Πεθαίνοντας στη Μασσαλία: Στις ρίζες της γαλλικής ακροδεξιάς (του Σπύρου Κακουριώτη)

0
680

 

του Σπύρου Κακουριώτη

Σε μια πόλη κομμένη στα δυο από μια νοητή «πράσινη γραμμή», που χωρίζει τους λευκούς από τους «αραπάδες» και την οποία, αυτοί οι τελευταίοι, δεν μπορούν να διασχίσουν χωρίς συνέπειες, μεταφέρει τον αναγνώστη της η Ντομινίκ Μανοτί, στο νουάρ μυθιστόρημα Μασσαλία 73.

Πενήντα σχεδόν χρόνια πριν, το λιμάνι αυτό του γαλλικού Νότου θα γνωρίσει ένα θερμό φθινόπωρο, που θα επεκταθεί στη γύρω περιοχή και θα αφήσει πίσω του αρκετούς νεκρούς, σχεδόν όλους αλγερινούς μετανάστες. Το αντιμεταναστευτικό πογκρόμ θα κορυφωθεί με βομβιστική επίθεση στο προξενείο της Αλγερίας στην πόλη, τον Δεκέμβριο του 1973, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο τεσσάρων και τον τραυματισμό πολλών άλλων Αλγερινών.

Η τρομοκρατική αυτή εκστρατεία κατά των βορειοαφρικανών μεταναστών, που στη γαλλική γλώσσα αποδίδεται με την πολύ χαρακτηριστική λέξη «ratonnade», η οποία σημαίνει κατά κυριολεξία το κυνήγι των ποντικιών, θα προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις στις διπλωματικές σχέσεις της μητρόπολης με την πρώην αποικία της, καθώς ο αλγερινός πρόεδρος Μπουμεντιέν θα διακόψει τη μετανάστευση αλγερινών εργατών στη Γαλλία και θα καταγγείλει επισήμως την αδιαφορία των γαλλικών αρχών.

Τοποθετώντας τον ήρωά της, τον αστυνόμο Τεοντόρ Ντακέν, σε αυτό το ιστορικο-πολιτικό πλαίσιο, η Μανοτί (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της γαλλίδας ιστορικού Μαρί-Νοέλ Τιμπώ) φέρνει στην επιφάνεια, μέσα από την πλοκή του μυθιστορήματος, τη δράση των κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών που κλήθηκαν να διαχειριστούν την κατάρρευση της «Γαλλικής Αλγερίας» και την ενσωμάτωση των ηττημένων (των γεννημένων στην Αλγερία «μαυροπόδαρων» Γάλλων και των αλγερινών ένοπλων συνεργατών τους, των harkis) στη μετα-αποικιακή Γαλλία.

Πραξικοπηματίες του OAS (Οργάνωση Μυστικός Στρατός), γκωλικοί παρακρατικοί της SAC (Υπηρεσία Πολιτικής Δράσης), μαζί με τους νεοφασίστες της Νέας Τάξης και του πρωτοεμφανιζόμενου, τότε, Εθνικού Μετώπου, υπό την κάλυψη «επιτροπών κατοίκων» που κραδαίνουν το σύνθημα «όχι στη λαθρομετανάστευση» και τη διακριτική υποστήριξη της τοπικής αστυνομίας και του σοσιαλιστή δημάρχου Γκαστόν Ντεφέρ, αποτελούν το πυκνό και αλληλοδιαπλεκόμενο δίκτυο που περισφίγγει τις γειτονιές των βορειοαφρικανών εργατών.

Στο μυθιστόρημα της Μανοτί η δράση συμπυκνώνεται σε χρονικό διάστημα δύο μόνο μηνών και επικεντρώνεται στα αρχικά επεισόδια που αποτέλεσαν την αφορμή για να ξεσπάσει η αντιμεταναστευτική τρομοκρατία της ακροδεξιάς: τη δολοφονία του νεαρού Μαλέκ Κιντέρ (το μυθιστορηματικό όνομα του 16χρονου θύματος Ladj Lounef), γάλλου υπηκόου αλγερινής καταγωγής, από θύτες που έψαχναν να σκοτώσουν τον πρώτο σκουρόχρωμο που θα συναντούσαν μπροστά τους, προκειμένου να εκδικηθούν τον φόνο ενός λευκού οδηγού λεωφορείου από κάποιον ανισόρροπο βορειοαφρικανό. Από εκεί ξεκινά ένα γαϊτανάκι συγκάλυψης, στο οποίο εμπλέκεται το τοπικό αστυνομικό τμήμα και γενικότερα οι αστυνομικές αρχές, οι τοπικοί εισαγγελείς και ο τοπικός τύπος κ.ά.

Η γεμάτη αξιοπρέπεια αταλάντευτη στάση της οικογένειας Κιντέρ, η κινητοποίηση των βορειοαφρικανών εργατών και των συμπαραστατών τους σε τοπικό και πανεθνικό επίπεδο και η εκμετάλλευση, από τον πρωταγωνιστή και τους συνεργάτες του, των ενδοϋπηρεσιακών αντιθέσεων θα οδηγήσουν την υπόθεση σε αίσιο τέλος.

Η γεννημένη το 1942 Μαρί-Νοέλ Τιμπώ ανήκει σε μια γενιά που ενηλικιώθηκε πολιτικά στα τελευταία χρόνια του πολέμου της Αλγερίας –που η πολιτικοποίησή της είχε ήδη ολοκληρωθεί τον Μάη του 1968. Ιστορικός με ειδίκευση στην οικονομική ιστορία και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Παρίσι VIII, την περίφημη Βενσέν, στέλεχος του συνδικάτου της «δεύτερης Αριστεράς», της CFDT, ανήκει σε αυτούς που δεν είδαν στην εκλογή του Φρανσουά Μιτεράν, το 1981, την επαγγελλόμενη «Αλλαγή» αλλά μια νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που σάρωσε τα πάντα. Γι’ αυτό και αποκαλεί αυτήν την περίοδο, σε ένα από τα προηγούμενα μυθιστορήματά της, «τα χρόνια με τα φράγκα». «Η εκλογή Μιτεράν σηματοδότησε για μένα την εξάντληση των κοινωνικών αγώνων, δηλαδή κάθε ελπίδας ριζικής αλλαγής της κοινωνίας», ομολογεί σε συνέντευξή της.

Η απογοήτευση, για τη συγγραφέα, καθώς και για πολλούς της γενιάς της, έπαιρνε έναν χαρακτήρα ριζικό, υπαρξιακό. Καθώς, όπως λέει, η αγάπη της για την ιστορία τής προσέφερε μια βαθύτερη κατανόηση την οποία επένδυε στην πολιτική πρακτική, μετά την αποστράτευσή της η ιστορική έρευνα έχασε μεγάλο μέρος του νοήματός της… «Είχε έρθει ο καιρός για έναν προσωπικό απολογισμό, που μου πήρε κάμποσα χρόνια, μετά όμως άρχισα να γράφω μυθιστορήματα. Γιατί να αφηγείσαι σημαίνει να αντιστέκεσαι».

Η σκευή της ιστορικού της προσέφερε έναν τρόπο να εργάζεται και σαν λογοτέχνιδα. Ξεκινά από πραγματικά γεγονότα, επιλέγοντας αυτά που της φαίνεται πως μιλούν καλύτερα για την εποχή τους. Στη συνέχεια, ξεψαχνίζει ένα μεγάλο όγκο τεκμηρίων, κρατώντας ό,τι σημαντικό έχουν να της προσφέρουν. Σέβεται τα γεγονότα και τη χρονική τους αλληλουχία και θεωρεί πως οφείλει να τα εντάξει στην ιστορία που έχει να αφηγηθεί χωρίς να τα διαστρέψει.

Η Μανοτί δεν καταφεύγει στο παρελθόν λόγω της απογοήτευσής της από το παρόν. Όπως κάθε ιστορικός, γνωρίζει ότι το αποικιακό παρελθόν της Γαλλίας, το τραύμα της απώλειας της αποικιακής κυριαρχίας και της ήττας στην Αλγερία, που συνοδεύτηκε από το προσφυγικό κύμα ενός εκατομμυρίου «μαυροπόδαρων», συνεχίζει να είναι ζωντανό και να λειτουργεί, ακόμη και σήμερα, στη γαλλική κοινωνία. «Το Εθνικό Μέτωπο και η κυρίαρχη τάση της γαλλικής ακροδεξιάς έχουν τις ρίζες τους στην άρνηση της ήττας της αποικιοκρατίας και των ιδανικών της», λέει στην ίδια συνέντευξη.

Για τη Ντομινίκ Μανοτί η σύνθεση των χαρακτήρων είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το ιστορικό πλαίσιο –είναι ο κατεξοχήν χώρος της λογοτεχνίας και της προσωπικής της ελευθερίας. Ο ήρωάς της, ο αστυνόμος Τεοντόρ Ντακέν, «γεννήθηκε» το 1995, μαζί με το πρώτο της μυθιστόρημα (Sombre Sentier). Παιδί του Μάη του ’68, αμφιφυλόφιλος, που εμπλέκεται σε μια απεργία μεταναστών χωρίς χαρτιά στο κέντρο του Παρισιού… Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το δέκατο τρίτο μυθιστόρημά της έχει και πάλι τον ίδιο ήρωα (όπως και άλλα τέσσερα ενδιαμέσως), ο οποίος συστήνεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό, καθώς τα άλλα δύο μυθιστορήματά της που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, η Εντιμότατη εταιρεία (μτφρ. Γ. Στρίγκος, εκδόσεις Πόλις, 2012) και Η απόδραση (μτφρ. Γ. Καυκιάς, Εκδόσεις του 21ου, 2013), δεν ανήκουν σε αυτή τη σειρά.

 

 

Dominique Manotti, Μασσαλία 73, Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις του 21ου, 2021,σελ. 363

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθρο“Ανθρώπινο δικαίωμα” (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροMARTIN EDEN, από το βιβλίο στην οθόνη (του Ιάσονα Νεύρη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ