Ποδηλασία στο μεταίχμιο του μύθου και της ιστορίας (της Άννας Αφεντουλίδου)

0
320

 

 

της Άννας Αφεντουλίδου

 

Εκκινώντας εισαγωγικά από τον τίτλο

Ο Βασίλης Λαδάς ονόμασε το 8ο πεζογραφικό του βιβλίο Ποδηλάτες. Καθώς ξεκίνησα να το διαβάζω, θυμήθηκα το ποίημά του «Διάφανη» από το τελευταίο του ποιητικό βιβλίο Λεύκωμα. Παραθέτω ένα απόσπασμα: «Όπως η πνιγμένη στη λίμνη από φθόνο […] έτσι κι η διάφανη που τη σκότωσε το φορτηγό / διαρρηγνύει την άσφαλτο και πετάγεται από το χώμα//[…]//«Οπως η αδικοπνιγμένη στη λίμνη από φθόνο […] έτσι κι η αδικοσκοτωμένη με τη μοτοσικλέτα της / διαρρηγνύει την άσφαλτο και πετάγεται από το χώμα / να τρέξει στις σφυρίχτρες και στις καραμούζες της αποκριάς».

Στο μυθιστόρημα η αδικοσκοτωμένη σε τροχαίο με υπαίτιο έναν μεθυσμένο νεαρό, παιδί πλούσιας οικογένειας της πόλης που υποβάλλεται ως η γενέτειρα του συγγραφέα, είναι η Δανάη, μια νεαρή ποδηλάτισσα, κόρη φούρναρη, ο οποίος ήρθε στην πόλη από το χωριό του όταν ήταν παιδί, για να μείνει με έναν θείο, μια που η μητέρα του είχε δολοφονηθεί από τον πατέρα του σε ένα έγκλημα πάθους. Ως τίτλος επιλέγεται ωστόσο, αντί για το δυνητικό «Ποδηλάτισσα», ο πληθυντικός αριθμός «Ποδηλάτες»∙ ίσως, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος, γιατί η Δανάη ανήκει σε έναν ποδηλατικό όμιλο και οι σύντροφοί της ποδηλάτες θα συμβάλλουν ώστε να τιμωρηθεί ο ένοχος για τον θάνατό της. Εξαρχής πάντως τίθεται η αναγωγή του ατομικού δράματος σε μια κοινωνική διάσταση, αυτή της συλλογικής επιθυμίας για την αποκατάσταση του δικαίου, που αγωνίζεται να βρει έκφραση στην αίθουσα ενός δικαστηρίου αλλά και στον ανοιχτό δημόσιο χώρο του δρόμου, της πλατείας και του παγκοσμιοποιημένου Διαδικτύου.

Για τον Βασίλη Λαδά έχω γράψει, με αφορμή το προηγούμενό του βιβλίο ότι η ποίησή του, όπως και η πεζογραφία του, έχουν έντονο κοινωνικό χαρακτήρα, αφουγκράζονται με ευαισθησία και σεβασμό, χωρίς δραματικές εξάρσεις ή μεγαλοστομία, το «πανάρχαιο έπος των ανωνύμων», όπως το ονομάζει ο ίδιος σε συνέντευξή του στο Βήμα. Θυμίζω ότι το μυθιστόρημά του Παιχνίδια Κρίκετ τιμήθηκε το 2013 με το «Ειδικό Κρατικό Βραβείο βιβλίου που προάγει σημαντικά τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα».

Μύθος και Ιστορία

Εκτός όμως από τη διπλή παραπάνω διάσταση της προσωπικής ιστορίας και του κοινωνικού βιώματος τίθεται εκ νέου στους Ποδηλάτες και κάτι ακόμη: η διττή διάσταση μύθου και αλήθειας. Θυμίζω και πάλι τι είχε πει ο συγγραφέας για τα Παιχνίδια Κρίκετ: «ότι στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα αλλά ότι το δράμα είναι επινοημένο. Με ενδιέφεραν, είχε πει, οι χαρακτήρες, πώς στη μυθοπλασία το πραγματικό γίνεται φανταστικό αναδεικνύοντας τις παραδοξότητες του πραγματολογικού υλικού».

Στο προκείμενο βιβλίο αναγγέλλεται εξαρχής ο διπλός αυτός εστιασμός με το μότο: ένα δίστιχο από το Προοίμιο της Θεογονίας του Ησίοδου, όπου οι Μούσες υμνωδούν: «γνωρίζουμε να λέμε ψέματα πολλά, με την πραγματικότητα όμοια, μα ξέρουμε, σαν θέλουμε, να ψάλλουμε κι αλήθειες». Το βιβλίο εκκινεί λοιπόν με τη δυαδική αρχή της δικής του κοσμογονίας: δύο είναι τα κεντρικά δομικά υλικά, το ψέμα της μυθοπλασίας ως αναπαράσταση του κόσμου γύρω μας και η αλήθεια της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, δηλαδή η Ιστορία. Αυτοί οι δύο παράλληλοι άξονες ορίζονται και με τα αφηγηματικά τους εργαλεία: ο σχολιασμός και η διήγηση είναι αυτά που συνομιλούν με την Ιστορία ενώ η δράση των ηρώων καθορίζει τα του μύθου.

Για να το πω πιο απλά: ο αφηγητής είναι αυτός που γειώνει τη μυθοπλασία στη σύγχρονη εποχή, που είναι η δεκαετία της οικονομικής κρίσης του 21ου αι -αλλά και ό, τι οικονομικά και πολιτικά την προετοίμασε μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά- ενόσω οι ήρωες δρουν, παθαίνουν και βιώνουν όπως στο θεατρικό σανίδι ενός αρχαίου δράματος, δηλαδή του διαχρονικού και πανανθρώπινου πάθους, αποκτώντας σχεδόν αρχετυπική διάσταση. Ενώ δηλαδή οι «Ποδηλάτες» στήνονται με τους όρους ενός πολιτικού και κοινωνικού ρεαλισμού, όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο, ωστόσο στην αφηγηματική τους πραγμάτωση γίνονται κάτι παραπάνω ή/και διαφορετικό. Όπως στην ταινία «Dogville» του Λαρς φον Τρίερ έτσι και εδώ, για να παρασταθεί η μυθιστορηματική δράση στήνονται στοιχειώδη, σχεδόν αφαιρετικά σκηνικά (το δικαστήριο, το εργοστάσιο, ο φούρνος, ακόμα και οι εξωτερικοί χώροι: η ακρογιαλιά, το νεκροταφείο, το ποτάμι στο χωριό) και παρουσιάζονται τα πρόσωπα ως τραγικοί ήρωες ενός θεατρικού έργου με έναν εκ παραλλήλου σχολιασμό από τον  αποστασιοποιημένο αφηγητή που δεν φαίνεται να συμμετέχει αλλά που επιθυμεί να συμπληρώνει την εικόνα διερμηνεύοντας. Πρόσωπα που εμφανίζονται ως ενσαρκωτές αρχετυπικών ρόλων (το εγκαταλελειμμένο παιδί, η αθώα νεκρή, η άπιστη ερωμένη, ο πατροκτόνος), με τα δυαδικά σχήματα των οικογενειακών σχέσεων να διαταράσσονται ως προς τα παραδοσιακά τους στερεότυπα αλλά και το τριαδικό σχήμα της αρχαιοελληνικής ύβρεως να μορφοποιείται στη ρεαλιστική πραγματικότητα του σύγχρονου δυτικού καπιταλιστικού κόσμου, όπου τα πολιτικά οράματα έχουν αποκαθηλωθεί αλλά εξακολουθεί να υπάρχει η συλλογική έκφραση ακτιβιστικών κινημάτων που, ψάχνοντας «στα τυφλά καινούργιους τρόπους», μπορούν να αφήσουν να διαφανεί η αισιοδοξία και να μεταδώσουν την ελπίδα ότι δεν έχουν όλα τελειώσει, ότι κάτι μπορεί ακόμη να γίνει…

Αυτό το τελευταίο αποτελεί και ένα κρίσιμο σημείο της συγγραφικής ιδιοπροσωπίας του Βασίλη Λαδά: μπροστά στο ιστορικό βίωμα ο συγγραφικός λόγος αναζητά τον δρόμο -μιλώντας για την συλλογική ιστορία μέσα από τα ατομικά πάθη- να ζυγίσει ξανά ένα αίσθημα δικαιοσύνης, που το λογοτεχνικό του θεώρημα πρεσβεύει εντατικά και αδιαπραγμάτευτα, με χαμηλόφωνο σχεδόν ελεγειακό τόνο και χωρίς επική ρητορεία. Γι’ αυτό και οι συγγραφικές του επιλογές έχουν ανθρωπιστικό βάρος χωρίς διδακτισμό ή στόμφο: από τη μια είναι διαποτισμένες με τη θλίψη ότι η κάθαρση υπονομεύεται και η δικαιοσύνη δεν αποκαθίσταται πλήρως, με την ηθική έννοια μιας βαθύτερης ισορροπίας, και από την άλλη πλευρά αφήνουν να φανούν μικρές αναλαμπές ελπίδας.

Μοίρα, ποίηση και ειρωνεία

Στα Παιχνίδια Κρίκετ ο συγγραφέας είχε σημειώσει: «Η μοίρα είναι μια αυτιστική θεά, δεν δίνει εξηγήσεις», με έναν ομόλογο τρόπο και στους Ποδηλάτες όλα ξεκινούν από την αιφνίδια μεταστροφή της τύχης, από ένα παιχνίδι της μοίρας, το τροχαίο ατύχημα που θα στερήσει τη ζωή της κόρης ενός από τους κεντρικούς ήρωες, έναν θάνατο που «συνδέθηκε στο μυαλό του με άλλα μοιραία δεινά που υπέστη από μικρό παιδί».

Και ξεκινά η εκτύλιξη του δράματος: παρακολουθούμε την ιστορία δύο οικογενειών, οι οποίες αποτελούν σε μία συμβολική διάσταση τις δύο αντιτιθέμενες δυνάμεις του κοινωνικού κόσμου: η κυρίαρχη οικονομικά τάξη και η αδύναμη,  αλλά και αντιθετικά δίπολα της πανανθρώπινης μηχανικής: οι πρόγονοι και οι απόγονοι, η μητέρα και ο πατέρας, η παράδοση και η ρήξη, η ενοχή και η αθωότητα, τα κρυμμένα τραύματα του παρελθόντος, εκδίκηση και συνενοχή, πίστη και παράβαση.

Εκτός από τα θέματα αυτά που προσιδιάζουν στο αρχαίο δράμα και τους μύθους του, υπάρχει και ένας ακόμη διακειμενικός διάλογος, αυτός με την ποίηση. Σε αρκετά σημεία του κειμένου βρίσκονται διάσπαρτοι στίχοι, συνήθως σε εισαγωγικά, άλλοτε αναφερόμενοι στο πρώτο επίπεδο της δράσης, όπως οι απαγγελίες των ποδηλατών στην ακρογιαλιά και άλλοτε σε στιγμές της αφήγησης όπου δεν προσδιορίζεται η ταυτότητά τους αλλά υποβάλλονται για τον γνώστη της ποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, θαρρώ ότι, υπάγεται και η πολύ ωραία αντίθεση ανάμεσα στον ρεαλισμό της οικονομικής ανέλιξης στη διήγηση της ιστορίας του πατέρα της επιχειρηματικής δυναστείας και στην εικόνα της εμφάνισής του ως παιδιού σαν να «ήρθε από τον ουρανό». Η ίδια ωραία εικόνα της αντίθεσης εμφανίζεται ξανά και με την «ονειροφαντασία» και την αναζήτηση μιας «γήινης» κάθαρσης με την ανακομιδή των οστών της νεκρής κόρης σε άλλο χώμα.

Τέλος, πολύ ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι ότι η αποστασιοποίηση του αφηγητή του βιβλίου αφορά όχι μόνο την πλοκή και τη δράση των ηρώων αλλά και το ίδιο το αφηγηματικό στήσιμο. Παραδειγματικά αναφέρω περιπτώσεις όπως η ειρωνική επανάληψη της φράσης «αναλαμπές της μνήμης», οι μεταφηγηματικές αναφορές στο «μελόδραμα», στα πρόσωπα εκείνα που μένουν ανώνυμοι ήρωες στο βιβλίο, αναφορές δραματουργικών στοιχείων όπως «ο από μηχανής Θεός», στοιχεία που δείχνουν την ειρωνική απόσταση της αφηγηματικής φωνής και τον τρόπο που ο Λαδάς ξέρει να στήνει το μυθιστορηματικό του πλαίσιο καθώς και τα σκηνικά που του είναι απαραίτητα, για να λάβει χώρα η δράση του, όπως ξέρει επίσης κάποιες στιγμές να αφαιρεί τις βίδες του σκηνικού και να μας αφήνει να δούμε  τους κόμπους του στο πίσω μέρος.

Κοινωνικό αποτύπωμα και εσωτερική αναζήτηση

Το βιβλίο τελειώνει πάλι όπως και ξεκινά, με τρόπο διττό: η ζωή συνεχίζεται στο συλλογικό άξονα «δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία». Η σκοτεινή Τριάδα πατέρα-διδύμων της επιχειρηματικής δυναστείας της πρώτης γενιάς, που είχε αντικατασταθεί στη μετάβαση της δεύτερης γενιάς από τους διδύμους και το δεξί τους χέρι «Μπελμοντό», στην τρίτη γενιά αντικαθίσταται από το σκοτεινό τρίγωνο: μητέρα-πατροκτόνος-Μπελμοντό, το οποίο όμως  προοικονομείται καταδικασμένο, μια που εξ υπαρχής ο ένας υποβλέπει τον άλλον. Από την άλλη πλευρά στον ατομικό άξονα μια μετατόπιση μπορεί να φέρει την ποθητή αλλαγή, αόρατη για τους πολλούς, σημαίνουσα όμως για τους οικείους, όπως συμβαίνει με το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του πατέρα της νεκρής Δανάης, όπως προσπάθησε να πετύχει με την αναζήτηση του νόθου αδερφού του και ο πατέρας του νεαρού θύτη.

Κλείνοντας θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Βασίλης Λαδάς κατορθώνει μέσα σε λίγες σχετικά σελίδες να αποτυπώσει την τοιχογραφία μιας εποχής και να δώσει την ταυτότητα ενός ολόκληρου κόσμου, αυτού που χάνεται με το τέλος του Β Παγκοσμίου πολέμου αλλά και με το τέλος της μεταπολίτευσης, καθώς εκπίπτουν οι ήρωές του και τα ιδανικά τους. Εκ παραλλήλου κατορθώνει να δείξει πώς ο κόσμος αυτός μπορεί να ξαναγεννηθεί μόλις συνδεθεί με το παρελθόν της αθωότητάς του, όπως συμβαίνει, μέσα από την προσωπική του περιπέτεια εσωτερικής αναζήτησης, με τον πατέρα της Δανάης ο οποίος συμφιλιώνεται με το τραύμα και την απώλεια, μόλις μπορέσει στο τέλος να αντικρύσει και πάλι την παιδική του ηλικία χωρίς να κρύβεται, να απωθεί ή να αποφεύγει. Γιατί η ζωή συνεχίζεται κι εμείς, ακολουθώντας την μοίρα, «συνεχίζουμε τη συνηθισμένη χαμηλόφωνη ζωή μας» είτε ως δέσμιοι είτε και ως επικυρίαρχοι προσπαθώντας να διασώσουμε την ελπίδα… ότι κάποια στιγμή και για εμάς «θα φωτιστεί ο σκοτεινός θάλαμος του νου» και θα μπορέσουμε να ανοίξουμε την πόρτα και να βγούμε επιτέλους στο φως.

 

Βασίλης Λαδάς, Ποδηλάτες (ΚΨΜ, 2022) 

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΣυζήτηση: Η έλλειψη θεωρητικών επεξεργασιών και κάποια ακόμα κενά (του Γιάννη Γαϊτάνου)
Επόμενο άρθρο«Η αβάσταχτη δυσκοιλιότητα του Είναι» (του Ηλία Καφάογλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ