της Ελένης Σβορώνου
24 Σεπτεμβρίου 1942. Το ιταλικό επιβατηγό πλοίο “Fiume” (λέξη που στα ιταλικά σημαίνει ποτάμι) έχει μόλις αποπλεύσει από τη Ρόδο με προορισμό τη Σύμη. Οι Ιταλοί στρατιώτες που μεταφέρει έχουν κέφια. Επιστρέφουν από την άδειά τους ξεκούραστοι. Το έχουν ρίξει στο τραγούδι. Οι Έλληνες επιβάτες δε φαίνεται να συμμερίζονται τη χαρά τους. Μεροκαματιάρηδες, στερημένοι από τη δυνατότητά τους να χρησιμοποιούν τα καΐκια τους για τις μεταφορές τους από το ένα νησί της Δωδεκανήσου στο άλλο, αναγκάζονται να χρησιμοποιούν τα πλοία της εταιρείας Adriatika για τα δρομολόγια τους.
Ο δεκαεξάχρονος Γαβριήλ, για παράδειγμα, έκανε μια εγχείρηση στη Ρόδο κι επιστρέφει στη Σύμη μαζί με τη μητέρα του. Χαίρεται που επιστρέφει γερός πια, μα πιο πολύ χαίρεται για τη μάνα του που ήταν όλο έγνοια και αναστεναγμούς κι όλο σταυροκοπιόταν κι έταζε στον Αρχάγγελο, τον άλλον, τον δίδυμο του Γαβριήλ, τον Μιχαήλ, τον πολιούχο της Σύμης, να οδηγήσει σωστά το χέρι του γιατρού. Του έκανε και τάμα στα κρυφά. Δεν ήθελε ν’ ακούσει ο γιος της, αυτά είναι υποθέσεις ανάμεσα σε αγίους και πιστούς.
Χάζευε τώρα η μάνα του Γαβριήλ τα παιδιά της Ζωοπηγής που χόρευαν στο ρυθμό του ιταλιάνικου τραγουδιού. Ο καπετάν Μανόλης, ο υπεύθυνος για τη στοιβασία των φορτίων, σκέφτεται τα παιδιά του. Καλώς έκανε και μετέφερε την οικογένεια στη Σύμη. Είναι πιο ασφαλής τόπος, πιο μακριά από τη δίνη του πολέμου.
Χαρές κι ελπίδες, καημοί και προσδοκίες έγιναν αίφνης ένα κουβάρι. Μια έκρηξη, ύστερα δεύτερη και το πλοίο άρχισε να βυθίζεται κατακόρυφα. Οι περισσότεροι πήδηξαν στη θάλασσα, αυτό λέει το ένστικτο. Λάθος. Τ’ απόνερα του βυθισμένου μισού του πλοίου παρέσυραν στη δίνη τους μικρούς και μεγάλους, Έλληνες κι Ιταλούς.
Ο καπετάν Μανόλης, έμπειρος ναυτικός, ήξερε. Έμεινε στην πλώρη ώσπου να βυθιστεί και το δεύτερο μισό του «ποταμιού» κι ύστερα πιάστηκε από ένα μαδέρι που επέπλεε στη θάλασσα. Το ίδιο έκανε κι ο πλοίαρχος. Στη μια άκρη του μαδεριού ο Ιταλός στην άλλη ο Έλληνας. Πιασμένοι κι οι δυο από μια σανίδα σωτηρίας έβλεπαν στον ορίζοντα τη Βιλανόβα, το χωριό Παραδείσι, στη Ρόδο και έλπιζαν. Δυο υδροπλάνα πέταξαν πάνω από τα κεφάλια τους. Είχαν έρθει να σώσουν όσους μπορούσαν μα το ένα από τα δυο υδροπλάνα παθαίνει βλάβη και χάνει ένα κομμάτι από το φτερό του. Ένα κομμάτι που πέφτει πάνω στο μαδέρι, στην πλευρά του πλοιάρχου, και τον αφήνει στον τόπο.
Λίγο αργότερα, πατώντας στο νησί πια, στη Ρόδο, ο καπετάν Μανόλης θα μιλούσε για τις δραματικές στιγμές που έζησε στον αδερφό του, τον Τάσο Χαραλάμπη, τον επονομαζόμενο «πρίγκιπα».
Ο Γαβριήλ ήταν ανάμεσα στους είκοσι Έλληνες που επέζησαν. Η μάνα του πάλι ήταν ανάμεσα στους πενήντα Έλληνες και τριακόσιους Ιταλούς που χάθηκαν. Πώς να το εξηγήσει ο νους του; Μόνο με την πίστη τα κατάφερε. Έγινε μοναχός στο μοναστήρι του Πανορμίτη.
Καλοκαίρι του 201κάτι. Η Αντιγόνη, η Κατερίνα, η Ζηνοβία, ο Ιασονας και ο Σάββας, τα παιδιά που έχουμε γνωρίσει από τα άλλα βιβλία του Κώστα Στοφόρου, έρχονται για διακοπές στην Αστυπάλαια. Το ίδιο και η Φραντζέσκα με την παρέα της, που προέρχονται από ένα από τα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Οι δυο παρέες θα γνωριστούν και το νήμα της σύνθετης πλοκής που επινόησε ο συγγραφέας θα ξετυλιχτεί αριστοτεχνικά για να δέσει το παρελθόν με το παρόν.
Ποιος είναι ο Τάσος Χαραλάμπης και γιατί λέγεται «πρίγκιπας»; Τι σχέση έχει το ειδύλλιό του με την πριγκίπισσα του Ιράκ με τη βύθιση του Fiume; Τι ρόλο παίζει «το Χιόνι», ένας Βρετανός κατάσκοπος που παίζει σε διπλό ταμπλό;
Καθώς η ιστορία ξετυλίγεται, πότε με φλας μπακ και πότε μέσα από την αφήγηση της Φραντζέσκας, ζούμε την Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα και γνωρίζουμε ιστορικά πρόσωπα όπως τον Ιταλό κυβερνήτη των Δωδεκανήσων και στέλεχος του φασιστικού κόμματος Τσέζαρε Μαρία ντε Βέκκι που προσπάθησε με σκληρά μέτρα να εξιταλίσει τα νησιά, την πριγκίπισσα Αζζά που έπεσε θύμα απαγωγής εξαιτίας του ερωτά της για τον Τάσο Χαραλάμπη, την Πασιθέα Ζουρούδη που ίδρυσε, μαζί με τον σύζυγό της, τον Χολαργό, και βοήθησε την Αντίσταση, και άλλα πρόσωπα και γεγονότα από ένα κομμάτι της Ιστορίας μας που παραμένει άγνωστο στους νεαρούς (ίσως και ενήλικες) αναγνώστες.
Το μυστήριο της βύθισης του Fiume δεν έχει λυθεί ακόμη. Τορπιλίσθηκε από το ελληνικό υποβρύχιο Νηρεύς. Αυτό είναι βέβαιο. Αλλά ποιος έδωσε εντολή στον πλωτάρχη του Νηρέα, Αλ. Ράλλη, να προβεί σε αυτή την κατάφωρα άδικη πράξη που βύθισε τη Σύμη στο πένθος για πολύ καιρό;
Εικάζεται ότι οι Βρετανοί μπορεί να έπαιξαν έναν ρόλο, από την άλλη το Fiume είχε ακόμη στην πλώρη του ένα μικρό κανόνι και μετάφερε Ιταλούς στρατιώτες. Μπορεί γι αυτό να έγινε στόχος; Επίσης το πλοίο ανακοίνωνε συνήθως λάθος ώρα αναχώρησης ακριβώς για να μη γίνει στόχος. Ειδικά σε εκείνο το δρομολόγιο έδωσε τη σωστή ώρα.
Πολλά τα αινίγματα που ο Κώστας Στοφόρος αξιοποιεί θαυμάσια για να συνθέσει αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα περιπέτεια αστυνομικής φύσης. Ενθέτει και μία εντελώς φανταστική ιστορία αρχαιοκαπηλίας που αφορά ένα ορειχάλκινο άγαλμα ελαφιού, πιθανώς του Ρόδιου γλύπτη Χάρη. Αυτό βοηθά το συγγραφέα να συνθέσει τα κομμάτια του παζλ και να θέσει σε δράση τους μικρούς του ήρωες κατ’ αναλογία με τις υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας που χειρίστηκαν σε προηγούμενα βιβλία του.
Ο συγγραφέας μας δίνει το καλύτερο βιβλίο αυτής της σειράς περιπετειών που συνδέουν την Ιστορία με το σήμερα μέσα από ιστορίες μυστηρίου.
Πολύ ενδιαφέρουσες οι ενθέσεις αποσπασμάτων από τον Τύπο της εποχής και το επίμετρο που παρουσιάζει γλαφυρά τον τρόπο με τον οποίο γράφτηκε η ιστορία, τις πηγές αλλά και τη διάκριση ανάμεσα στα ιστορικά και επινοημένα κομμάτια της μυθοπλασίας.
Ενδεχομένως να άξιζε να συμπεριληφθεί και ένα χρονολόγιο στο τέλος αλλά και το γενεαλογικό δέντρο της ιταλικής οικογένειας των παιδιών από την Ιταλία.
Ο Διονύσης Λεϊμονής, τώρα, καταπιάνεται με ένα άλλο νησί, τη Μήλο, και με τη διάσημη θεά του, την Αφροδίτη της Μήλου. Από τη δική του παρέα παιδιών – ηρώων πρωταγωνιστεί μόνο η Αφροδίτη που αναγκάζεται να εγκατασταθεί με την οικογένειά της στο νησί της καταγωγής του πατέρα της για να κάνει μια νέα αρχή στην επαγγελματική του ζωή. Η μικρή Αφροδίτη θα γνωρίσει τα παιδιά της ηλικίας της, στο νησί, και μέσα από τα μάτια τους, θα εκτιμήσει τις ομορφιές του.
Πρωταγωνιστής βέβαια είναι η απούσα Αφροδίτη της Μήλου. Στο τοπικό αρχαιολογικό μουσείο υπάρχει ένα αντίγραφό της. Το κορίτσι συνομιλεί μαζί της και ανοίγουν έναν διάλογο που θέτει το θέμα της μεταφοράς αρχαιοτήτων σε μουσεία ξένων χωρών αλλά και το πιο ενδιαφέρον ζήτημα του πρωτότυπου και του αντιγράφου ενός έργου τέχνης.
Τα χαμένα χέρια της θεάς εξιτάρουν τη φαντασία όχι μόνο των παιδιών αλλά και των μελετητών της τέχνης και όλων των θαυμαστών της. Η Αφροδίτη της Μήλου ανήκει στο συλλογικό «φανταστικό μουσείο» του δυτικού ανθρώπου. Τα χαμένα χέρια είναι μέρος της εμπειρίας της θέασης αυτού του αγάλματος. Αυτό που λείπει είναι εξίσου σημαντικό με αυτό που διασώζεται. Το απόσπασμα είναι πιο γοητευτικό από το συμπληρωμένο έργο τέχνης. Αυτό το αισθητικό κριτήριο τουλάχιστο πρόταξε ο Ρομαντισμός και γέμισε τις επαύλεις των πλουσίων με αντίγραφα ερειπίων της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας!
(Εκείνος πάντως που απέτρεψε τον τότε διευθυντή του Μουσείου του Λούβρου να εκθέσει την άρτι αφιχθείσα στο Παρίσι Αφροδίτη με πρόσθετα χέρια που θα φιλοτεχνούσε ο Canova ήταν ο Λουδοβίκος 18ος, όπως αναφέρει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στο βιβλίο του Ο Έλγιν και τα πορτοκάλια, Μεταίχμιο, 2020).
Υπ’ αυτή την έννοια ο παραλληλισμός που κάνει ο συγγραφέας ανάμεσα στα χαμένα χέρια της Αφροδίτης και στα χέρια της γιαγιάς της Αφροδίτης που είναι όλο και πιο αδύναμα, εξαιτίας της αρθρίτιδας, μπορεί να διαβαστεί σε ένα δεύτερο επίπεδο. Άλλωστε ένα από τα πιο ωραία σημεία του βιβλίου είναι η ένθετη ιστορία για την Κουτσοχέρω, μία κοπέλα στη Μήλο που έχασε τα χέρια της αλλά κατάφερε να κεντήσει με μια μέθοδο που έγινε διάσημη με το όνομα «καρσάνικη». Η Κουτσοχέρω έδειξε ένα νέο δρόμο να υπάρχεις.
Ωστόσο ο συγγραφέας εστιάζει στη διεκδίκηση του αγάλματος από ξένους και Έλληνες και στη βία που πιθανόν ασκήθηκε στο άγαλμα και κατέληξε στον ακρωτηριασμό του. Και αυτό ακριβώς είναι που κινητοποιεί τους μικρούς ήρωες της περιπέτειας και αποφασίζουν να υπερασπιστούν τελικά την πολιτισμική τους κληρονομιά με τον δικό τους τρόπο.
Ο Λεϊμονής αγαπά τις ντοπιολαλιές. Το έχει δείξει και στα προηγούμενα βιβλία του. Αυτή ζωντανεύει το ύφος του λόγου των ντόπιων. Γενικότερα το παραδοσιακό στοιχείο είναι αυτό που αγαπά ο συγγραφέας και με αυτό διαποτίζει την εικόνα της ελληνικής οικογένειας.
Ο Στοφόρος μας μαθαίνει να βλέπουμε γύρω μας και να ψάχνουμε τις ιστορίες και ο Λεϊμονής να ακούμε τη γλώσσα των ντόπιων, να ψάχνουμε τις λέξεις τους.
ΙNFO
Kώστας Στοφόρος, Το ελάφι της Ρόδου, Κέδρος, 2020.
Διονύσης Λεϊμονής, Τα χέρια της θεάς, Πατάκης, 2020.