Της Λίλας Κονομάρα.
Ακούγοντας πριν από λίγο καιρό Το πουλί της φωτιάς του Στραβίνσκι από την ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης και τον Ίαν Φίσερ, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου από τη συγκίνηση. Πόσα χρόνια άραγε έχει να μου συμβεί κάτι τέτοιο μ’ ένα βιβλίο, αναρωτήθηκα στη συνέχεια; Γιατί η μουσική και ο κινηματογράφος εξακολουθούν να έχουν αυτή τη δύναμη; Επειδή η μουσική απευθύνεται κατ’ αρχήν στο συναίσθημά μας και ενεργοποιεί αρχέγονες καταγραφές μέσα μας; Επειδή η εικόνα έχει μια αμεσότητα που δεν διαθέτει η ανάγνωση; Φταίει μήπως το γεγονός ότι δεν είμαι πια ο αναγνώστης που ήμουν κάποτε; Έχει άραγε χαθεί η αθωότητα επειδή έχουν μεσολαβήσει εκατοντάδες κείμενα που εντείνουν την αίσθηση του déjà vu; Μήπως η περιβόητη διακειμενικότητα αυξάνει μεν την αισθητική απόλαυση, αλλά μειώνει τη συναισθηματική φόρτιση; Μήπως οφείλεται επίσης στην ιδιότητά μου του συγγραφέα που διαμεσολαβεί ανάμεσα σε μένα και στο κείμενο, μετατοπίζοντας το βλέμμα μου προς τις ραφές του; Ή μήπως είναι θέμα εποχής;
Τον 18ο αιώνα, το μυθιστόρημα είναι ένα καινούριο είδος. Αυτό σημαίνει ότι η αναγνωστική αυτή εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη και συνεπώς πιο έντονη. Λειτουργούσε σε μεγάλο βαθμό το φαινόμενο της ενσυναίσθησης, της βαθειάς δηλαδή επικοινωνίας με κάποιον ήρωα του βιβλίου μέσω της συναισθηματικής ταύτισης, ειδικά αν η αφήγηση ήταν πρωτοπρόσωπη. Επιπλέον, οι αναγνώστες της εποχής δεν ένιωθαν την υποχρέωση να συγκρατούν τα συναισθήματά τους. Θεωρούνταν δείγμα ευαισθησίας το να κλαις διαβάζοντας τραγικές ή τρυφερές σκηνές. Ήσουν ένας καλόκαρδος άνθρωπος που δεν έμενε αδιάφορος στη δυστυχία και τον πόνο των άλλων. Οι επιστολές που λάβαινε ο Ρουσώ από τους θαυμαστές του αναφέρονταν συχνά σ’ αυτό. ‘Ποτέ δεν έχυσα τόσο υπέροχα δάκρια’, του γράφει κάποιος. Το ίδιο συνέβαινε και με τα βιβλία του Ρίτσαρντσον Πάμελα και Κλαρίσα.
Τον 19ο αιώνα, για ορισμένους βικτωριανούς συγγραφείς το κλάμα και τα ρίγη συγκίνησης έγιναν αυτοσκοπός και προκειμένου να τα προκαλέσουν εισήγαγαν στο έργο τους διάφορες μελοδραματικές σκηνές σχετικές με μοιραίους έρωτες, μοιχεία, τρέλα, διγαμία και σκοτεινά μυστικά. Αυτή την πρακτική ακολουθούν ακόμα και σήμερα πολλά best sellers τα οποία γράφονται λαμβάνοντας υπόψη τις προσδοκίες του αναγνώστη και αναπαράγουν προβλέψιμες, στερεότυπες συμπεριφορές που τον καθησυχάζουν.
Άλλοι πάλι, όπως ο Ντίκενς χρησιμοποίησαν τέτοιου είδους σκηνές προκειμένου να πετύχουν κοινωνικές ή πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Στον Όλιβερ Τουίστ, για παράδειγμα, περιγράφει το θάνατο ενός παιδιού και τις άθλιες συνθήκες στις οποίες μεγάλωναν εκατοντάδες παιδιά στο Λονδίνο εκείνη την εποχή. Η επιρροή που ασκούσαν τα βιβλία ήταν ακόμη μεγάλη αν κρίνουμε από τον Βέρθερο του Γκαίτε που εξώθησε πολλούς εφήβους στην αυτοκτονία.
Σταδιακά, η υπερβολικά συναισθηματική συμπεριφορά αρχίζει να αντιμετωπίζεται με επιφυλάξεις. Με εξαίρεση τα παιδιά, οι αναγνώστες γίνονται πιο ορθολογιστές και δεν αναλύονται πια εύκολα σε δάκρια μπροστά στις λυπητερές σκηνές ενός βιβλίου. Με την έλευση του μοντερνισμού, η συγκίνηση ταυτίζεται περισσότερο με την αισθητική απόλαυση και όχι με την ενσυναίσθηση.
Πέρα από ηλικία, αναγνωστική αθωότητα και καθιερωμένες κοινωνικές συμπεριφορές, υψηλή τέχνη ή μαζική κουλτούρα, υπάρχει και το ζήτημα της τεχνολογίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάποτε η ανάγνωση είχε άλλη δύναμη. Όλοι θυμόμαστε τον μπαρμπα-Γιώργο που καρπάζωνε τον Καραγκιόζη καθώς εκείνος έγραφε μια επιστολή για λογαριασμό του, επειδή ήθελε ‘το γράμμα να πάει κλαφτό’. Η γραφή ήταν ο μοναδικός σύνδεσμος με τον κόσμο και τα όσα συνέβαιναν, και αποτελούσε τη βασική πηγή γνώσεων. Ο μόνος τρόπος να πληροφορηθείς κάτι, είτε επρόκειτο για ζήτημα προσωπικό είτε για κοινωνικό ή παγκόσμιο, ήταν μέσω της επιστολής, της εφημερίδας ή των λογοτεχνικών κειμένων. Τα μυθιστορήματα του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Σταντάλ, τα οποία έφερναν στο προσκήνιο πολλά πολιτικά και κοινωνικά θέματα της εποχής, διαβάζονταν και υπό αυτό το πρίσμα. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έλεγαν ότι η καλύτερη αναπαράσταση του 19ου αιώνα δεν βρισκόταν στα κείμενα των πρώτων κοινωνιολόγων, αλλά στα βιβλία του Μπαλζάκ.
Με τον καταιγισμό των εικόνων που προσφέρει, η δική μας εποχή αποδυναμώνει τον λόγο. «Ο Ντορίγκο Έβανς», λέει ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν στο μυθιστόρημά του Το μονοπάτι για τα βάθη του βορρά (μτφρ.Γ. Μπλάνας, εκδ. Ψυχογιός), «είχε μεγαλώσει σε μια εποχή όπου μπορούσες να συλλάβεις και να ζήσεις τη ζωή κατ’ εικόνα της ποίησης ή, όπως συνέβαινε όλο και περισσότερο με τον ίδιο, της σκιάς ενός και μόνο ποιήματος. Τώρα όλα έδιναν τη θέση τους σ’ έναν καινούριο άνοστο κόσμο, όπου η προετοιμασία φαγητών στην τηλεόραση θα δημιουργούσε μεγαλύτερη συγκίνηση από την ανάγνωση της ποίησης».
Οι αρχαίοι Έλληνες εξέφραζαν ενδοιασμούς ως προς τη γραφή. Καθώς όλος ο πολιτισμός τους ήταν βασισμένος στην προφορικότητα και στην απομνημόνευση, φοβούνταν ότι η γραφή θα εξασθενούσε τη μνήμη. Τους ίδιους ενδοιασμούς εξέφρασαν πολλοί με την έλευση της τυπογραφίας. Μήπως έρχεται η σειρά της γραφής να υποχωρήσει μπροστά στις νέες τεχνολογίες; Μπροστά σε γλώσσες πιο συμβολικές όπως εκείνη των νέων στα κινητά ή της μουσικής και της εικόνας;