Από τη μεταφράστρια αυτού του βιβλίου πιθανότατα θα περίμενε κανείς να μοιραστεί με τον αναγνώστη τη σχετική επαγγελματική εμπειρία· επέλεξα να είμαι σύντομη ως προς αυτό: αυτονόητη είναι η υποχρέωση της ακρίβειας στην απόδοση του νοήματος του πρωτοτύπου· αυτονόητη για μένα είναι και μια γενική και απαράβατη αρχή που τηρώ στη δουλειά μου – η αρχή της αορατότητας: η τέχνη του μεταφραστή συνοψίζεται στη μετατροπή ενός κειμένου έτσι ώστε να επιτρέπει την ανεμπόδιστη, χωρίς «παράσιτα», μέθεξη του αναγνώστη με το κείμενο αυτό στη μητρική του γλώσσα· στο μεταφρασμένο κείμενο τίποτα δεν πρέπει να προδίδει τη διαφορετική γλωσσική ταυτότητα του συγγραφέα. Για να το πω αλλιώς: το προϊόν μιας μετάφρασης είναι ένα μεταμφιεσμένο κείμενο· ένα «κοστούμι» που ο μεταφραστής κόβει και ράβει επάνω στο αρχικό πατρόν του συγγραφέα με τέτοια ακρίβεια και τέτοια τέχνη, ώστε να δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι πρόκειται για δικό του, πρωτότυπο έργο.
Επίσης ακροθιγώς θα αναφερθώ και σε ένα επιμέρους ζήτημα που με απασχολεί ως μεταφράστρια, και που απασχολεί και τη συγγραφέα, ως επαγγελματία του βιβλίου· ένα ζήτημα που έθιξε με έμφαση σε πρόσφατη συνέντευξή της στον Γρηγόρη Μπέκο[3]: η τεχνητή νοημοσύνη, πρόκληση των καιρών μας, έχει ήδη κάνει έντονη την παρουσία της και στο πεδίο της μετάφρασης. Πρόκειται για μια εξέλιξη που ήδη μας απασχολεί. Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να εκθέσω τους προβληματισμούς μου και, κυρίως, να ανταλλάξω τις σκέψεις μου τόσο με συναδέλφους όσο και με ειδήμονες στο ευαίσθητο αυτό θέμα.
Για την «Τηλεαγάπη» θα μιλήσω λοιπόν με τη ματιά του αναγνώστη, η οποία –ας το έχουμε πάντα κατά νουν αυτό– προκύπτει μέσα από τις δικές του πνευματικές και ψυχικές αποσκευές· αυτές επιλέγουν εντέλει ανάμεσα στις πολλές θεματικές ενός αναγνώσματος τη θεματική εκείνη που θα τον συγκινήσει περισσότερο.
Με αφορμή την εγκατάσταση της οικογένειάς της (παιδιά και εγγόνια) για ένα μεγάλο διάστημα στην Καλιφόρνια, η Πέτρα Χαρτ χρειάστηκε να διαχειριστεί την ψυχική συνθήκη που προκαλεί η απόσταση – απόσταση υπό δύο διακριτές έννοιες που την απασχολούν εξίσου: 1. απόσταση, με την κυριολεκτική έννοια, από τα αγαπημένα της πρόσωπα, όταν η ίδια βρισκόταν στη Γερμανία. 2. απόσταση, με την έννοια της ξενότητας, της αίσθησης του ξένου, σε σχέση με την αμερικανική πραγματικότητα, στα διαστήματα που περνούσε μαζί τους στην Καλιφόρνια.
Η Πέτρα Χαρτ, δεινή παρατηρήτρια των ανθρώπων και των καταστάσεων που την περιβάλλουν τόσο στα ταξίδια της όσο και στον τόπο της κατοικίας της, ανατέμνει το θέμα της απόστασης που συνεπάγονται οι συνθήκες μετακίνησης στο χώρο, αλλά και το υποκειμενικό βίωμα και τα συναισθήματα που τη συνοδεύουν, με το βλέμμα στραμμένο και στο παρελθόν. Αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια και τη νεότητα, παρεισφρέουν στον κορμό της αφήγησης, σχηματίζοντας μια σύνθεση από θραύσματα της δικής της προσωπικής ζωής και ψηφίδες της γερμανικής μεταπολεμικής Ιστορίας. Η αφήγηση της Πέτρα Χαρτ αναδεικνύει πολύ παραστατικά ένα σχήμα όπου η Τεχνολογία γεφυρώνει την οριζόντια απόσταση στο Χώρο, η Μνήμη συμπτύσσει την κάθετη απόσταση στον Χρόνο. Διακριτικά, αλλά χωρίς αποσιωπήσεις, με αφοπλιστική απλότητα αλλά και πολύ λεπτό χιούμορ, εκθέτει δικές της τραυματικές εμπειρίες, και συνδέει μ’ αυτές τη δική της αντίληψη, τον τρόπο με τον οποίο εκείνη βίωσε την απόσταση, την απουσία των αγαπημένων προσώπων: «Να περιμένεις κάτι, κάποιον, τη μαμά, το μπαμπά – αυτό είχα μάθει εγώ», καταλήγει μετά από μια αναδρομή στα παιδικά της χρόνια· «εξήντα χρόνια με χωρίζουν από δυο αποχωρισμούς: από τη μητέρα τότε, απ’ τα εγγόνια τώρα. Ως τα έξι μου χρόνια με μεγάλωσαν ο μπαμπάς, η θεία μου, ο παππούς και η γιαγιά μου· σπάνια ήταν στο σπίτι η μητέρα μου, τον περισσότερο καιρό η φυματίωση την κρατούσε στο σανατόριο».
«Να περιμένεις κάτι, κάποιον»: η αναμονή πάει χέρι με χέρι με την απόσταση, τον αποχωρισμό, την απουσία. Χάρη σ’ αυτήν την πρόσφατη εμπειρία της απόστασης από την οικογένεια, η Πέτρα Χαρτ αναβιώνει αυτή την τόσο οικεία για κείνην συνθήκη μέσα από την ανάμνηση του παιδικού βιώματος: «Πως δεκαετίες αργότερα θα μου χρειαζόταν να θυμηθώ πάλι αυτή τη στάση απέναντι στα πράγματα, δεν μπορούσα να το φανταστώ εκείνα τα Χριστούγεννα του 1961», σημειώνει. Ασφαλώς δεν θα μπορούσε να φανταστεί και το ότι μερικές δεκαετίες αργότερα θα ήταν σε θέση να ονοματίσει το συναίσθημα της αγάπης σε συνθήκες απουσίας: Τηλεαγάπη, Fernlieben (σε κατά λέξη απόδοση.) Ούτε ο Φρόιντ, στον καιρό του, μπορούσε –υποθέτω– να φανταστεί πως η εξέλιξη των συνθηκών ζωής σε παγκόσμιο επίπεδο θα γεννούσε μια νέα, ειδοποιό, λεκτική και όχι μόνο, εκδοχή του συναισθήματος και, ενδεχομένως, ακόμα πιο μακροπρόθεσμα ίσως, έναν νέο «homo»· δεν μπορούσε να φανταστεί, πως το αρχαιοελληνικό πρόθεμα «τηλε» («μακριά», «από μακριά») θα συνέχιζε με τέτοια επιτάχυνση το ταξίδι του στο χρόνο, ως σήμα κατατεθέν και της ψηφιακής πλέον τεχνολογίας σε μια ιστορικών διαστάσεων κορύφωση της εξέλιξής της. Πράγματι, ενώ οι λέξεις με το πρόθεμα «τηλε» ήταν ως πρόσφατα μετρημένες στα δάχτυλα (τηλέφωνο) σήμερα πια τείνουν να καταλάβουν το σύνολο των δραστηριοτήτων μας (τηλεργασία, τηλεδιάγνωση κ.λπ.) συνδιαμορφώνοντας και το συναίσθημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ψυχοσύνθεση του σύγχρονου ανθρώπου: πράγματι αλλιώς βιώνεται η απόσταση όταν η τεχνολογία προσφέρει την ακουστική μόνο εγγύτητα του τηλεφώνου, αλλιώς όταν προστίθεται και η οπτική εγγύτητα, που τα σύγχρονα μέσα προσφέρουν αφειδώς. Ίσως κι ένας νέος όρος θα ταίριαζε εδώ· ας τον πούμε, τηλε-εγγύτητα: η τεχνολογία φέρνει ολοένα πιο κοντά αυτό που είναι ολοένα πιο μακριά (πόσο πιο κοντά και από πόσο πιο μακριά ακόμα δεν ξέρουμε…), και δηλώνει αυτή της την επίτευξη μέσα από λέξεις με το πρόθεμα «τηλε».
«Όμως αυτό δεν βοηθάει», γράφει η κ. Χαρτ σ’ ένα σημείο της αφήγησης· «οι άνθρωποι πρέπει να βλέπονται, και όχι μόνο στην οθόνη· αυτό ισχύει τόσο για τα εγγόνια, όσο και για τους συναδέλφους από 170 χώρες»: η «τηλε-εγγύτητα» που προσφέρει π.χ. το skype, δεν απαλύνει την οδύνη της απουσίας. Βοηθάει όμως –το βλέπουμε καθαρά και εδώ σ’ αυτό το βιβλίο– στην ανάδυση ανάλογων αισθημάτων από τα καθοριστικά παιδικά χρόνια, στη διατύπωση, στην επεξεργασία τους· η Πέτρα Χαρτ περιγράφει την απόσταση σε απόλυτη εγγύτητα με τον εαυτό της.
Ωστόσο τον εαυτό της δεν τον τοποθετεί στο επίκεντρο της αφήγησης: το βλέμμα της, αναμφίβολα αυτο-θεραπευτικό, είναι εξωστρεφές, είναι πιο πολύ στραμμένο στον κόσμο που την περιβάλλει· είναι το βλέμμα ενός ανθρώπου με ενσυναίσθηση, ειδικά όταν επεξεργάζεται την εμπειρία της «έμμεσης», όπως σημειώνει μέθεξής της, «στο καθεστώς του μετανάστη».
«Η περιοχή Βέντινγκ του Βερολίνου», γράφει, «βοηθάει πολύ στη διαχείριση της δυσκολίας των τηλε- αισθημάτων. Οι άνθρωποι εκεί είναι ξένοι όσο εγώ στην Καλιφόρνια. Οι φίλοι μου δεν καταλαβαίνουν τον παραλληλισμό. Εσύ μιλάς αγγλικά, μου λένε. Λες και φτάνει. Η καλή γνώση της γλώσσας είναι η στοιχειώδης προϋπόθεση επιβίωσης στο εξωτερικό. Το σημαντικό είναι πως λείπει η εσωτερική πυξίδα: τί διαβάζουν οι άνθρωποι εκεί, τί τρώνε, τι βλέπουν και για τί πράγματα μιλούν». Σε αυτή την απουσία της εσωτερικής πυξίδας οφείλει η ίδια την εμπειρία της «μέθεξης στο καθεστώς του μετανάστη».
«Κάθε μου ταξίδι», σημειώνει σ’ ένα άλλο σημείο, «συνέβαλε στην εδραίωση της διαπίστωσης πως οι μεταναστευτικές διαδικασίες απαιτούν χρονικά διαστήματα δεκαετιών». Εδραίωση της διαπίστωσης: διότι και πάλι έχει προηγηθεί το προσωπικό βίωμα· η αίσθηση της επανάληψης. Ήδη σαν παιδί, μέσα από τη συμβίωση με την μητρική οικογένεια, η Πέτρα Χαρτ ήταν εξοικειωμένη με το τραύμα του πρόσφυγα-μετανάστη· με την απώλεια της εσωτερικής πυξίδας:
«Τα καλοκαίρια πηγαίναμε οι δυο μας, με το μπαμπά, στη Χαϊδελβέργη […] να δούμε τους γονείς της μητέρας μου, πρόσφυγες από το Γκντανσκ / Ντάντσιχ. (Θυμίζω ότι τον Μάρτιο του 1945, όταν ο Κόκκινος Στρατός κατέκτησε το έδαφος της ελεύθερης πόλης-κράτους του Ντάντσιχ, το παρέδωσε στην Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας. Έκτοτε ονομάζεται Γκντανσκ. Τον Ιούλιο του 1945 ξεκίνησε η εκδίωξη των Γερμανών κατοίκων της περιοχής). «O παππούς μου, μετά από δυο παγκόσμιους πολέμους και την απώλεια της πατρίδας του, είχε σχεδόν βουβαθεί· μιλούσε ελάχιστα το βράδι, έχοντας απολαύσει γλυκό κρασί του Ρήνου κι ύστερα το λικεράκι του, Ντάντσιγκερ Γκολντβάσερ. Το μεσημεριανό γεύμα που ετοίμαζε η γιαγιά περιλάμβανε συνήθως «χήνα, πάπια, κυπρίνο ή λούτσο, όπως τα μαγείρευαν στο Γκντανσκ. Μεγαλώνοντας πολύ απόρησα που άλλες οικογένειες αυτά τα φαγητά τα τρώγανε μόνο τα Χριστούγεννα».
«Η μητέρα και η θεία μου», συνεχίζει η αφήγηση, «μιλούσαν συνέχεια για το Γκντανσκ […] για το μαγαζί με αποικιακά είδη των γονιών τους και για ένα μαγέρικο όπου έτρωγαν το χειμώνα, για τον εκκλησιασμό στο Μαϊστερσβάλντε και για τα χρόνια που πέρασαν εσωτερικές στις Ουρσουλίνες, στο Ντάντσιχ. Μετά από τη φυγή τους, το 1946, δεν θέλησαν ποτέ να επιστρέψουν. Μάταια προσπαθούσαν να τις μεταπείσουν οι άνδρες τους και η μοναδική κόρη και ανιψιά. Ο πατέρας μου αναγκάστηκε μάλιστα να επιστρέψει τα εισιτήρια με το πλοίο απ’ το Λίμπεκ στο Γκντανσκ, που τόσο ήθελε να τους το κάνει έκπληξη». Η μητέρα, σημειώνει πιο κάτω, «ζήτησε να σκορπίσουμε την τέφρα της στη Βαλτική, λογαριάζοντας μάλλον να φτάσει έτσι στο Γκντάνσκ. Η τύχη αυτή τής έλαχε στα ενενήντα ένα της χρόνια. Η μητέρα μου πέρασε τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής της μαζί μου στο Βερολίνο με έναν ιστορικό χάρτη του Ντάντσιχ που αγόρασα στο παλαιοπωλείο Ντίσελ».
Ο ιστορικός χάρτης –αντικείμενο που ασφαλώς συγκαταλέγεται υπό ευρεία έννοια στην ίδια κατηγορία με το βιβλίο, αν θέλετε και μόνο λόγω του ότι απεικονίζει την Ιστορία του χώρου– επιλέγεται από την κόρη Πέτρα Χαρτ για να συντροφέψει τη μητέρα στα στερνά της. Δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Η ίδια είχε επιλέξει τη συντροφιά του βιβλίου πριν καλά καλά μάθει να διαβάζει: «Ο μπαμπάς και τα βιβλία. Αυτοί ήταν οι στυλοβάτες των παιδικών μου χρόνων», γράφει. Αργότερα, θα ευτυχήσει να συνδυάσει μια λαμπρή επαγγελματική σταδιοδρομία με την προσωπική ευτυχία, μέσα στον κόσμο του βιβλίου, διερευνώντας και αξιοποιώντας μαζί με τον εκλιπόντα πλέον σύζυγό της τις πολλαπλές δυνατότητες υποδοχής και γονιμοποίησης των περιεχομένων μέσα σε ποικίλα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Το βιβλίο πλαισιώνει τώρα και τη σχέση με τους νεότερους απογόνους, τα εγγόνια. Την πλαισιώνει εξ επαφής, την πλαισίωνε και εξ αποστάσεως, μέσω skype, στα διαστήματα που τους χώριζε ο Ατλαντικός και ολόκληρη η Αμερικανική ήπειρος. Το βιβλίο, πάντα το βιβλίο – ιδεώδης, για κείνην, διέξοδος από το καθεστώς της αιώρησης που σφράγισε τη ζωή της, τόσο στα παιδικά χρόνια, όσο και, πολύ αργότερα, στα χρόνια της ωριμότητας: «εγώ, η μονίμως μετέωρη», «Ich in meinem Schwebezustand» γράφει σ’ ένα σημείο της αφήγησης. Ή, σε άλλο σημείο: «Το σπίτι των προ-παππούδων μου στο Βήλοχ στη Βόρεια Βάδη, όπου ζούσαν όλες οι γενιές μαζί, αιωρείται τώρα μεταξύ Βερολίνου και Σαν Φρανσίσκο. Ζούμε πλέον σ’ ένα cloud».
Petra Hardt, Τηλεαγάπη, μτφρ. Έμη Βαϊκούση, Εστία
[1] Η Petra Hardt, εμβληματική φυσιογνωμία της παγκόσμιας αγοράς του βιβλίου, γεννήθηκε το 1954 στη Φραγκφούρτη, και ζει στο Βερολίνο και στο Μάνχαϊμ. Εργάστηκε επί σαράντα χρόνια σε διάφορους εκδοτικούς οίκους, στον τομέα των πνευματικών δικαιωμάτων και των εκδοτικών αδειών.
[2] Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου της Πέτρα Χαρτ «Τηλεαγάπη» (εκδ. Εστία 2022, μτφ. Έμη Βαϊκούση), στο Ινστιτούτο Γκαίτε, 7 Φεβρουαρίου 2024.
[3] Το Βήμα της Κυριακής, 28.01.2024