Λευτέρης Ξανθόπουλος
Λίγο πριν μπει στο νοσοκομείο (από το οποίο δεν κατάφερε να βγει ποτέ) ο Λευτέρης Ξανθόπουλος μας έστειλε την τελευταία του κριτική για το βιβλίο του Νίκου Φαρούπου “Περί γυναικών και άλλων μυστηρίων” (Κέδρος)
Θα θέλατε να αποκτήσετε μια καινούργια γνωριμία, δηλαδή να συναντηθείτε και ενδεχομένως να κάνετε παρέα και να τα πείτε από κοντά με έναν τύπο που θα λεγόταν Σίμος ο Τζιμάνης ή Σάκης ο Λούζερ, ή Αρίστος ο Δράκος, ή Μπίλης ο Καράτε Κιντ ή και Γκαγκανιάρης ο Ταρίφας; Πώς θα σας φαινόταν αν έφερνε μαζί του και τους φίλους του τον Λεωνίδα τον Σκατόκαρδο, τον Αλέκο τον Αντεροβγάλτη ή νταβά ή πορνοβοσκό, τον Γιάννη τον Σούπερ και τον Χρηστάκη τον Κουνιστό;
Ο Νίκος Φαρούπος στο τελευταίο του βιβλίο «Περί γυναικών και άλλων μυστηρίων», γυρνάει στις παλιές γειτονιές της Αθήνας στο κέντρο και την περιφέρεια, και σαν άλλος ρομαντικός πραματευτής, μαζεύει στον σάκο του όλους αυτούς τους περίεργους τύπους που κατάγονται από μια άλλη, κοντινή μας εποχή, τους φέρνει πιάτο μπροστά μας και με τις ψυχωμένες και γεμάτες ζουμί ιστορίες του, μάς τους συστήνει έναν προς έναν, με τα καλά, τα στραβά και τα ανάποδά τους. Παιδιά τζιμάνια με τις κουτσουκέλες και τις πουτανιές τους, παιδιά δικά μας με τα όλα τους.
Απέναντί τους στήνει, σαν σε αρχαίο αντικρυστό χορό, την Λαβίνια την επιπόλαιη, την Νίκη την μοιραία, την Λένα την διαρκώς ερωτευμένη, την όμορφη Άσπα την κοπτοραπτού της γειτονιάς, την Δαφνούλα την τσαμπουκαλεμένη, την Ωραία Ελένη που ψοφάει για μηχανές και γκάζια και την τραγική δίμετρη θεά Μαρκέλλα, την πρώην Μάρκος Ζαχαριάδης παρακαλώ, την εγχειρισμένη, που της αρέσει δυο φορές την εβδομάδα, για άγνωστους λόγους και όχι από οικονομική ανάγκη, ποιος μπορεί να πει το γιατί, να βγαίνει στην Συγγρού και να μαζεύει πίπες.
Οι ιστορίες του Φαρούπου, που παίχτηκαν πριν από τρεις ή τέσσερις δεκαετίες, στο Περιστέρι, την Κυψέλη, την Νίκαια, τα Λιόσια, το Καβούρι, το Πέραμα, το Καματερό όσο και αν φαίνονται σκληρές, είναι μπολιασμένες με την θερμοκρασία, την γνώση και την κατανόηση που δείχνει ο συγγραφέας για τους ολοζώντανους χαρακτήρες με τους οποίους ασχολείται καθώς και για τα ανθρώπινα που τους βασανίζουν. Οι ιστορίες με τα πάθη τους γεμίζουν τα κενά της δικής μας ζωής, τα περνούν με απαλά πασέλ χρώματα και με τα κατορθώματά τους νομιμοποιούν τον έξοχο και πρόσκαιρο βίο μας.
Το βιβλίο κινείται ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, ανάμεσα στο γεγονός (το σημαίνον), στον απόηχο του γεγονότος και στην ακύρωσή του και αυτό ακριβώς το στοιχείο κάνει γοητευτική και ανάγλυφη την αφήγηση. Εκεί που η ιστορία σού παίρνει την ψυχή, εκεί που σου κόβεται η ανάσα, σε πνίγει το άδικο για τον άτιμο και μάταιο τούτο κόσμο και ψαρωμένος παθιάζεσαι με αυτά που διαβάζεις, εκεί και σου κλείνει το μάτι πονηρά ο Φαρούπος ψιθυρίζοντας με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, «παραμύθι είναι φίλε, μην μασάς».
Ο κεντρικός πρωταγωνιστής, βέβαια, σε όλες τις ιστορίες είναι το γλωσσικό ιδίωμα των λαϊκών ανθρώπων, η λαϊκότροπη αφήγηση που ξεκινάει από την σλάγκ των λούμπεν παλαιάς κοπής και προχωράει σε ευθεία γραμμή, ως την ιδιόλεκτο σήμερα της πιάτσας και της συντεχνίας.
Η μαγκιά, στην καθημερινή εκφορά της γλώσσας ήταν και είναι το όριο και το πασαπόρτι γι αυτούς που την μιλούσαν και την μιλούν, είναι η ένταξή τους στην ομάδα με τους απροσκύνητους, τους μάγκες, τους έτσι, τους αντισυμβατικούς.
Ο Φαρούπος διασώζει το ήθος, τις συμπεριφορές, τα εργαλεία και την στάση ζωής μιας φυλής ακραίων στοιχείων της λαϊκής γειτονιάς, που ζουν σε κόσμους παράλληλους με τους δικούς μας, τείνουν όμως να εξαφαναστούν ή υπόκεινται σε διαρκείς και ταχύτατες μεταλλάξεις. Οι εκφράσεις αργκό που χρησιμοποιούνται από αυτές τις φυλές δεν ζουν ως ιδίωμα για πολλά χρόνια, είναι προϊόντα της εποχής που τις γεννάει. Μια καινούργια ιδιόλεκτος, ιδιαίτερα ευέλικτη και προσαρμοστική, διαρκώς ξεφυτρώνει παραμερίζοντας την προηγούμενη η οποία και διαμορφώνεται σύμφωνα με τα ειδικά χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις της νέας εποχής.
Προσπαθώ να προσδιορίσω την γοητεία του «Περί γυναικών» και να την εκφράσω με λόγια. Η δομή του βιβλίου αλλά και η δραματουργία των επιμέρους επεισοδίων υπακούουν στην τεχνική του καθαρού σκηνικού. Με μια ώριμη και δοκιμασμένη γραφή, με χιούμορ και βεβαιότητα, ο Ν.Φ. στήνει με τα απολύτως απαραίτητα στοιχεία το μινιμάλ σκηνικό για την ιστορία που θα μας πει και εκεί μέσα κινεί προσεχτικά τους χαρακτήρες του. Είναι ικανός γνώστης της αφήγησης, ξέρει πότε, πώς και που να ρίξει τα αγκίστρια του για να κρατήσει τον αναγνώστη και γνωρίζει καλά τι σημαίνει έναρξη και τι σημαίνει φινάλε σε μια ιστορία. Και βέβαια το καλό χαρτί το κρατάει πάντα για το τέλος· εκεί και η έκπληξη.
Η Λαβίνια η επιπόλαιη, σε εξομολογητική διάθεση, θα συνοψίσει την ανάποδη ζωή της με τα παρακάτω λόγια: «Δεν καταλαβαίνω γιατί κόλλησα με αυτόν τον τύπο. Δεν πρέπει να είμαι στα καλά μου. Όχι δεν πρέπει. Είμαι τρελή μάλλον.» Και ο αφηγητής που την παρακολουθεί δεν θα παραλείψει να προσθέσει από κάτω το δικό του σχόλιο: «Όταν μια γυναίκα σου λέει πως είναι τρελή, τότε να προσέχεις. Ετοιμάζει άλλοθι για τις επόμενες κινήσεις της. Άκου με που σου λέω, μιλάει η πείρα.»