της Δέσποινας Παπαστάθη
Πες της είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Χρήστου Οικονόμου (Πόλις, Αθήνα 2023), μιας νουβέλας με αφηγήτρια και πρωταγωνίστρια μια γυναίκα ταχυμεταφορέα, μία κούριερ, «κουριέρα, κουριερίνα, κουριερού». Το Πες της είναι η ιστορία της ανώνυμης κούριερ και των πολυάριθμων ανθρώπων που έχει συναντήσει στην πορεία της, μεταφέροντας και παραδίδοντας δέματα, άλλοτε στα χιονισμένα βουνά της Κρήτης και άλλοτε στις γειτονιές της Αθήνας.
«Έχω παραδώσει σε σπίτια με είκοσι δωμάτια και σε άλλα με ένα, σε μεζονέτες με εσωτερικό ασανσέρ και σε πολυκατοικίες χωρίς ασανσέρ, σε βουνά και θάλασσες, σε πόλεις και χωριά, σε πάρκα και πλατείες, σε γειτονιές που σε κοιτάνε λες κι είσαι κλέφτης και σ’ άλλες που σε κοιτάνε λες κι είσαι μπάτσος, σε αποθήκες, γηροκομεία, γραφεία, εργοστάσια, εργοτάξια, ιατρεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, περίπτερα, πρεσβείες, συνεργεία –τις προάλλες έκανα και την πρώτη μου παράδοση σε νεκροταφείο». (σ. 11)
Σε όλους αυτούς τους τόπους η κούριερ έχει συναντήσει «καλούς και κακούς ανθρώπους, αγενείς και ευγενικούς, βασανισμένους και καλοζωισμένους, ήρεμους και σαλταρισμένους», όπως και άλλους «που έμοιαζαν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα κι άλλους που έμοιαζαν να μην ξέρουν τι θα πει κλάμα». (σ. 14) Στον πυρήνα της πλοκής της αφήγησης βρίσκεται η μεταφορά από την ηρωίδα και την επιστήθια φίλη της τη Λένα, μιας τεφροδόχου, με τις στάχτες ενός κοριτσιού 27 χρονών, πάνω στην οποία «είναι ζωγραφισμένος ένας παλαβός ουρανός, σκούρος μπλε, σχεδόν μαύρος, μ’ έναν θεοκίτρινο ήλιο, μ’ αστέρια σαν χιονονιφάδες, τρία ολόγιομα φεγγάρια, και κάτι πουλιά που δεν ξεχωρίζεις αν είναι γερανοί, γλάροι ή περιστέρια»,(σ. 128) και η παράδοσή της στη μητέρα της νεκρής, τη Μαρίνα, κάπου σε ένα απόκρημνο χωριό στο χιονισμένο Πήλιο.
Φωτεινοί και σκοτεινοί δρόμοι, αλλά και άνθρωποι συναντιούνται και αλληλεπιδρούν στιγμιαία, ωστόσο, καθοριστικά, στη νουβέλα του Οικονόμου, όπου η ζωή και ο θάνατος, η αγάπη και το μίσος, η μνήμη και η λήθη, η ελπίδα και η απελπισία, το παρελθόν και το παρόν, η λογική και η τρέλα συνιστούν ψηφίδες που συνθέτουν το πολύχρωμο μωσαϊκό της σύγχρονης κοινωνίας. Ο συγγραφέας γράφει για χαρές και πένθη, για ανθρώπινα δράματα μικρά και μεγάλα, για τον γύρο του κόσμου σε ογδόντα παραμιλητά, δημιουργώντας εικόνες-στιγμιότυπα από το έπος της καθημερινότητας, σε ένα πολυφωνικό κολάζ, στο οποίο πίσω από τη φωνή των ηρώων ακούγεται χαμηλόφωνα η φωνή και η συνείδηση της αφηγήτριας-ηρωίδας.
«Καραϊσκάκη, κοντά στην Παναγίτσα, έχω την Αγγελική, δασκάλα σε ιδιωτικό, ο άντρας της από πέρυσι με αλτσχάιμερ κι όλο χειροτερεύει. […]
Τα φάρμακα;
Λίγα πράγματα. Και το χειρότερο είναι ότι φοβάμαι πια να τον αφήνω μόνο του. να προχτές πετάχτηκα δυο λεπτά στο σουπερμάρκετ κι όταν γύρισα τον βρήκα μες στα αίματα- άκουγε λέει ένα βουητό και κατάγδαρε τ’ αυτιά του για να το σταματήσει. Τι θα κάνω, μου λές; Ούτ’ άδεια από τη δουλειά μπορώ να παίρνω όλη την ώρα, ούτε μπορούν τα παιδιά να ’ρχονται κάθε τρεις και λίγο να τον νταντεύουν. Είναι σα να ’χω ξανά μωρό στο σπίτι. […]
Τις προάλλες τους βρήκα στην αυλή, αυτός καθόταν στον ήλιο με κουστούμι και γραβάτα, μάτια κλειστά, το κεφάλι ριγμένο πίσω, η Αγγελική στο τραπεζάκι μ’ ένα μισοφτιαγμένο παζλ. Ήταν μια φωτογραφία που είχαν βγάλει κάποτε στα Μετέωρα, δυο γελαστά πρόσωπα μπροστά από τα θεόρατα βράχια, όλα ραγισμένα, σπασμένα σε μικρά χάρτινα κομμάτια.
[…]
Κι ύστερα πήγαμε πιο κει να μη μας βλέπει και κάναμε ένα τσιγάρο στα όρθια και μου ’πε για τα ρούχα –νομίζει ότι από ώρα σ’ ώρα θα πεθάνει και θέλει να ’ναι έτοιμος, καλοντυμένος –κι ήταν τα δάκρυά της μόνο στο χρώμα αλλιώτικα από αίμα». (σ. 105-106)
Ο λόγος της ηρωίδας, της Αγγελικής, διαστέλλεται από τον λόγο της αφηγήτριας. Η αφηγήτρια προσποιείται ότι παραχωρεί τον λόγο στην ηρωίδα, με αποτέλεσμα να καθίσταται αυτός μέσο και ταυτόχρονα αντικείμενο αναπαράστασης, ενισχύοντας τη ρεαλιστική απόδοση της έσω και έξω πραγματικότητας.
Στον πυρήνα της αφήγησης, όπως ήδη ανέφερα, βρίσκεται το επεισόδιο με τη μεταφορά και παράδοση της τέφρας μιας νεαρής κοπέλας στη μητέρα της σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό του Πηλίου. Ο Οικονόμου σκιαγραφεί τον έλεγο των εμπλεκόμενων στη σκηνή ηρώων χωρίς εξάρσεις, νηφάλια και γι’ αυτό με τη δραματική ένταση της τραγωδίας.
«Και τώρα τι γίνεται; Που θα το βάλουμε αυτό; λέει και γυρίζει γύρω γύρω το βλέμμα στο δωμάτιο. Που βάζουνε οι μανάδες τις κόρες όταν πεθαίνουν; Πάνω απ’ το τζάκι; Στον πάγκο της κουζίνας; Ή στο ντουλάπι με τα ρύζια και τα μακαρόνια; Καλά το λένε ότι η ζωή είναι οργανωμένη άγνοια. Μου το ’λεγαν και δεν το πίστευα, και να τώρα. […] Πως αλλάζουν όμως νόημα οι λέξεις, ε κορίτσια; Έλεγες παλιά σταχτοδοχείο κι εννοούσες ένα πράγμα. Αλλά τώρα-τώρα κι αυτό σταχτοδοχείο δεν είναι; Τεφροδόχος, εντάξει, ξέρω, αλλά σταχτοδοχείο δεν είναι; Θα μου πεις, τι ’ναι ο άνθρωπος, τσιγάρο; Κι αν ναι, ποιος το καπνίζει και ποιος το σβήνει; Και ποιος τ’ ανάβει βέβαια και γιατί. Αλλά πάλι οι λέξεις που έχουν μονάχα ένα νόημα, δεν είναι λέξεις, σωστά; Σωστά, σωστά, θεόσωστα, πάρα πολύ σωστά. Που το βάζουμε τώρα αυτό, μου λέτε;» (σ. 136)
Οι λέξεις δεν έχουν ποτέ μονάχα ένα νόημα και περιεχόμενο, όπως και οι σκηνές-εικόνες της ιστορίας του Χρήστου Οικονόμου. Ο συγγραφέας -έχοντας ήδη δημοσιεύσει τέσσερις συλλογές διηγημάτων, βραβευμένος στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με διηγήματα δημοσιευμένα σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες και μεταφερμένα στο θέατρο και τον κινηματογράφο- με τη νουβέλα Πες της ψυχογραφεί τον σύγχρονο άνθρωπο μέσα στην καθημερινότητά του, αναζητώντας απαντήσεις σε αναπάντητα ερωτήματα, συνειδητοποιώντας πως μια μικρή ομολογία αγάπης, ίσως είναι αρκετή για να φωτίσει τα σκοτάδια της ύπαρξης.