της Βαρβάρας Ρούσσου
Το νέο βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού είναι μια σειρά σύντομων πεζών διαλόγων που, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, έλκουν την καταγωγή τους από τους διαλόγους του Πλάτωνα. Ο υπότιτλος επισημαίνει ειδικότερα τη σχέση με το πλατωνικό σπήλαιο: εκεί οι άνθρωποι βλέπουν μόνο τα σκιώδη απεικάσματα της πραγματικότητας στα τοιχώματα της σπηλιάς, δεν αλληλοβλέπονται ούτε συνεννοούνται καθώς μιλούν όλοι μαζί, όπως εξάλλου ρητά δηλώνει το πλατωνικό μότο.
Το βιβλίο αναπτύσσεται σε ένα προοίμιο και τέσσερις ενότητες. Κυρίαρχα στοιχεία των προφορικών διαλόγων που αναπτύσσονται είναι η άγνοια μιας σταθερής πραγματικότητας, η απουσία αυτοεικόνας και αυτοσυνειδησίας δηλαδή η ψευδής εικόνα του εαυτού, του άλλου (ως εδώ το σπήλαιο φαίνεται ένα πρότυπο) και των σχέσεων με πρόσωπα και καταστάσεις, η ατελής και ατελέσφορη επικοινωνία όπου ο καθείς εγκλωβίζεται στον ατομικό του χώρο. Άλλοτε προβάλλονται τα δυσδιάκριτα όρια ονείρου/εφιάλτη και πραγματικότητας («Σε ποια τσέπη είναι τα κλειδιά») άλλοτε η λογοτεχνία και η φιλοσοφία γίνονται αντικείμενο σαρκασμού, ανίκανες να βοηθήσουν στην επικοινωνία και μάλλον υπεύθυνες και αυτές για την αποτυχία της («Τέλος καλό όλα καλύτερα», «Vive la France!»). Αλλού ο γάμος και η σχέση του ζεύγους παρουσιάζονται ως επιδερμικές συνυπάρξεις όπου οι σύζυγοι σαν δύο ξένοι δεν αλληλοαναγνωρίζονται ζώντας σε μια πλάνη («Lego», «Ένα+Τρία», «Είναι δυνατόν ένας dude να φοβηθεί αρουραίους;» «Πόσα βατραχάκια φέρνουν την ευτυχία», «Η βέρα») ή ακόμη και οι σχέσεις γονέων-παιδιών («Θαύμα θα ήταν ο Ιωνάς να είχε καταπιεί τη φάλαινα»). Αλλού οι απατηλές εντυπώσεις και οι συζητήσεις διαλύονται αθόρυβα, χωρίς συνέπεια, σαν να τις απορροφά το εφήμερο του προφορικού διαλόγου (π.χ. «Ένα γάτος με βατραχοπέδιλα» «Κώστας-Κορνηλία»).
Το προοίμιο είναι ο σαρκαστικός ύμνος στον εγωτισμό του διανοούμενου που περιφέρεται έχοντας προ οφθαλμών ένα κάτοπτρο στραμμένο μόνο στον εαυτό του. Το κείμενο, παρά τον εύθυμο και ανάλαφρο τόνο του, δημιουργεί έναν σχετικό σύνδεσμο με πλατωνικούς διαλόγους καθώς γεννά σκέψεις ηθικής τάξης: το υψηλό επίπεδο καλλιέργειας δε συνεπάγεται ανάλογο ήθος ή την αυτογνωσία, ένα καίριο φιλοσοφικό ερώτημα.
Τα δύο αρχικά μότο θέτουν δύο από τις αναγνωστικές παραμέτρους: το σαιξπηρικό που προβάλλει τη συγγραφική πρόθεση του αστείου άρα την κωμική πλευρά του πράγματος -αυτό ωστόσο στο πλαίσιο του χιούμορ που διακρίνει τα σαιξπηρικά έργα- και την έννοια της ζωής ως φάρσα αλλά κυρίως ως γελοία τραγωδία. Αυτό το τελευταίο δημιουργεί ένα παραξένισμα στο βιβλίο του Βλαβιανού αφού οι διάλογοι χαρακτηρίζονται -ήδη από το οπισθόφυλλο- ως ιλαροτραγικοί: ενώ το αγγλικής κοπής χιούμορ του επιδιώκει να καταδείξει τη λεπτή φύση του καθημερινού μη λογικού, η ασυνεννοησία φτάνει σε βαθμό προβληματισμού, αν όχι θλίψης όποτε η «γελοία τραγωδία» του μότο μπορεί να αναγνωστεί και ως τραγωδία. Το παράλογο εισβάλλει στην αφήγηση που αφήνει σταδιακά τις ρωγμές της να ανοίξουν: όπως οι πλατωνικοί διάλογοι ξεκινούν ως φαινομενικά ανώδυνες συζητήσεις και κορυφώνονται εστιάζοντας σε μείζονα ζητήματα για να καταλήξουν συχνά στην απορία αφήνοντας εντέλει μετέωρη την τελική απάντηση (π.χ. Πρωταγόρας) έτσι και οι διάλογοι του Βλαβιανού στήνονται στο ίδιο μοτίβο. Ωστόσο, αυτή η σύγχυση, το absurdum αποδίδεται με πρόθεση για χιούμορ και παιγνιώδες ύφος. Η λεπτή ειρωνεία προκαλεί από μειδίαμα έως γέλιο κι έτσι «στο σπήλαιο κάνουν πάρτι» μαζί με τον αναγνώστη που κλείνει το βιβλίο έχοντας μάλλον διασκεδάσει. Το μάλλον λοιπόν κατορθώνει ως ένα βαθμό τον αρχικό στόχο του Βλαβιανού όπως αποτυπώνεται στις σημειώσεις (σ. 233). Εννοώ ότι δεν μειδιά πάντοτε ο αναγνώστης, κατά την άποψή μου, αλλά αμήχανος μπροστά στο διαλογικό πεζό διερωτάται για το είδος της συγκίνησης: ευθυμία ή δυσθυμία. Αυτή η αμηχανία, αν δε θεωρηθεί ολίσθημα, μπορεί να εκληφθεί ως ο στόχος των πλατωνικής ρίζας διαλόγων: απορία και αμφιθυμία, ιδίως στις περιπτώσεις όπου το χιουμοριστικό ύφος του κειμένου διαφαίνεται ασταθώς θεμελιωμένο στο έδαφος του παράλογου που θα μπορούσε να παραπέμπει έως και σε υπερρεαλιστικό στοιχείο αν δεν ήταν επιμελώς προσχεδιασμένο.
Ο Βλαβιανός επιδιώκει να μεταφέρει την προφορικότητα και την ταχύτητα τέτοιων συζητήσεων όπου η φράση χάνεται αλλά και παρανοείται οδηγώντας το διάλογο σε άλλες ατραπούς, συχνά αδιέξοδες ή μη λογικές. Επισημαίνει μάλιστα στο «Σημείωμα του συγγραφέα», στο τέλος του βιβλίου, την επιρροή του από τον Άγγλο ποιητή Τζέημς Τέϊτ (βλ. εξάλλου και το «Ο ναός του τάγματος των χαμένων ριμαδόρων» με υπότιτλο «Με τον χάρτη του Tate στο χέρι») στον οποίον, πράγματι, ο προφορικός χαρακτήρας υπερτονίζεται αλλά και το κωμικοτραγικό με ροπή στο υπερρεαλιστικό είναι παρόντα.
Επισημαίνω εδώ και δύο ειρωνικούς διαλόγους με αναφορές στην ποίηση και την ποιητική συντεχνία αντίστοιχα: «Οι πλατωνιστές της Αποκάλυψης» όπου το λεκτικό παιχνίδι περιστρέφεται γύρω από τη στερεοτυπική εικόνα του ποιητή αλλά κυρίως γύρω από το υποστηριζόμενο από πολλούς τέλος της ποίησης και «Ο ναός του τάγματος των χαμένων ριμαδόρων» όπου απαντούν αιχμές για τους σονετογράφους, αρκετούς τα τελευταία χρόνια, και όπου τα βέλη στρέφονται και προς τον γράφοντα με την αναφορά των «σονέτων της συμφοράς».
Ποικίλες λοιπόν εκφάνσεις της διχασμένης (αφού οι συνομιλητές είναι δύο) προφορικής επικοινωνίας παρελαύνουν στο βιβλίο. Ωστόσο, η δεύτερη και η τέταρτη ενότητα λειτουργούν αντιστικτικά με τις άλλες, ιδίως συγκριτικά με την πρώτη: η δεύτερη αποτελούμενη από τέσσερα πεζά («“Χ” όπως χάνω», «Το δικό μου δώρο», «Μητρική αγάπη», «Καθαρτήριο») μετατοπίζει το ύφος της διαλογικής μορφής αφού το χιούμορ έχει παραμεριστεί και οι διάλογοι αποπνέουν την αίσθηση μιας καθαρτήριας εξομολόγησης σε διαλογικά μικροδιηγήματα όπου οι επαναλήψεις των ερωταποκρίσεων λειτουργούν ως συγκινησιακοί μοχλοί που ελευθερώνουν συναίσθημα.
Ο διάλογος στο τέλος της τρίτης ενότητας και σε ολόκληρη την τελευταία εμφανίζεται πολλαπλός: ανάμεσα στον Βλαβιανό δημιουργό και τον Βλαβιανό μεταφραστή, ανάμεσα στον Βλαβιανό και τον άγνωστο στην Ελλάδα Dmitri Prigov αλλά και την Κάρολ Ανν Ντάφυ. Κυρίως όμως ανάμεσα στην κυρία Περικλή, δημιούργημα Βλαβιανού και τις κυρίες Τειρεσία, Δαρβίνου, Ικάρου και Ευρυδίκη της Ντάφυ. Ο Βλαβιανός μεταφράζει ξανά τη σπουδαία Αγγλίδα ποιήτρια (από τη συλλογή The World’s Wife του 1999) για να διαλλαγεί μαζί της στην κοινή βάση της ειρωνείας των τεσσάρων αυτών γυναικείων μονολόγων. Ένα ιδιαίτερο τμήμα του βιβλίου αφού, πέρα από τις επιτυχημένες μεταφράσεις όπου ο λόγος αποδίδει άψογα τα ποιήματα κυλώντας αβίαστα, η διάχυτη υπονόμευση προς την πατριαρχία ανατρέπει μύθους και στρέφει το φακό προς τον γυναικείο αποσιωπημένο λόγο αποκαλύπτοντας μια άλλη μορφή πλάνης: την παγκόσμια, αιώνια παραπλάνηση των μύθων και της Ιστορίας όπου ο φακός εστίαζε στους πρωταγωνιστές άντρες. Το κείμενο εξερευνά εδώ μια άλλη μορφή προφορικότητας: το μονόλογο με άμεσο αποδέκτη τον αναγνώστη και την ίδια στιγμή αίρει αυτή τη συνθήκη καθώς ο Βλαβιανός ως μεταφραστής των ποιημάτων της Ντάφυ στρέφεται στη γραπτότητα των κειμένων (χρησιμοποίησα αρκετές φορές τη λέξη κείμενο εδώ παραπέμποντας σιωπηρά στον κάπως «αιρετικής» θα έλεγα βάσης διάλογο «What’s the difference?» του βιβλίου όπου το ποίημα γίνεται κείμενο).
Με τη διαρκή σκιά των πλατωνικών διαλόγων κατά την ανάγνωση αλλά και των Colloquia του Έρασμου και μάλιστα το Convivium fabulosum όπου οι συμπότες διηγούνται εύθυμες ιστορίες, με τις ποικίλες λογοτεχνικές αναφορές οι Πλατωνικοί διάλογοι είναι ένα πολυπρόσωπο πάρτυ που σημειωτέον ξεκινά από το εξώφυλλο: πριν την ανάγνωση αξίζει να μείνουμε στη φωτογραφία.