της Κυριακής Μπεϊόγλου
« Το έργο αυτό είναι ένα έργο δημιουργικής φαντασίας και όχι φιλοσοφική πραγματεία. Έχω συνείδηση, όπως είπα στην αρχή, πως το να γράφω τον πρόλογο του αποτελεί απρέπεια•επιπλέον, το να έχει διαβάσει κάποιος το βιβλίο αρκετές φορές δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι ικανός να πει τα κατάλληλα λόγια σε όσους δεν το έχουν διαβάσει. Αυτό που θα ήθελα να ανακαλύψει ο αναγνώστης είναι το μεγάλο επίτευγμα του ύφους του, η ομορφιά της έκφρασης, η λαμπρότητα του πνεύματος και των χαρακτηρισμών και μια ατμόσφαιρα φρίκης και ολέθρου που μας φέρνει κοντά στην ελισαβετιανή τραγωδία».
Με τα λόγια αυτά τελειώνει τον πρόλογο του για το «Νυχτοδάσος» ( “Gutenberg”, μτφρ. Αργυρώς Μαντόγλου) ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο T.S Eliot. Το 1937 ο Eliot σύστησε στους Άγγλους αναγνώστες την Djuna Barnes, μια σπουδαία αιρετική Αμερικανίδα συγγραφέα. Έκτοτε το βιβλίο της έγινε λογοτεχνικό ορόσημο της φεμινιστικής λογοτεχνίας. Στο μοναδικό ταλέντο της υποκλίθηκαν ο Τζόυς, ο Φώκνερ, ο Ν. Τόμας, και άλλοι μεγάλοι της ποίησης και της λογοτεχνίας. Ποιο όμως είναι το «Νυχτοδάσος» της δημοσιογράφου στο επάγγελμα Djuna Barnes;
Η ιστορία:
Παρίσι, Μεσοπόλεμος. Η Ευρώπη σε παρακμή. Οι κοινωνικές τάξεις, η θρησκεία, η σεξουαλικότητα επαναπροσδιορίζονται. Η Ρόμπιν παντρεύεται τον “αριστοκράτη” Φέλιξ, τον εγκαταλείπει μαζί και το παιδί τους, και συνάπτει ερωτικές σχέσεις με δύο γυναίκες. Όμως το πάθος της για νυχτερινές μοναχικές περιπλανήσεις και περιπέτειες οδηγεί τις ερωμένες της στα όρια της παραφροσύνης.
Περπάτησα λοιπόν στο μαγικό Νυχτοδάσος. Άκουσα πρώτα τους ήχους. Πέντε καρδιές να σπάζουν και να αγωνιούν. Η συγγραφέας παίζει μαζί τους, τους διαλύει και τους ξανασυνθέτει. Ο Φελίξ, ο Βαρόνος, μετεωρίζεται ανάμεσα στην παραίτηση και την επιβίωση. Ο γιος του είναι η ζωή του. Ο γιος που έχει με την γυναίκα του την Ρόμπιν, η οποία τον εγκαταλείπει. Η Ρόμπιν, η Νόρα, και η Τζένη. Τρεις γυναίκες διαφορετικές που συναντιούνται σε ένα βιβλίο ως ηρωίδες. Η Ρόμπιν θέλει να κρατήσει τους ανθρώπους σε απόσταση γιατί μόνο έτσι μπορεί να επιβιώσει. Η Νόρα στέκεται θαρρείς ακίνητη και παρατηρεί αχόρταγα τον κόσμο γύρω της γεμάτη με πόνο και θυμό. Η Τζένη είναι η πιο ενδιαφέρουσα κατά τη γνώμη μου, μια ημίτρελη γυναίκα που δημιουργεί φανταστικούς κόσμους για να επιβιώσει.
Μπορείτε τώρα να φανταστείτε αυτό το αταίριαστο τρίγωνο να αλληλεπιδρά στο μεσοπολεμικό Παρίσι; Και ο έρωτας ανάμεσά τους να γίνεται πότε ανάσταση και ποτέ θάνατος.
Σας δίνω ένα δείγμα: «Στο τέλος» είπε η Νόρα, «έρχονταν σ´ εμένα όλα τα κορίτσια που η Ρόμπιν είχε ξεμυαλίσει … έρχονταν για παρηγοριά!» Άρχισε να γελάει. «Θεέ μου» είπε, «πόσες γυναίκες κράτησα στα γόνατά μου!». «Ξαφνικά συνειδητοποίησα τί ήταν ολόκληρη η ζωή μου Μάθιου, τι ήλπιζα πως ήταν η Ρόμπιν… το ασφαλές μαρτύριο. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε τίποτα περισσότερο από την ελπίδα. Αν κλαίγοντας την παρακαλούσα να μη βγει, εκείνη θα έβγαινε ούτως ή άλλως, αλλά, καθώς κατέβαινε τις σκάλες, η καρδιά της ήταν πλουσιότερη, επειδή την είχα αγγίξει». «Αυτή είναι η τροφή που μακραίνει τη χαίτη των λιονταριών και τα δόντια των αλεπούδων», είπε ο γιατρός.»
Επανέρχομαι στον καταπληκτικό Βαρόνο Φελίξ. Μέσα από αυτόν η Burnes περνάει την ατμόσφαιρα ενός πολύ ιδιαίτερου κόσμου. Βλέπετε, ο Φελίξ «είχε καταφέρει να χωθεί στον φαντασμαγορικό κόσμο του τσίρκου και του θεάτρου. Αυτός ο κόσμος συνδεόταν μέσα του με τον υψηλότερο και απρόσιτο κύκλο των βασιλιάδων και των βασιλισσών. Οι πιο συμπαθητικός ηθοποιοί της Πράγας, της Βιέννης, της Ουγγαρίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, οι ακροβάτες και οι ταχυδακτυλουργοί που καταπίναν ξίφη , τον είχαν κατά καιρούς δεχθεί στα καμαρίνια τους-στα δήθεν σαλόνια τους, όπου ο Φελίξ ασκήθηκε αρκούντως στην προσποίηση. Σε αυτούς τους χώρους δεν χρειαζόταν να επιδεικνύει τις ικανότητες του ούτε ένιωθε ξένος. Έγινε, για κάποιο διάστημα, μέλος αυτού του λαμπερού και σκοτεινού ψεύδους.»
Εξαιρετική η μετάφραση της Αργυρώς Μαντόγλου. Επικαιροποίησε αριστοτεχνικά, σε άψογα ελληνικά, την γραφή της Barnes. Το «Νυχτοδάσος» δεν διαβάζεται μια φορά για να μπει μετά στο ράφι. Το διάβασα άπληστα δυο φορές μέχρι τώρα, και είμαι σίγουρη πως θα το διαβάσω κι άλλη. «Στα δάση, στα γλυκά δάση του Παρισιού! Fais le tour du Bois», όπως λέει και ο γιατρός στον αμαξά, στα γλυκά δάση του Παρισιού, γυρνάς και ξαναγυρνάς, κι ας παραμονεύουν οι «λύκοι» ενός υπόγειου κόσμου. Ξαναγυρνάς, γιατί εκεί συνάντησες την σπουδαία λογοτεχνία.
info: Djuna Barnes, Νυχτοδάσος, μτφρ. Αργυρώς Μαντόγλου, Gutenberg