Περί αλήθειας στη λογοτεχνία: μια κριτική της κριτικής (του Αντώνη Γαζάκη)

0
545

 

του Αντώνη Γαζάκη (*)

 

Διαβάζοντας το κείμενο της ομιλίας του έμπειρου βιβλιοκριτικού Αλέξη Σ. Ζήρα από το Συνέδριο του Αναγνώστη για την ελληνική λογοτεχνία του 21ου αι., με τίτλο “Το πρόταγμα της «γυμνής» αλήθειας, η αυταπάτη του και οι εγκολπώσεις του στην σύγχρονη ελληνική και ξένη πεζογραφία”, οφείλω να παραδεχτώ ότι το βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, όχι τόσο γιατί συμφωνώ με όσα αναφέρει, αλλά γιατί ένιωσα ότι ανοίγει μια συζήτηση γύρω από λογοτεχνικά ζητήματα που μας απασχολούν σήμερα, δεν έχουν όμως αναλυθεί ακόμη αρκετά από την ελληνόφωνη κριτική. Ξεκίνησα λοιπόν να το σχολιάζω για να γράψω κάτι σύντομο και τελικά κατέληξα στην παρακάτω κριτική της κριτικής.

Να παραδεχτούμε ξεκινώντας ότι, παρότι η έννοια της αλήθειας είναι όντως ένα από τα παλαιότερα θέματα της λογοτεχνίας, δεν ισχύει το ίδιο και για την υπόσχεση για αληθοφάνεια σε λογοτεχνικά κείμενα, όπως ισχυρίζεται στον πρόλογό του ο Ζήρας. Στην πραγματικότητα, πρέπει να φτάσουμε στα ρωμαϊκά χρόνια και σε έργα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας ή σε λαϊκά μυθιστορήματα της εποχής για να βρούμε τέτοιες αξιώσεις. Αξιώσεις σαν κι αυτές σατίριζε άγρια ο Λουκιανός με την Αληθή Ιστορία του, έργο του οποίου ο τίτλος είναι προφανέστατα ειρωνικός και στο οποίο πολύ αργότερα ΔΕΝ βασίστηκε ο Βερν. Ειρωνικές είναι και οι περισσότερες χρήσεις του όρου σε τίτλους μυθιστορημάτων μέχρι τον 20ό αιώνα.

Πρώτα απ’ όλα, τίθεται το ερώτημα για ποια πρόσφατη ελληνική και ξένη πεζογραφία μιλά ο Ζήρας. Αναφέρει σε κάποιο σημείο του κειμένου του ότι έχει εντοπίσει 45-50 τίτλους πεζογραφημάτων τα τελευταία 40 χρόνια (!) που αυτοπροσδιορίζονται ως αληθινές ιστορίες. Αν σκεφτεί κανείς ότι κάθε χρόνο στην Ελλάδα εκδίδονται εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, πεζογραφήματα, τα αυτοτιτλοφορούμενα ως αληθινές ιστορίες είναι μάλλον ένα πολύ μικρό ποσοστό και σίγουρα δύσκολα μπορούμε να μιλάμε για γενικευμένη τάση. Δεν μπορούμε βέβαια να αρνηθούμε ότι υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις, δεν είναι όμως και βέβαιο ότι η επιλογή να τονιστεί ήδη από τον (υπό-)τιτλο ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία ανήκει όντως στον ίδιο τον συγγραφέα, και όχι, για παράδειγμα στον εκδότη, που θεωρεί ότι αυτό ζητά το αναγνωστικό κοινό.

Ακόμη όμως κι αν ο ίδιος ο συγγραφέας προχωρά σε αυτή την επιλογή, αυτό δεν σημαίνει ότι επικαλείται την Ιστορία, τη φιλοσοφία, τη νομική, την οικονομία κτλ., για να αποδείξει την αλήθεια των λεγομένων του, αλλά το ότι αυτά που αφηγείται έχουν όντως συμβεί στο παρελθόν στον κόσμο μας. Αυτό που συμβαίνει στα λογοτεχνήματα που βασίζονται σε «αληθινές ιστορίες» ή, όπως αλλιώς λέγονται, στη μη-μυθοπλαστική πεζογραφία, είναι ότι ο /η συγγραφέας δεν περιορίζεται στο εικός, σε αυτό που θα μπορούσε να έχει συμβεί στον κόσμο μας ή στον κόσμο που πλάθει εντός του βιβλίου του, αλλά επιδιώκει να μεταφέρει λογοτεχνικά το όντως συμβεβηκός.

Στην πραγματικότητα, οι μυθιστοριογράφοι που θέλουν να πείσουν τον αναγνώστη για την αλήθεια της μυθοπλασίας με τη βοήθεια πρόσθετων, εξωκειμενικών στηριγμάτων, είναι συνήθως αυτοί που γράφουν μυθοπλασία σε ιστορικό πλαίσιο (ιστορικά μυθιστορήματα δηλαδή που δεν αφηγούνται λογοτεχνικώ τρόπω απλώς πραγματικά ιστορικά γεγονότα, αλλά τις ζωές φανταστικών χαρακτήρων που ζουν και δρουν μέσα σε αυτά τα ιστορικά γεγονότα/πλαίσια), οι οποίοι συχνά γεμίζουν τα βιβλία τους με υποσημειώσεις και παραθέτουν στο τέλος τους ακόμη και βιβλιογραφία!

Ο Α. Ζήρας κάνει στο σημείο αυτό μια εύστοχη διαπίστωση: “στον νου ενός μέρους των αναγνωστών η μυθιστορηματική αλήθεια μπορεί να κρίνεται ως υποδεέστερη της επιστημονικής ή όποιας άλλης «εξ αντικειμένου» αλήθειας”, ο λόγος όμως που συμβαίνει αυτό δεν έχει να κάνει με τα μέσα που μετέρχεται ο/η μυθιστοριογράφος, αλλά με δύο άλλα πράγματα: αφενός με την επιμονή να αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο η λογοτεχνία ως ωφέλιμο ανάγνωσμα, από το οποίο ο αναγνώστης δεν επιδιώκει κατά βάση την αναγνωστική απόλαυση, αλλά την άντληση γνώσεων (με ευχάριστο τρόπο), και αφετέρου με την επέλαση του «κυριολεκτισμού», της ερμηνείας δηλαδή του λόγου παντού γύρω μας μόνο με όρους κυριολεξίας· αξίζει να θυμηθούμε τι είχε γίνει με τον Κώδικα Ντα Βίντσι του Νταν Μπράουν και πόσοι είχαν πάρει στα σοβαρά ένα προϊόν μυθοπλασίας.

“Καλυμμένοι πίσω από το αξίωμα ότι όλα πλέον είναι λογοτεχνία, ονομάζονται ως «λογοτεχνία» είδη κειμένων που δεν έχουν καμιά απολύτως λογοτεχνικότητα”: παρακάμπτοντας την ελαφρά ασυνταξία εδώ, αναρωτήθηκα πραγματικά τι σόι πράγμα είναι αυτή η «λογοτεχνικότητα» που πρέπει να διαθέτει ένα κείμενο για να ονομαστεί «λογοτεχνία». Τελικά χρειάστηκε να φτάσω στο τέλος του κειμένου για να διαπιστώσω τι έχει κατά νου ο συντάκτης.

Στη συνέχεια ο Α. Ζήρας αναφέρεται στην «εγκόλπωση» από τη λογοτεχνία εδώ και καιρό «επιτελεστικών εργαλείων» από συναφή πεδία: το «δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, στη γλώσσα των επίσημων εγγράφων, στην έντυπη και στην ηλεκτρονική ειδησεογραφία, στις ιστορικές καταγραφές, στις επιστημονικές πραγματείες», το οποία τα χαρακτηρίζει «δεκανίκια». Πράγματι, αυτή η εγκόλπωση συμβαίνει εδώ και καιρό, τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα, ενώ κάποια από τα σημαντικότερα έργα του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού χρησιμοποιούν απλόχερα τέτοια εργαλεία. Πόθεν όμως προκύπτει ότι αυτή η πρακτική είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία και υποσκάπτει την «αυτοδύναμη αλήθεια» ενός έργου, μετατρέποντάς τη σε «μια αλήθεια ριζικά σχετική»; Γιατί με τη χρήση τέτοιων εργαλείων «το πεζογράφημα δεν είναι ένα όλο που ενσωματώνει στην ενότητά του έναν αριθμό στοιχείων τα οποία διασταυρώνονται και μετουσιώνονται σ΄ αυτήν, αλλά ένα σύνθεμα διαφορετικών και αυτόνομων ψηφίδων που συγκολλούνται, πρόσκαιρα ή όχι, διατηρώντας την ετοιμόρροπη αυθυπαρξία τους!»; Το κατά πόσο το αποτέλεσμα είναι «σύνθεμα» και όχι «σύνθεση», η συγκόλληση των ψηφίδων είναι πρόσκαιρη ή μη και η αυθυπαρξία τους διατηρείται ή όχι είναι ζητήματα που έχουν να κάνουν ακριβώς με την ίδια την τέχνη του μυθιστοριογράφου και με το πόσο επιτυχημένο είναι το εκάστοτε μυθιστόρημα. Σίγουρα όμως δεν έχει σχέση με την όποια αλήθεια του.

Όσο για το ερώτημα που διατυπώνεται λίγο παρακάτω «αν είναι δυνατόν ένας μυθιστοριογράφος να είναι ταυτόχρονα ιστορικός, πολιτικός αγκιτάτορας, λαογράφος, κοινωνιολόγος και άλλα παρεμφερή» έστω και ειρωνικά, η απάντηση είναι προφανώς αρνητική, μόνο που το ερώτημα είναι κατασκευασμένο: κανένας μυθιστοριογράφος δεν το έχει ισχυριστεί στην πραγματικότητα αυτό. Τον ρόλο των μυθιστορημάτων τον έχει εξηγήσει εξαιρετικά στο παρελθόν ο Κούντερα, και δεν είναι άλλος από το να φωτίζει την ανθρώπινη κατάσταση με έναν τέτοιο τρόπο που δεν μπορεί να το κάνει καμία άλλη ανθρώπινη εκδήλωση, επιστήμη ή τέχνη. Και ναι, να δημιουργήσει ακόμη και ρωγμές στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο μέσα από την όποια επίσημη επιστήμη.

Διαβάζουμε έπειτα πως για τον Ζήρα «το μυθιστόρημα ή το διήγημα δεν έχουν καμία δουλειά να τοποθετούν την αλήθεια τους στην παραταξιακή υπηρεσία της δεξιάς ή της αριστεράς» και εύλογα σκεφτόμαστε ότι έχει δίκιο γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μιλάμε για τέχνη, αλλά για προπαγάνδα. Μόνο που δεν υπάρχει πεζογράφος, δεξιός ή αριστερός, που θα παραδεχτεί ότι κάνει κάτι τέτοιο. Αυτό που σίγουρα συμβαίνει όμως είναι να γράφει την αλήθεια του έτσι όπως την αντιλαμβάνεται όντας δεξιός ή αριστερός. Κάτι τέτοιο δεν είναι τοποθέτηση της αλήθειας τους σε καμιά παραταξιακή υπηρεσία, αλλά βασική συγγραφική συνθήκη: το έργο ενός συγγραφέα το διαπερνούν οι ιδέες του.

Ένα από τα σημεία του κειμένου που με βρίσκει ιδιαιτέρως σύμφωνο είναι τα όσα αναφέρονται για τη σύγχυση των αναγνωστών σε σχέση με το αν οι συγγραφείς έχουν πράγματι ζήσει οι ίδιοι τα όσα αφηγούνται. Δεν είναι όμως οι μη προετοιμασμένοι αναγνώστες που το ρωτούν αυτό ή που τα χάνουν με τις απαντήσεις των συγγραφέων· το αντίθετο, είναι οι αναγνώστες που είναι προετοιμασμένοι από το σχολείο -και όχι μόνο- για μια βαριά βιογραφική πρόσληψη του λογοτεχνικού έργου ενός συγγραφέα, που έχουν μάθει να αναζητούν σε αυτό στοιχεία που αντανακλούν στοιχεία του βίου του, μετατρέποντας την ερμηνεία του κειμένου σε εργαλείο ανασύνθεσης της ζωής του, ακόμη και, στη χειρότερη περίπτωση, ψυχανάλυσής του.

Αφήνοντας κατά μέρος μια εκτενή, όσο και σκοτεινή αναφορά σε παραδείγματα μυθιστορημάτων, που, κατά τον Ζήρα, δεν εξαπατούν τον αναγνώστη (;), ερχόμαστε σε ένα κατεξοχήν παράδειγμα μη-μυθοπλαστικής λογοτεχνίας, που βραβεύτηκε μάλιστα και με το φετινό Νόμπελ, την Ανί Ερνό. Ο συντάκτης εδώ μας λέει ότι η επιλογή της Ερνό να αφηγηθεί γεγονότα από τη ζωή της, σε μία σχεδόν απόλυτη ταύτιση συγγραφικού και αφηγηματικού «εγώ», οφείλεται στο ότι αναζητά «έναν εγγυημένο φρουρό που πιστοποιεί ότι τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς εμφανίζονται». Ειλικρινά, αναρωτιέμαι από πού προκύπτει αυτή η βεβαιότητα ότι η συγκεκριμένη συγγραφική επιλογή της Ερνό προκύπτει από κάποιο προσωπικό καημό να πιστοποιήσει ότι αυτά που αφηγείται είναι απολύτως αληθινά. Όταν μάλιστα, σε συνδυασμό με την προηγούμενη βράβευση της Αλεξίεβιτς, οι δύο αυτές περιπτώσεις ερμηνεύονται ως κάποιου είδους ακαδημαϊκό πρόκριμα υπέρ της μη-μυθοπλαστικής λογοτέχνιδας, εις βάρος της μυθοπλασίας, την ώρα μάλιστα που μετά την Αλεξίεβιτς έχει βραβευτεί με Νόμπελ η Όλγα Τοκάρτσουκ, μια συγγραφέας που βραβεύτηκε για την «αφηγηματική φαντασία που με εγκυκλοπαιδικό πάθος αντιπροσωπεύει τη διάσχιση ορίων ως μια μορφή ζωής», τότε το πράγμα μπερδεύεται κάπως.

Λίγο πριν κλείσει το κείμενο της ομιλίας του, ο Ζήρας φανερώνει πλέον ξεκάθαρα το ένα από τα δύο αλληλένδετα, αλλά και αντιφατικά μεταξύ τους, άγχη που φαίνεται να τον διακατέχουν σε σχέση με τη νέα (;) κατάσταση στη λογοτεχνία, το οποίο δεν είναι άλλο παρά η αποκαθήλωση των ειδημόνων της λογοτεχνικής κριτικής και των εσωτερικών κανόνων της όπως αυτοί διασώθηκαν από τους Μπλουμ και Στάινερ. Με άλλα λόγια, η υποχώρηση των αντικειμενικών –ή, έστω, καθολικών- κριτηρίων στην εκτίμηση της αξίας ενός πεζογραφήματος. Κατανοητό το παράπονο, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να το συμμεριστώ, καθώς το διαδίκτυο, στο οποίο την αποδίδει, δεν έφερε μόνο «σαρωτικό σχετικισμό», αλλά και απαλλαγή από τις κάθε λογής αυθεντίες και ακαδημίες που επιδίωκαν να ελέγχουν πάντα τον λογοτεχνικό κανόνα.

Και φτάνουμε στην τελευταία παράγραφο του κειμένου που, μιλώντας στην αρχή της για «κατακόρυφη άνοδο του νεο ή μετα-φεμινισμού και του ακτιβιστικού Δικαιωματισμού, που θέλουν να επιβάλουν μια φαντασιακή έμφυλη ισότητα», προδίδει ιδεολογικές θέσεις που θυμίζουν δυσάρεστα alt-right (ακτιβιστικά κινήματα που «θέλουν να επιβάλουν» λες και έχουν καταλάβει την εξουσία ή λες και ο λόγος τους είναι ηγεμονικός; «φαντασιακή» η έμφυλη ισότητα; «Δικαιωματισμός»;). Κι όλα αυτά συνδέονται, για τον Ζήρα, με την ανερχόμενη πεζογραφία, η οποία όμως ταυτόχρονα, κατά τον ίδιο, συνδέεται με την αποδόμηση και το μεταμοντέρνο, αλλά είναι περισσότερη σχετική με τη μαρτυρία, παρά το γεγονός ότι η αποδόμηση και το μεταμοντέρνο έχουν δώσει σπουδαία δείγματα επινόησης και μυθοπλασίας. Αυτό λοιπόν φαίνεται να είναι η δεύτερη ανησυχία του κριτικού, η ταύτιση δηλαδή του αφηγητή με το πρόσωπο του συγγραφέα ως απόλυτη προϋπόθεση για τη λογοτεχνική αξία ενός κειμένου. Βέβαια, αυτό αντιφάσκει σε σχέση με τα όσα υποστηρίζει για την υποχώρηση της κριτικής και των αντικειμενικών κανόνων: αν ισχύει αυτή η υποχώρηση, ποια θα είναι εκείνα τα υποκείμενα που θα επιβάλλουν στη συζήτηση αυτό το μέτρο της λογοτεχνικής αξίας ενός κειμένου;

Κλείνοντας, θα ήθελα να γίνει σαφές ότι το φαινόμενο που περιγράφει ο Αλέξης Ζήρας, δηλαδή η ενίσχυση του ρεύματος της μη-μυθοπλαστικής λογοτεχνίας, είναι υπαρκτό, αλλά δεν φαίνεται να έχει ούτε τις διαστάσεις ούτε την καθολικότητα που υπαινίσσεται, και φυσικά σε καμία περίπτωση δεν απειλεί να δημιουργήσει κάποιον νέο λογοτεχνικό κανόνα. Αρκεί κανείς να στρέψει το βλέμμα του στο σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής και να δει πώς κατεξοχήν μυθοπλαστικά λογοτεχνικά είδη, όπως είναι η εικοτολογική μυθοπλασία (speculative fiction= επιστημονική φαντασία, fantasy, τρόμος, δυστοπία κτλ.) ή το αστυνομικό, έχουν αφήσει εδώ και καιρό τα στενά όρια του ειδικού αναγνωστικού τους κοινού και όχι μόνο διαβάζονται από περισσότερους, αλλά έχουν επηρεάσει και λογοτέχνες έξω από αυτά τα είδη δίνοντάς μας σπουδαία έργα. 

Στην πραγματικότητα, η μη-μυθοπλαστική λογοτεχνία (ξανα-)βρίσκει τη λογοτεχνική θέση της και καθιερώνεται ως ένα ακόμη «νόμιμο» λογοτεχνικό είδος, με την αξία των έργων που ανήκουν σε αυτή να εξακολουθεί να κρίνεται με λογοτεχνικότατους όρους. Και κάτι τελευταίο: όσο κι αν μιλάμε περί «μη-μυθοπλαστικής» λογοτεχνίας, ακόμη και σε ένα τέτοιο έργο παρεισφρέει η μυθοπλασία μέσω της επιλογής από τα γεγονότα και τις αναμνήσεις και της ανακατασκευής τους, μέσω των όσων λέγονται και των όσων παραλείπονται, μέσω της προσωπικής ματιάς του υποκειμένου.

 

(*) O Αντώνης Γαζάκης  είναι φιλόλογος, μέλος της Συντακτικής Επιτροπής των Marginalia

 

Προηγούμενο άρθροΟ Αναγνώστης σας εύχεται Καλό Πάσχα
Επόμενο άρθροΜια βραδιά στο Χίλτον (διήγημα του Βασίλη Τσιαμπούση)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ