Γιάννης Νικολούδης
Ήταν το Καλοκαίρι που τον βλέπαμε μονάχα κάτι μεσημέρια. Ερχόταν για να φάει. Μετά έφευγε. Δεν κοιμόταν σπίτι, αυτό το ξέραμε. Για το τι είχε συμβεί δεν είχαμε ιδέα, θα το μαθαίναμε χρόνια μετά. Εκείνο το καλοκαίρι το περνούσαμε έξω στην αυλή, γυρεύαμε να κρυφτούμε από έναν ήλιο που εφορμούσε από παντού, ήταν ένας λευκός παλμός, ένας βόμβος που χτυπούσε σαν καρδιά κυνηγημένου μικρού θηλαστικού, γρήγορα, ασθματικά, και, όσο ήμασταν μέσα στο σπίτι, τόσο πιο έντονος, τόσο πιο τεταμένος ο παλμός, μια συνομωσία του φωτός με τα ντουβάρια που έτρεμαν, αναριγούσαν, και ο τριγμός τους, ένας αναστεναγμός πλίνθινος, μας έζωνε νανουρίζοντας μας θανάσιμα. Η υπνηλία εκείνη ήταν μια πρόγευση θανάτου. Το νιώθαμε.
Έξω, στην αυλή, ρίχναμε κουβάδες νερό και η αίσθηση των γυμνών πελμάτων μας στο υγρό τσιμέντο ξεγελούσε για λίγο το λευκό κτήνος που τσιτσίριζε πάνω στις φυλλωσιές της πικροδάφνης. Εκεί, κάτω από το κακόμοιρο δέντρο που, ίδιο με νηφάλιος και στωικός γέρος, δεχόταν σιωπηλά και με απάθεια την σφοδρότητα του καύσωνα, ανακαλύπταμε έναν κόσμο που έδειχνε να αγνοεί την δυσφορία μας, έναν κόσμο από στοές και επιχωματώσεις, έναν στίβο μάχης, μια ζωντανή περιφέρεια θαρρείς με το δικό της κλίμα, με την δικιά της κρυφή θερμοκρασία. Τα έντομα, αθόρυβα και αεικίνητα, ζούσαν τη δικιά τους ζωή κάτω από τις προστατευτικές σκιές της πικροδάφνης, αποτελούσαν ένα σκηνικό ράθυμο και αμίλητο, σιωπηλό και άγριο, μια φέτα ζωής γεμάτη ιστορίες θάρρους, όπου η ζωή και ο θάνατος αδιαφορούσαν για τον λήθαργο του μεσημεριού και ύφαιναν πολλά μικρά έπη – έκθαμβοι, ζαλισμένοι, σκύβαμε και παρακολουθούσαμε την εκπόρθηση του οχυρού των μυρμηγκιών από ένα σκαθάρι ενώ πιο πίσω μια αράχνη έκανε έφοδο πάνω σε έναν σκούρο στρατιώτη που είχε πιαστεί στα δίχτυα της. Ο στρατιώτης, πάνοπλος, με δαγκάνες και σπαθιά, προσπαθούσε να σπάσει τα δεσμά του. Η αράχνη όμως ήταν ήδη κοντά.
Γρήγορα αποφασίσαμε να εμπλακούμε σε αυτόν τον κόσμο. Ενώ ο πατέρας ήταν μέσα και έτρωγε, εμείς, με επιλεκτικές παρεμβάσεις, τασσόμασταν υπέρ ή κατά της μιας ή της άλλης αντιμαχόμενης πλευράς. Η φωνή του πατέρα υψωνόταν, γινόταν κρότος, κεραυνός και η μητέρα έτρεχε, ακούγαμε τα πέλματα της στο εσωτερικό του σπιτιού, κοπανώντας πίσω της μια πόρτα, την ίδια στιγμή που εμείς ρίχναμε νερό και απωθούσαμε τον εισβολέα που προσπαθούσε να συντρίψει την άμυνα των μυρμηγκιών. Την ακούγαμε να κλαίει ενώ βοηθούσαμε τον πάνοπλο αλλά αβοήθητο στρατιώτη, κόβοντας με ένα κλαράκι τον ιστό της αράχνης. Εκείνος έσπρωχνε το τραπέζι και πετούσε κάτω το πιάτο του ενώ εμείς στήναμε οχυρωματικά έργα για να προστατέψουμε κάτι μικρά κόκκινα σκαθάρια και φτιάχναμε μικρές λίμνες όπου θα παρασέρναμε και θα πνίγαμε τον εχθρό. Εκείνη έλεγε ότι ήθελε να πεθάνει και εμείς βυθίζαμε στο χώμα όλους όσοι ύπουλα και σιωπηλά εποφθαλμιούσαν το νεκρό σώμα μιας ακρίδας.
Επόμενο στάδιο της εμπλοκής μας, ενώ το καυτό μακρόσυρτο μεσημέρι εξακολουθούσε να μας πνίγει – όχι όμως και τον μικρόκοσμο που είχαμε ανακαλύψει κάτω από την πικροδάφνη – ήταν η δημιουργία νέων καταστάσεων. Πια, ενώ ο πατέρας κινούταν μέσα στο σπίτι σαν βράχος, αργός και άγαρμπος και άκαμπτος, δεν μας αρκούσε να βοηθάμε τη μια ή την άλλη πλευρά. Θέλαμε να δημιουργήσουμε εκ του μηδενός το θέατρο μιας κατάστασης. Έτσι, ενώ εκείνη μιλούσε στο τηλέφωνο λέγοντας ότι θέλει να φύγει, εμείς βάζαμε στο μάτι ένα μεγάλο σκαθάρι και του κόβαμε όλα τα δεξιά του πόδια. Μέναμε σκυμμένοι από πάνω του να το παρακολουθούμε στην αργή αλλά επίμονη πορεία του και αναρωτιόμασταν πόσο μακριά θα πήγαινε. Εκείνος χτυπούσε την πόρτα και της ζητούσε να του ανοίξει ενώ ένας γεωσκώληκας εξακολουθούσε να χτυπιέται και να σέρνεται στο χώμα παρά το γεγονός ότι τον είχαμε τεμαχίσει σε τρια σημεία. Εκείνη φώναζε και του ζήταγε να σταματήσει ενώ η πειθαρχημένη πορεία των μυρμηγκιών έσπαγε από μια πέτρα που είχαμε αφήσει να πέσει από ψηλά.
Και ήταν τόσος ο ενθουσιασμός των άπειρων δυνατοτήτων μας – δυνατότητες που μέχρι πριν από λίγο φάνταζαν αδύνατες μέσα στην αποχαύνωση που μας είχε βυθίσει ο καύσωνας – ώστε κάτι σαν πανικός μας έπιασε, κάτι σαν μανία, ήταν τόσα πολλά αυτά που μπορούσαμε να κάνουμε ώστε τα χάσαμε, κάτι σαν τρέλα, μανία, μια σπασμωδικότητα, και αρχίσαμε να ρίχνουμε νερό σε τυχαία σημεία και αρχίσαμε να πετάμε πέτρες και αρχίσαμε να χοροπηδάμε μέσα στα φυλλώματα της πικροδάφνης και αρχίσαμε να σπάμε τα κλαδιά του δέντρου και να τα χρησιμοποιούμε σαν ραβδιά πάνω στον κόσμο των εντόμων, ενώ εκείνος είχε καταφέρει εν τω μεταξύ να μπει στο δωμάτιο και να πέσει πάνω της αλλά το ουρλιαχτό που οι γείτονες είπαν ότι έβγαλε δεν το ακούσαμε γιατί είχαμε πέσει μέσα στο δέντρο ο ένας πάνω στον άλλο και με τα σώματα μας συντρίβαμε αυτό που είχε μείνει από την κρυφή αυτοκρατορία των εντόμων και, όταν την είδαμε να βγαίνει έξω, κρατώντας ακόμα το κατσαβίδι, την προσκαλέσαμε να έρθει να μας βοηθήσει. Υπήρχαν πράγματα εκεί κάτω, άλλωστε, που, όσο κι αν είχαμε προσπαθήσει να τα εξαφανίσουμε, παρέμεναν ακόμα στη θέση τους.