έννοια ότι είναι η τελευταία γεύση του αναγνώστη. Αν το χαλάσεις στο τέλος, χαλάει περιέργως όλο. Υπάρχουν ποιήματα που καταλήγουν ομαλά και υπάρχουν κι άλλα που τελειώνουν απροσδόκητα και σε υποχρεώνουν να ξαναδιαβάσεις το ποίημα». Ο Διονύσης διατηρεί τη σπουδαιότητα του τέλους! Ως σπουδαίες στιγμές τέλους ξεχωρίζω το τέλος του ποιήματος Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία όπου ο υπάλληλος εργάζεται παραμονές γιορτών και στο τέλος χαρούμενος, τους σκοτώνει όλους – και πόσοι δεν το σκεφτήκαμε αυτό δουλεύοντας αυτές τις ημέρες σε πόστα εξυπηρέτησης πελατών; Και επιπλέον το τέλος του ποιήματος που είναι και το αγαπημένο μου από όλη τη συλλογή:
Μητρική αγάπη
Το πιο άρρωστο πράγμα του κόσμου,
είναι η μητρική αγάπη
Αυτή που παραφυλάει για το καλό σου
και σου τσακίζει τα φτερά
Κι όταν σου λείπει, έρμαιο περιφέρεσαι
άξιος της μοίρας σου,
θα λέγε ένας στωικός
και την αναζητάς
σε μήτρες μητρομανών και σε αρχίδια ξένων
Κι όταν σου δίνεται, κουρνιάζεις στη φωλιά
Παίρνεις τη σύνταξη μέχρι να πεθάνει
Και πίνεις κρυφά
Η μαμά σου ξέρει, κοριτσάκι
Γι’ αυτό σε σπρώχνει
στην κατάλληλη κοινωνική ανέλιξη
που τυχαίνει να έχει αντρικό όνομα
Γι’ αυτό σου κάνει πλάτες
όταν ξημερώνεσαι αλλού
Και χαίρεται όταν σε καμαρώνει
όπως εκείνη ποθεί κι όχι εσύ
Η μαμά σου ξέρει, αντράκι
Όταν σου μαγειρεύει ως τα τριάντα
και περιμένει να ντυθείς γαμπρός
και να δολοφονήσει την άλλη
που σου μαγειρεύει
Κι όταν γράφεις το γράμμα πριν το απόσπασμα
τα πιο γλυκά φιλιά είναι για ‘κείνη
Που θα πεθάνει απ’ την ντουφεκιά
που σε σκότωσε
ή στην κρεμάλα σου πάνω
Τα βιβλία μου λένε για πολλά άρρωστα πράγματα
Μα το πιο άρρωστο είναι η μητρική αγάπη
Αυτή είναι η εμπειρία μου ως αναγνώστρια που διάβασε το βιβλίο. Νομίζω άξιζε και με το παραπάνω να κυκλοφορήσει η δουλειά αυτή κι ελπίζω σε πολλές μελλοντικές συγγραφικές δουλειές του! Σαράντα τίτλοι, όχι και λίγοι για νέο ποιητή, όλοι ακριβείς και περιεκτικοί – ή περιπαικτικοί- που σε ωθούν στην ανάγνωση των ποιημάτων. Το βιβλίο τελειώνει πριν το καταλάβεις και θέλεις να το διαβάσεις πάλι. Ο Διονύσης, καλός μάστορας του στίχου, αν και πρωτοεμφανιζόμενος στην ποίηση το παιδεύει χρόνια για να φτάσει σε αυτό το υλικό. Θα κλείσω σχολιάζοντας μια δική του αναφορά από το βιβλίο: «Όλα γίνονται για κάποιο λόγο που δεν ξέρουμε πάντα. Πάντως εγώ όταν έγραφα ήξερα πολύ καλά τι έκανα. Από εκεί και πέρα ό,τι έγινε, έγινε, μην ασχολείστε ιδιαίτερα». Εδώ σύμφωνη θα με βρει μόνο η θεωρεία του, πως δεν ξέρουμε πάντα τον λόγο. Ποτέ δεν ξέρεις για τι ακριβώς γίνονται τα πράγματα, ίσως απλά τα κάνουμε εμείς να γίνονται έτσι για να γράψουμε ακόμα μια ιστορία. Απόδειξη της ποιητικής σου δεινότητας φίλε μου αποτελεί το ότι γνώριζες εσύ γιατί το έκανες, τον λόγο, τελεολογικά, αριστοτελικά, τον σκοπό σου, όμως όπως πάντα μου δίνεις και τροφή για αρνητική ανατροφοδότηση -πάντα με αγάπη- εξαιτίας της φράσης σου «μην ασχολείστε ιδιαίτερα» και ξέρεις γιατί, δε μπορούμε να μην ασχοληθούμε; Γιατί είμαστε εδώ και θέλουμε να ασχοληθούμε μαζί σου, οπότε μην είσαι (ψευτό) μετριόφρων γιατί δεν σου αξίζει!
(*) Η Φιλία Κανελλοπούλου είναι ποιήτρια.
Διονύσης Αντωνάτος, Ημερολόγια ημιαπασχόλησης, Lyrics for the jilted generation, Έναστρον, 2024