Ποιητικές μνημονικές καταγραφές- Η Άχνα

0
227

του Τάσου Γουδέλη.

 

Το βιβλίο του Στρατή Χαβιαρά Άχνα χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως μυθιστόρημα.

Και ορθά κατά τη γνώμη μου.

Γιατί ίσως βρεθούν κάποιο ειδικοί ή μη αναγνώστες, οι οποίοι θα φέρουν αντιρρήσεις ως προς το είδος, με το επιχείρημα ότι αυτές οι 485 σημειώσεις που συναπαρτίζουν το κείμενο δεν χαρακτηρίζουν το μυθιστορηματικό είδος, σύμφωνα με την κλασική, αφηγηματική έννοια του μυθιστορήματος.

 

Οι πιθανοί αυτοί ενιστάμενοι δεν θέλουν να έχουν καλές σχέσεις με τον μοντερνισμό και τη συνέχειά του, γι’ αυτό σκόπιμα θα αγνοήσουν ότι εδώ και αρκετά χρόνια, η εισαγωγή της ποιήσεως στον πεζό λόγο (και όχι μόνον αυτή, βέβαια) καθώς και η αποδιάρθρωση της παραδοσιακής δομής του μυθιστορήματος, έχουν προτείνει νέες μορφές καλλιέργειας του τελευταίου.

 

Μίλησα για «ποίηση», όχι τυχαία βέβαια. Κι αυτό γιατί η Άχνα  είναι πρωτίστως ένα πεζό κείμενο γραμμένο με ποιητικούς όρους. Καλύτερα: με ποιητική διάθεση. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να περιχαρακωθεί στο είδος της «ποιητικής πρόζας» με τη στενή έννοια.

Ο Χαβιαράς, εκτός των άλλων λογοτεχνικών του δραστηριοτήτων, είναι και ασκημένος μεταφραστής ποιήσεως. Δεν ξεχνά τη σχέση του με την ποίηση και την ενοφθαλμίζει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημά του.

Την εισαγωγή αυτή της ποιήσεως στον πεζό του λόγο την βοηθά η απόφασή του να χειρισθεί το μνημονικό του υλικό ανάλογα, μην ξεχνώντας παράλληλα την υποθήκη του Μπόρχες ότι την Ιστορία, την κάθε ιστορία, ατομική ή συλλογική, μπορεί κανείς να την ανακαλέσει μέσα από την ονείρευση.

Μπορούμε, με άλλα λόγια να ονειρευόμαστε την κάθε ιστορία, πιθανόν πιο αποτελεσματικά από κάθε είδους επιστημονικές μεθόδους και εργαλεία.

Και ο Στρατής Χαβιαράς, μαζί με τη δική του αίσθηση του ανάπλου προς τα περιστατικά της περασμένης του ζωής, την μπορχεσιανή συμβουλή ακολούθησε, ονειρευόμενος τα προσωπικά του φαντάσματα, με σκηνικό τα συλλογικά.

 

Άρα πήρε την απόφαση ακολουθώντας την ροή της συνείδησής του να καταγράψει με ένα συγκεκριμένο τρόπο τα συμβεβηκότα.

 

Δηλαδή να αποτυπώσει στο κείμενο μνημονικά θραύσματα: εικόνες άτακτες, καλειδοσκοπικές παλινδρομικές, κάποτε παραληρηματικές, μέσα από έναν εξίσου κοφτό, οικονομημένο λόγο, που τον υπονομεύουν συνέχεια οι λυρικοί τόνοι.

Μπορεί κάποιος να μη συμφωνεί απολύτως με τις ποιητικές λύσεις που δίνει ο συγγραφέας αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι μέσα από το συγκεκριμένο ποιητικό κλίμα προσφέρονται γεύσεις, ήχοι και χρώματα ενός θερμού όσο και υπόγειου κόσμου.

Ενός κόσμου διαφεύγοντος, κυρίως εκ μέρους του αφηγητή, ο οποίος συνεχώς αναζητεί μέσα από τους γλωσσικούς τροπισμούς να εκφράσει την αδυναμία του για την καίρια διατύπωση: την αδύνατη, έτσι και αλλιώς, διατύπωση, το χαμένο στοίχημα κάθε σύγχρονου συγγραφέα, ο οποίος με τη συνείδηση αυτής της αδυναμίας προσπαθεί διαρκώς να σκιαγραφήσει την διαπάλη του με τη γλώσσα.

Αν και μέσα στην αλλαζονική τους αυταρέσκεια οι περισσότεροι (ευτυχώς όχι όλοι) αναπαραστατικοί συγγραφείς νομίζουν ότι μπορούν να εκφρασθούν με πληρότητα, ξεχνώντας ότι το πρόταγμα των νέων εκφραστικών τρόπων εδώ και έναν αιώνα είναι μια νέα, δυναμική θα έλεγα, σχέση με τη γλώσσα, μπροστά στο συνολικό εκφραστικό αδιέξοδο.

Τέλος πάντων.

Ο Χαβιαράς, λοιπόν, ασκημένος στη γλώσσα (τον έχει βοηθήσει μάλλον με έναν ειδκό τρόπο και η διδασκαλία, που έχει αναλάβει εδώ και χρόνια, της δημιουργικής γραφής), καταδηλώνει την προσπάθειά του να παίξει μαζί της, μην ξεχνώντας και το εν ου παικτοίς, βέβαια. Αυτό το τελευταίο το νιώθεις, χωρίς να μπορείς να το αποδείξεις.

Οπότε αυτό που αναδύεται τελικά είναι ένα πολύ αξιοπρόσεκτο φαινόμενο: ενώ έχεις την εντύπωση ότι παρακολουθείς το εργαστήριο ενός συγγραφέα, ο οποίος ασκείται στη γραφή, ταυτοχρόνως έχεις μπροστά σου κάτι ολοκληρωμένο.

 

Και πάλι, επιστροφή στον μοντερνισμό, τον οποίο δεν ξεχνά ο Χαβιαράς. Ο φωτισμός του συγγραφικού εργαστηρίου, η εστίαση στην διαδικασία παραγωγής του έργου, είναι πολλές φορές είναι πιο ενδιαφέρουσα από το ίδιο το έργο, γιατί συνεχώς το υπαινίσσεται μέσα από την προσπάθεια του υποκειμένου να το παραγάγει, πολιορκώντας το πιθανόν πιο αποτελεσματικά από την απλή παράθεσή του, σαν ένα σ υ γ κ ε ί μ ε ν ο, θα έλεγα.

 Έθιξα το ζήτημα του μηχανισμού γραφής του Χαβιαρά στο συγκεκριμένο βιβλίο πρώτα, γιατί αυτό, κατά την ταπεινή μου γνώμη προέχει στην συνολική του πρόταση.

Κατά τα άλλα η εκλεκτικιστική μνήμη κάνει έντονη την παρουσία της στις αναδρομές του συγγραφέα, ο οποίος νομίζεις ότι γράφει, σε κάποιες περιπτώσεις, με το ένα βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν και με το άλλο το παρόν.

Για να έχουμε καλό ερώτημα… Μιλάμε για ένα είδος αυτοβιογραφίας; Οπωσδήποτε ναι.  Μόνο που ο εικονοκλάστης Χαβιαριάς επειδή εξ ορισμού είναι απορριπτικός ως προς την αναπαράσταση, δεν υιοθέτησε έναν ορθόδοξο τρόπο να αυθιστορηθεί.

Επέλεξε  φραγκμέντα από το βίο του,  τα διέσπειρε στο σώμα του κειμένου πολλές φορές ανακόλουθα, και μας άφησε να συμπληρώσουμε το παζλ.

 

Επέλεξε και ένα πρόσωπο, μία κοπέλα, έναν παιδικό του έρωτα, την ονόμασε ‘Αχνα συμβολικά, για να υποδηλώσει φαντάζομαι τον γνωστό αφορισμό ότι κάθε αυτοβιογραφούμενος ψεύδεται, γιατί δεν μπορεί παρά να κρύβει τα μύχια μυστικά του.

Αυτή την ερμηνεία δίνω στη σημειολογία του δακτύλου μπροστά στο στόμα της κοπέλας του εξωφύλλου, και πάρα πέρα στην σχετική κειμενική διατύπωση.

Φυσικά ο Χαβιαράς δηλώνει σαφέστατα, νομίζω, και τα όρια της γλώσσας, της Τέχνης, η οποία αδυνατεί να εκφράσει την ουσία των πραγμάτων, όπως έλεγα στην αρχή (όμοια με το πεπερασμένο γλωσσικό όργανο του λόρδου Τσάντος, του γνωστού ήρωα του Χόφμενσταλ).

Το χειρότερο είναι ότι δεν οδηγούμεθα σε αποκρύψεις μοιραίες, λόγω της αδυναμίας της γλώσσας μόνο. Καλά, αυτό είναι το κύριο εμπόδιο. Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος, όμως, ότι η μνήμη, επίσης αδυνατεί να μας υπηρετήσει στις αναδρομές.

Οπότε έχοντας βρει ένα γενικότερο άλλοθι και για το πρόβλημα αυτό, ότι δηλαδή αρκεί να ονομάσουμε απλώς κάτι για να υπάρξει, επινοούμε σκηνικά και δράσεις και τα παρουσιάζουμε ως υπαρκτά.

Δεν θα σχολιάσω, λοιπόν, το αληθινό ή μη βιωματικό υπόστρωμα του μυθιστορήματος, έτσι κι αλλιώς, το υλικό κάθε καλλιτέχνη είναι βιωματικό, ακόμα και αν δανείζεται από άλλα έργα ιδέες. Και ο δανεισμός, η μίμηση  ακόμα και η κλοπή στηρίζεται σε βιωματική βάση.

Αν με ενδιέφερε το ίδιο με τη γραφή του βιβλίου και η βιωματική του πληροφορία, τότε θα ήμουν ένας απλός ηδονοβλεψίας, ένας αδιάκριτος που τον απασχολεί η επεισοδιακή πλευρά της ζωής του διπλανού του.

Ευτυχώς ο Χαβιαράς μας απέκλεισε από αυτή τη διαδικασία, δεν μας έβαλε καν στον πειρασμό να κοιτάξουμε από την κλειδαρότρυπα.

Ας ξεχάσουμε το ότι έχει μια περιπετειώδη ζωή. Αυτό είμαι σε θέση να το ξέρω, όπως και πολλοί ακόμα. Αλλά και οι αναγνώστες του βιβλίου μπορούν από τα αφηγηματικά θραύσματα να παρακολουθήσουν πλευρές της ζωής του συγγραφέα εντυπωσιακές.

Το ντοκιμαντέρ πάντως αυτό ο Χαβιαράς δεν το έκανε ρομάντζο. Το σεβάσθηκε, όπως και εμάς.

Ανέλαβε με το συγγραφικό του αίσθημα και ένστικτο να το εγγράψει σε μια πολύτροπη γραφή, δίνοντας προτεραιότητες στη γλώσσα και όχι στο ανεκδοτολογικό.

Είπα και προηγουμένως ότι πιθανόν ο ενήμερος αναγνώστης να διαφωνήσει με τις ποιητικές διεξόδους που δίνει σποραδικά ο συγγραφέας στην ανάπτυξη του θέματός του. Αυτό σχετίζεται με την έννοια του ποιητικού που προκρίνει ο αναγνώστης.

Όμως συνολικά δεν θα διαφωνήσει κανείς, το τονίζω ανενδοίαστα, ότι ο Χαβιαράς δίνει μαθήματα γραφής, ας τα προσέξουν οι προπετείς νεότεροι και μη αφηγηματολάγνοι συνάδελφοί του, οι δέσμιοι της περιγραφικότητας.

Διότι ο Χαβιαράς δεν περιγράφει αλλά ανασυνθέτει εσωτερικά σκηνικά με ενδιάμεσο μια γλώσσα που υπολογίζει περισσότερο από το αναπαριστώμενο, ξέροντας ότι αυτό θα του διαφύγει στην ολότητά του, έτσι κι αλλιώς.

Πιστεύει στην οντολογία της γλώσσας χωρίς να γίνεται λεξιθήρας.

Πόσοι συγγραφείς σήμερα τρέφουν ανάλογο σεβασμό στο όργανο αυτό;

Το χρησιμοποιούν, δυστυχώς, στεγνά ως όχημα για να εξυπηρετήσουν βιαστικά και επιπόλαια το νόημα και πέραν αυτού…ουδέν.

Κλείνοντας να υπογραμμίσω τη νεανική χειρονομία ενός ώριμου συγγραφέα, όπως ο Στρατής Χαβιαράς, ο οποίος ξαναμοιράζει την τράπουλα με σφρίγος και δυναμισμό, σε μια εποχή ευθυνοφοβίας και εκφραστικής μετριοπάθειας.

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Η Άχνα ποια άχνα;»
Επόμενο άρθροΠρος τα όρια του ελληνικού γραπτού μυθοπλαστικού λόγου- Η Άχνα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ