της Βαρβάρας Ρούσσου
Το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Αργύρη Δούρβα απαρτίζεται από δύο μέρη γραμμένα, όπως δηλώνουν οι κατατεθειμένες χρονολογίες, το 2018 («νεκροταφείο ζώων») και το 2020 («άλλα ερωτικά»). Ο τίτλος του δεύτερου μέρους δηλώνει ρητά ότι και το πρώτο τμήμα περιέχει ερωτικά ποιήματα. Ο συσχετισμός του νεκροταφείου/θανάτου με τον έρωτα διεγείρει το ενδιαφέρον. Όμοια η διετής απόσταση μεταξύ των δυο μερών δημιουργεί ερώτημα σχετικά με το βαθμός διαφοροποίησης της ποιητικής.
Συνολικά η συλλογή περιλαμβάνει 78 ποιήματα (41 και 37 ανά ενότητα). Στην πλειονότητά τους είναι σύντομα ή πολύ σύντομα και κυρίως πεζόμορφα (16 στο πρώτο και 25 στο δεύτερο μέρος). Θεωρώντας ότι η μορφή σημαίνει και ότι το πεζό ποίημα έχει τη δική του ιστορικότητα διερωτώμαι για τις μορφολογικές εναλλαγές. Αν και η ποικιλότητα στις φόρμες, στο πλαίσιο μιας και της αυτής συλλογής είναι συνήθης. Τι επιβάλλει ή υποβάλλει τη διαφοροποίηση ανάμεσα στο ένστιχο «Κόκορας Ι» και το αμέσως επόμενο πεζόμορφο «Κυνηγός»; Ο αφηγηματικός χαρακτήρας που επιλέγεται για τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής φαίνεται να οδηγεί προς το πεζόμορφο, γεγονός που ενισχύεται, ιδίως στο πρώτο μέρος, από τον παραμυθιακό χαρακτήρα πολλών ποιημάτων.
Όπως δηλώνουν και οι τίτλοι πολλά ποιήματα έχουν και δεύτερο ή τρίτο μέρος («Κόκορας Ι», «Κόκορας ΙΙ», «Κόκορας ΙΙΙ» ή στη δεύτερη ενότητα «Προξενιό Ι» και ΙΙΙ.). Ανάμεσα σε αυτά το, κατά τη γνώμη μου, σημαίνον για τη συλλογή «Σκοτεινή Ύλη» σε τέσσερις εκδοχές.
Το βιβλίο στο οπισθόφυλλο φέρει μέσω των δύο σημειωμάτων μια καθοδηγητική αναγνωστική γραμμή που, στο πρώτο μέρος της, μπορεί να εκληφθεί ως ένα ακόμη ποίημα με μορφή σύντομης επιστολής όπως φαίνεται από την κατάληξη με απεύθυνση σε β΄ ενικό -η/ο αναγνώστρια/αναγνώστης ή το αγαπημένο πρόσωπο-. Και στα δυο σημειώματα σχεδόν αιτιολογούνται οι τρόποι και η βασική ποιητική ιδέα που συνέχει όλα τα ποιήματα, τόσο ανά ενότητα όσο και στο σύνολο.
Ο Δούρβας επιλέγει -παίζων οὐδὲν ἧττον ἢ σπουδάζων- να αποδυθεί σε μια διαφορετική εξερεύνηση του έρωτα αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την πηγή του υλικού του για το εγχείρημα και το σκοτεινό βάθος του συναισθήματος. Στην πρώτη δηλαδή ενότητα, αλλά και σε μικρότερο και διαφορετικό βαθμό στη δεύτερη, έρχονται στο φως «υποχθόνιες φαντασίες και σκόρπιοι φόβοι» [από το σημείωμα]. Κατά συνέπεια οι υπόγειοι αυτοί σκοτεινοί εσωτερικοί τόποι συνδέονται με το αρχέγονο, σχεδόν το προκοινωνικό, ζωικό που εντούτοις κοινωνικοποιήθηκε στον άνθρωπο ο οποίος με τη σειρά του «εξημέρωσε» κατοικίδια μη ανθρώπινα όντα. Με αυτό τον τρόπο, ο Δούρβας αναμειγνύει το συναίσθημα της αγάπης -το ευγενές, ανθρώπινο στοιχείο- με το σκοτεινό του σαρκικού έρωτα. Από δω και το «παιχνίδι για την καύλα και τον έρωτα» του δεύτερου μέρους. Επιτεύχθηκε η ισορροπία ανάμεσα στα δυο; Πολλές φορές ναι, άλλοτε όχι, όπως συμβαίνει εξάλλου στην πραγματικότητα. Η ενδοτικότητα στη σωματική επιθυμία παλεύει με την υποχώρηση στη συμβατικότητα. Τέτοια τα «Προξενιό I»: «Μας γνώρισαν με το ζόρι, εγώ δηλαδή ζοριζόμουν, εκείνη αδιάφορη. Πολλή περιουσία η μαντάμ[…]κι έκανε ωραίο κρεβάτι όταν καβαλούσε τη λαγνεία μου και τρόμαζε τα κοράκια με μπλε φωνές και με τραβολογούσε στον πλανήτη της σαν να’μουν ένας κανονικός άνθρωπος.» και «Προξενιό ΙΙΙ». Παράλληλα, τόσο το Ι όσο και τα ΙΙ και ΙΙΙ ανοίγονται σε έναν κόσμο όπου η ενδεχομενικότητα του σκηνικού, οι πιθανές εναλλακτικές σημαίνουν την πολλαπλότητα και την επαναληπτικότητα τέτοιων εμπειριών φωτίζοντας τόσο την απαξίωσή τους όσο και τη διαφορετική αξία τους σε κάθε υποκείμενο: «Και παρήγγειλε μια πορτοκαλάδα/γκαζόζα/κάτι αφρίζον/μια σουμάδα/απροσδιόριστο[…] και παρήγγειλα ένα ουίσκι χωρίς πάγο/κώνειο/βότκα πορτοκάλι/μανχάταν/καϊπιρίνια,…». Δε λείπει όμως σχεδόν επαναλαμβανόμενα, ρητά ή υπόρρητα, το σκοτεινό στοιχείο, ότι δηλαδή ορίζει ποιητικά η «Σκοτεινή Ύλη»: «Κι αν αυτή η σκοτεινή ύλη κάνει τους ανθρώπους να έρχονται λίγο πιο κοντά αναρωτιέμαι μήπως οι άνθρωποι πρέπει να προσθέτουν λίγη στο φαγητό τους καθημερινά ή έστω όποτε θυμάται ο καθένας ας τηλεφωνεί.» («Σκοτεινή ύλη Ι»). Είναι προφανής η μία τουλάχιστον ερμηνεία της σκοτεινής ύλης που ωστόσο θα πάρει και άλλες μορφές στα ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV.
Σταθεροί ποιητικοί τρόποι δομούν τα ποιήματα του πρώτου μέρους: οικειοποίηση του παραδοσιακού παραμυθιακού υλικού περί ζώων με επανάληψη των στερεοτύπων οπότε η προσωποποίηση και ο μεταφορικός λόγος μετατοπίζουν, σύμφωνα με την αρχαιότατη αισώπεια παράδοση αλλά και τους λαϊκούς μύθους, τις ιδιότητες του ζώου στον άνθρωπο. Ανοικειωτική αντιστροφή των στερεοτύπων και κυρίως χειρισμός που συνδυάζει τη προσωποποίηση-μεταφορά με τον απροσδόκητο συνδυασμό του πραγματικού και εδώ βρίσκεται το «παίζων» των ποιημάτων, μια διελκυστίνδα στην οποία καλείται ο αναγνώστης να συμμετέχει, μια αιφνίδια σχεδόν αλλά διαρκώς επανερχόμενη στα ποιήματα μείξη του γνωστού/οικείου -είτε είναι ζώο είτε ανθρώπινη κατάσταση ή συναίσθημα- με το ανοίκειο, το ονειρικό και παιγνιώδες, το απροσδόκητα εξωπραγματικό. Δεν πρόκειται φυσικά για υπερρεαλισμό καθώς υπόκειται ο εμπρόθετος σχεδιασμός. Η κρυπτικότητα δεν αποτελεί βασικό γνώρισμα της συλλογής και οι παραπομπές προς το πραγματικό είναι είτε σαφείς είτε ανιχνεύσιμες. Παράλληλα, κάθε δάνειο από μύθους και παραμύθια έχει απαλειφθεί ενώ η απόρριψη του διδακτικού τόνου των παραδοσιακών ζωομορφικών μύθων αντικαθίσταται κάποτε από το ειρωνικό στοιχείο, όπως στο «Νυχτερινό Ι» όπου ο συμφυρμός ανθρώπινων και μη όντων, η ταύτισή τους και ο εφιάλτης ενέχουν το χιούμορ και την ειρωνική ματιά: «Σκοτάδι. Ένα λύκος ή μια αρκούδα ή η μαμά σου ή ο μπαμπάς σου με κόκκινο πρόσωπο σε κυνηγάει.[…]Εγώ ήμουν σίγουρος ότι θα συνέβαινε αυτό αφού σου είχα πει να μη φας το βράδυ κι εσύ το έκανες.».
Η βάση του πρώτου μέρους, τα μη ανθρώπινα όντα, ανακαλεί συχνά τη Ζωολογία του Μίλος Μάτσουρεκ, το μικρό βιβλιαράκι με σύντομα πεζά όπου η αλληγορία ήταν ο βασικός τρόπος και δεν έλειπε ένας τρυφερός διδακτισμός. Και η δική του καμηλοπάρδαλη υπήρξε μαθήτρια ψηλή κι εδώ παραθέτω αυτήν του «νεκροταφείου ζώων»: «Τα έβλεπε όλα αφ’ υψηλού/ήταν η πιο ψηλή στην τάξη/Στην παρέλαση πάντα πρώτη/Δεν είχε παράπονα απ’ τη ζωή/μόνο που για να πιει νερό,/έπρεπε αναγκαίως να υποκλιθεί/». Καταφανώς ο στόχος είναι διαφορετικός αν και το έναυσμα είναι ένα βιολογικό γνώρισμα που στον Δούρβα γίνεται κοινωνική στάση με εμφανείς προεκτάσεις.
Το εγχείρημα με τα μη ανθρώπινα όντα οδηγημένα από τη φωνή εκφοράς σε ένα ιδιότυπο νεκροταφείο εξαιτίας της «σκοτεινής ύλης» που σκοτώνει ό,τι αγαπά και η ταυτόχρονη ανάστασή τους μέσω του ποιητικού λόγου, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η ίδια η επιλογή μη ανθρώπινων όντων είναι μια ενδιαφέρουσα πτυχή δεδομένου ότι η στροφή προς αυτά τα όντα ανοίγει ένα πρόσφορο λογοτεχνικό πεδίο και ταυτόχρονα εγγράφει μια λογοτεχνική παράδοση, πέρα από το στοιχείο λαϊκών μύθων. Η μεταφορά του επίσης σκοτεινού έρωτα, του ενστίκτου και του πόθου αλλά και του συναισθήματος της αγάπης σε μη ανθρώπινα όντα και πάλι μετά πίσω στο ανθρώπινο ον διατηρώντας παράλληλα μια αξιοπρόσεκτη υλικότητα των σωμάτων έχει και αυτή ενδιαφέρον ως τεχνική. Γιατί πράγματι η επιθυμία σωματοποιείται και μέσω των ζώων -ιδίως στο πρώτο μέρος-ή και του δέντρου («Πρωί στο σπίτι της») ή και επιδρά στο ανθρώπινο σώμα και ψυχισμό, χωρίς ωστόσο ο έρωτας να θεοποιείται ρομαντικά ή να εξιδανικεύεται με τους γνωστούς κοινότοπα επαναλαμβανόμενους τρόπους και όρους. Αντίθετα ό Δούρβας τον διερευνά και με ειρωνεία: «Αν όμως τύχει μια σφαίρα/να καρφωθεί στην καρδιά της/[…]τότε προτιμώ να μείνω ζωντανός/και ν’ αφήνω λίγα λουλούδια/ στον τάφο της/κυρίως τις Κυριακές/που δεν έχω κάτι άλλο να κάνω/ή κάποια να δω» («Μπορώ να πεθάνω για κείνη»).
Η παρουσία των μη ανθρώπινων όντων στην ποίηση αν και δεν είναι καινοφανής παρουσιάζει μια παράξενη συχνότητα το τελευταίο έτος στην οποία σκοπεύω να επανέλθω.
Στο δεύτερο μέρος η παρουσία των μη ανθρώπινων όντων έχει καταφανώς υποχωρήσει και κυριαρχεί η θεματική του έρωτα σε διάφορες εκδοχές και στιγμές του: Ραντεβού, προξενιό, σεξ, τρυφερός έρωτας κ.ά. Η τεχνική του Δούρβα δεν έχει αισθητά μεταβληθεί παρά την απουσία των μεταφορών που σχετίζονται με ζώα. Νομίζω όμως ότι έχει αρκετά βαθύνει και συνεπώς η δεύτερη αυτή ενότητα εξαιτίας της επικέντρωσης στο θέμα και με βάση την προηγούμενη χρονικά ποιητική εμπειρία -τα ποιήματα του πρώτου μέρους- είναι περισσότερο λειτουργική. Η ειρωνική ματιά στον έρωτα που φαίνεται πρακτικά αναγκαίος («Η μπουγάδα»), η προσήλωση στο αγαπημένο πρόσωπο που μπορεί να γίνει φονική («Δεμένη»), βασανιστική συνήθεια («Είναι μπελάς»), αλλά και η τρυφερή οπτική που αποδέχεται αγαπησιάρικα τα σκοτεινά ανθρώπινα βάθη («Σκοτεινή ύλη ΙΙΙ»).
Ο Δούρβας συνθέτει ορισμένα από τα ποιήματα ώστε συχνά να δοκιμάζονται τα όριά τους όπως και του εργαλείου τους: στο ποίημα «είμαι» με τη χρήση ελάχιστων λέξεων σε παραλλαγές: «εγώ μόνο είμαι εγώ μόνος είμαι εγώ δεν είμαι μόνος μόνο είμαι εγώ είμαι για σένα μόνο όσα θέλεις να είμαι με μόνο εσένα δεν είμαι μόνος…» , με δεδομένη δηλαδή την οικονομία της γλώσσας, η γλωσσική πολυσημία, που την εντείνει η απουσία στίξης επισημαίνοντας τη σημασία της στο λόγο, μετατρέπεται σε ερωτική εξομολόγηση. Ο τρόπος δεν είναι καινοφανής αντίθετα έχει δοκιμαστεί στο ποιητικό παρελθόν. Μια παρόμοια παραλλαγή στο «Διάλειμμα» αφήνει κατά τη δική μου ανάγνωση κάπως μετέωρο το νόημα.
Άλλοτε, σε μερικά ποιήματα η απλότητα του λεκτικού, η οικονομία των σχημάτων και η κοινοτοπία της αφορμής, το θέμα, εκπλήσσουν, όπως «Το πουλί»: «που ήταν μόνο/πέταξε απ’ το κλαδί/πήγε ν’ ανταμώσει/τ’ άλλα». Σε δεύτερη ανάγνωση διερωτάται κάποιος το γιατί: υπάρχει κάτι που μένει ασύλληπτο στην πρώτη επαφή; Συντελεί -και σε τι; -η θέση του ποιήματος; Ποιητικοποιείται η υπόρρητη, πολύ εγκεφαλική, ερώτηση για τους τρόπους και την πρόσληψη ενός ποιήματος, για την απλότητα αλλά και για την επίδραση στο νου, το συναίσθημα, το σώμα των αναγνωστών; Ο Δούρβας γνωρίζει καλά ότι μοτίβα και κυρίως λέξεις είναι ήδη κατακτημένα από τις σημασίες του παρελθόντος όπου εμπεριέχονται πολιτισμικοί και ιδεολογικοί ορίζοντες. Μια τέτοια επανάληψη σκοπεύει στη συνειδητοποίηση του πώς γράφονται τα ποιήματα και τι κάνουν τελικά τα ποιήματα; Ένα (ερωτικό) ποίημα σαν «Το πουλί», σαν το «Γελάδες βόσκουν στο λιβάδι ΙΙΙ» («Στο βάθος ανάμεσα απ’ τα βάτα/ένας ταύρος αγαπά τη αγελάδα του/μ’ έναν τρόπο αλλιώτικο/ενώ ένα μυρμήγκι σκαρφαλώνει στη ράχη του/και τον δαγκώνει απαλά») επαναδιαπραγματεύεται το κατεστημένο των τρόπων και των εννοιών ή το επαναλαμβάνει απλώς και γιατί;
Αν και ο Δούρβας έχει κατασκευαστικά νήματα για το βιβλίο του τα έχει κρύψει αρκετά καλά επιχειρώντας να μη φανεί το προσχέδιο αλλά προτείνοντας το συναίσθημα και διερευνώντας το βάθος του μέσω μετατοπίσεων, μέσω δηλαδή του ονειρικού-παραμυθιακού στοιχείου και αποφεύγοντας το λυρισμό τον οποίο περιορίζει στο ελάχιστο. Το εγχείρημα είναι δελεαστικό. Ωστόσο, η εκκρεμότητα που αφήνουν αρκετά ποιήματα αναφορικά με τον τρόπο σύνθεσής τους αλλά κυρίως -ή και συνακόλουθα- αναφορικά με τη συναισθηματική επιρροή τους δεν αίρεται πάντα εύκολα στη συλλογή. Οι αιφνίδιες μεταβάσεις από το πραγματικό στο μη, από το παραμυθιακό στο πραγματικό, από το όνειρο στην εγρήγορση σε ένα ποιητικό πλαίσιο αυτοαναφορικότητας όπου ο κόσμος έχει γίνει ένα προοπτικό βάθος, όλα αυτά σε κάποια ποιήματα λειτουργούν με δραστικότητα ενώ σε κάποια άλλα αφήνουν, στη δική μου ανάγνωση, την αίσθηση μειωμένης επιδραστικότητας του λόγου. Εννοώ εδώ την απουσία μερικών επιδράσεων από αυτές που η ποίηση μπορεί να έχει όταν τη διαβάζουμε όπως μια αλλαγή στη διάθεση και μια μικρή μετατόπιση της σχέσης, ακόμη και της οπτικής επαφής, του σωματικού βλέμματος, με τον κόσμο. Η, συνοπτικά ονομασμένη συγκίνηση, μείξη των όσων είμαστε πιο πριν και τώρα, των όσων νιώθαμε και νιώθουμε, διαβάσαμε και διαβάζουμε, αυτά άλλοτε συν-κινούνται με τα ποιήματα του Δούρβα άλλοτε όχι και πάντως αφήνοντας εκκρεμή την αίσθηση ότι στην επόμενη συλλογή οι τρόποι και οι δυνατότητες θα αποδώσουν περισσότερο.
Αργύρης Δούρβας, νεκροταφείο ζώων, άλλα ερωτικά, νεφέλη, 2023