Η Τζούλια Τσακίρη, εκδότρια του Το Ροδακιό ανακοίνωσε τον θάνατο του ποιητή Νίκου Α.Παναγιωτόπουλου. Ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1945 στα Εξάρχεια. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές και τη θητεία του εργάστηκε για δεκαεννιά χρόνια ως φαρμακαποθηκάριος. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού Εκηβόλος μαζί με τον Βασίλη Διοσκουρίδη και την Τζούλια Τσακίρη. Έχει συγγράψει ένα εκτεταμένο opus incertum – μια μακρά αφήγηση σε ελεύθερο στίχο με τον τίτλο Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια, το οποίο έχει κυκλοφορήσει κατ’αρχήν σε φυλλάδια εκτός εμπορίου και, αργότερα, από τις εκδόσεις Ίνδικτος και Το Ροδακιό.
Το έργο του:
Ποίηση
Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια (2006), Ίνδικτος
Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια: Βιβλίο δεύτερο (2015), Το Ροδακιό
Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια: Πορθμείον (2017), Το Ροδακιό
Θαλασσόκεδρος (2019), Το Ροδακιό
Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια: Βιβλίο πρώτο (2022), Το ΡοδακιόΜεταφράσεις
Αισχύλου Προμηθέας Δεσμώτης (2021), Το Ροδακιό
Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια (2006), Ίνδικτος
Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια: Βιβλίο δεύτερο (2015), Το Ροδακιό
Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια: Πορθμείον (2017), Το Ροδακιό
Θαλασσόκεδρος (2019), Το Ροδακιό
Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια: Βιβλίο πρώτο (2022), Το ΡοδακιόΜεταφράσεις
Αισχύλου Προμηθέας Δεσμώτης (2021), Το Ροδακιό
O ίδιος ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είχε γράψει γαι το έργο του:
“Για το κείμενο που περιέχουν οι σελίδες αυτού του βιβλίου υπήρξε μια αρχική φάση “κλειστής” κυκλοφορίας -κράτησε από το 1988 έως το 1999. Εκείνα τα έντεκα χρόνια εφτά μεγάλα χειρόγραφα τετράδια μιας αφήγησης σε ελεύθερο στίχο έγιναν εφτά τυπωμένες συνέχειες, ήγουν εφτά φυλλάδια εκτός εμπορίου (με διαστάσεις 30,2 x 22,5 εκ., χωρίς σελιδαρίθμηση) δουλεμένα στη μονοτυπία. […] Τα δύο πρώτα φυλλάδια τυπώθηκαν από τον “Εκηβόλο”, το τρίτο από τον Σταύρο Μουστάνη και τη “Λέσχη”, το τέταρτο από τον “Ίκαρο”, με φροντίδα της Γεωργίας Παπαγεωργίου, και τα πέμπτο, έκτο και έβδομο από την “Εταιρεία Φίλων του Περιοδικού Εκηβόλος και των Εκδόσεων Το Ροδακιό” -η φροντίδα και η επιμέλεια ήταν του Βασίλη Διοσκουρίδη και της Τζούλιας Τσιακίρη. Κατόπι -μετά το 1999-, όταν άρχισε η εργασία στα δύο κεφάλαια που θα απάρτιζαν τη συνέχεια, το όγδοο δηλαδή φυλλάδιο του βιβλίου, ξανακοιτάχτηκε παράλληλα όλο το έργο και ξαναδουλεύτηκε. Άλλα έξι χρόνια πέρασαν. […]”
«Το Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια με βαθιά αυτοκριτική είναι ένα έργο-ναυάγιο· όμως, ηπιότερα αν προσεγγίσουμε και το ονομάσουμε, είναι ένα έργο-αντιφέγγισμα· αλλά στο ερώτημα τίνος φέγγους είναι αντιφέγγισμα θα σωπάσουμε· αυτό ας μείνει αναπάντητο, είναι το πρέπον. […]
O Μιχάλης Μακρόπουλος στο Frear
“…Είναι κρύφιο, δε χωρά αμφιβολία. Ακόμα όμως κι αν είναι φορές που μέσ’ από τα πυκνά κλαριά των αναφορών ίσα που φαίνεται η εικόνα, μένει ο απόηχός της στην ομορφιά της φράσης, που ο λόγος της διατρέχει τη γλώσσα: λόγιος, κοινός, δημοτικός, αρχαίος, εκκλησιαστικός, χωρίς να χάνει ποτέ τον εσωτερικό του ρυθμό. Πιάνω κάθε φορά να διαβάσω αποκεί που ’χω σταματήσει, και τυχαίνει η τελευταία φράση, ξέχωρα απ’ ό,τι άλλο, να με κάνει συχνά να σταματήσω το διάβασμα προτού καλά καλά τ’ αρχίσω ξανά, και να σκεφτώ ό,τι μόλις διάβασα («Πέταξα το ψωμί μου στα νερά και μετά από μέρες πάλι το ’βρα», τώρα δα)”.
Ο Κωστής Παπαγιώργης στη LIFO
«Το Σύσσημον του Νίκου Παναγιωτόπουλου, λαθροδιάσημο και κομμάτι εκτός λογοτεχνικού νόμου εδώ και είκοσι χρόνια, επιτέλους πήρε την τελική μορφή του και πάτησε πόδι. Όποιος δεν αντέχει τον κόσμο ένα γύρω, με τα χρόνια νιώθει τη γλώσσα του κομμένη και τον νου του σε κατάσταση θυέλλης. Η ντόπια ανθρωπότητα, όσο μικρή κι αν είναι, στήνει γιορτές, δοξάζει τον εαυτό της καθώς κοιτάζεται στον καθρέφτη της στιγμής, θεωρεί νόμο το φρόνημά της και ενασμενίζεται για τα κατορθώματά της. Ο απότακτος δεν υπάρχει· ο υπεράριθμος μετράει τα βήματα μέσα στο κελί της ανωνυμίας του, και ένα μόνο δεν ανέχεται: να ζητήσει χάρη. Λένε από παλιά ότι αν κάποιος τα βάλει με όλους πρέπει να είναι θύμα ή ποιητής. Η πλειοψηφία έχει εύκολο το συλλαλητήριο· έχει δίκιο μόνο και μόνο επειδή επιτυγχάνει απαρτίες, μετράει κεφάλια, κρατάει το νόμισμα, έστω και αν δεν έχει ικανά δόντια για να το δαγκώσει. […]