του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Ποιήματα της Αριάδνης Καλοκύρη δεν κοιτάζω πρώτη φορά. Την έχω ξαναδιαβάσει στην Ποιητική και στον νεότερο, ηλεκτρονικό Χάρτη, αλλά συγκεντρωτική δουλειά της σίγουρα δεν έχω ξαναδεί. Γεννημένη το 1986, η Καλοκύρη έχει σπουδάσει Αρχιτεκτονική και Θέατρο και στο πρώτο της βιβλίο, που τιτλοφορείται Χώρα αναμονής (μια εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση της Κίχλης), εμφανίζεται με λόγο ολοκληρωμένο, μεστό και κυρίως πέραν των ειοθότων. Γιατί, όμως, πέρα από τα ειωθότα; Μήπως επειδή η ποίησή της είναι κρυπτική και σταθερά διαφεύγουσα; Μα, κρυπτικοί και εξόχως διαφεύγοντες, σε ένα παιχνίδι διαρκούς αναβολής του τελικού νοήματος, είναι πολλοί ποιητές, και όχι μόνο της δικής μας εποχής. Μήπως επίσης διότι τα ποιήματά της αποδεσμεύουν έναν λυρισμό ο οποίος αποστρέφεται τους υψηλούς, ωραιοποιητικούς τόνους και τη διαστολή των αισθημάτων; Ούτε αυτό μοιάζει ιδιαιτέρως απρόσμενο μια και ο άδολος και ο απερίφραστος λυρισμός έχει απομακρυνθεί προ πολλών ετών από τα γραπτά εκείνων που δεν έχουν πάψει να προσβλέπουν στη δυναμική της παράδοσής του. Μήπως, ωστόσο, το «πέραν των ειωθότων» παραπέμπει σε μια ποίηση του αιφνιδιαστικού και του αναπάντεχου η οποία καταφέρνει να μας εκπλήξει διότι μπορεί να μας καταλάβει εξ απήνης; Τίποτε εξ αυτών δεν ισχύει κατά μόνας κι αν κάτι μας κάνει να στρέψουμε αμέσως το βλέμμα στο πρώτο βιβλίο της Καλοκύρη, τούτο δεν είναι άλλο από τον ιδιοφυή συνδυασμό των τριών στοιχείων που προανέφερα.
Το κύριο χαρακτηριστικό των ποιημάτων της Καλοκύρη είναι καταρχάς η εμπράγματη, υλική βάση τους. Σαπούνια, πέταλα, χώματα, σίδερα, πάτοι, αμύγδαλα, γυαλιά, πάγοι, νερό, ψάρια, ατμός, φλούδια, σεντόνια, κάλτσες, φούτερ, παγωτά, κόκκοι τσαγιού, νήματα, φύλλα, καραμέλες, θυμάρια, περιδέραια, μέλια. Όλα αυτά ανάκατα μα και διαχωρισμένα κηρύσσουν μια πανστρατιά φυσικών δεδομένων και προϊόντων ή οντοτήτων, αλλά και κοσμημάτων, γλυκισμάτων και παντοειδών κατασκευών και αντικειμένων, που διακινούν τη στιχοποιία μέσω μιας σειράς χρωματιστών εικόνων, υποβλητικών ακουσμάτων και σπασμένων ή εσκεμμένα ασύνδετων συνειρμών, που θέλουν να μιλήσουν για τον έρωτα, τη μνήμη, τον χρόνο, τη φθορά και τις παγίδες της καθημερινότητας δίχως να προτάξουν ποτέ κάποια θεματική δεσπόζουσα ή να απευθύνουν έναν υπαρξιακό υπαινιγμό ή ένα νεύμα εσωτερικού σπαραγμού προς τον αποδέκτη. Και αυτή η ηθελημένα άστικτη γεωγραφία, που σπεύδει εξ αρχής να μας απαλλάξει από την ανάγκη μιας αισθηματολογικής ανταπόκρισης ή από τη βάσανο ενός συγκινησιακού εξαναγκασμού, δεν θα βασιστεί σε ένα πρωτόκολλο απονευρωμένης γλώσσας, σε ένα προαποφασισμένα ουδέτερο και ψυχρό λεξιλόγιο, αλλά, αντιθέτως, θα ανοίξει υπογείως -και ανεπαισθήτως- έναν δρόμο στη ρότα του οποίου επιζητεί να ενοφθαλμίσει ένα μετατοπισμένο αίσθημα ή μια μετονομασμένη σημασία: αντί για μοναξιά ή απομόνωση, κάτι που αποθηκεύει τους ήχους του στην ησυχία, αντί για αίμα και για πόνο, κλαδιά με ανθισμένους καρπούς, που κόβονται για να προχωρήσουμε παραπέρα, αντί για μια πολλά υποσχόμενη φαντασία, ένα μάγμα σκόνης και αλμυρής απορίας:
Μαύρο κουτί
αγγελικά πλασμένο`
στη διασταύρωση της ηλικίας σε αποχαιρετώ
δωμάτιο της μνήμης
αλλοιώνει και μεγεθύνει το πρώτο από τα βλέμματα
ασύμβατο κι ανυπόμονο
ξέρω – και θα το μάθεις κι εσύ
να ζαλίζομαι και να φυλάω
μυστικό το δώρο του κουτιού σου.
(Δεν επέμεινα αρκετά.)
Τι ακριβώς επιδιώκει η Καλοκύρη, ξεδιπλώνοντας έναν τόσο χειροπιαστό και ταυτοχρόνως υπό διαρκή αναχώρηση κόσμο; Μα, τι άλλο από το να συνενώσει τα λογικώς ασύμπτωτα σε ένα ρεύμα συνεχούς μετακύλησης προς ένα σύνολο πολυδύναμων σημασιών, που θα λάβουν σάρκα μόνο στα διάκενα των λέξεων, των φράσεων και των εικόνων χωρίς να καταλήξουν στην άναρχη ελευθερία του υπερρεαλισμού, στο αυτοαναφορικό παιχνίδι του λετρισμού ή στην κάπως βιαστική και εύκολη παραξενιά του παράλογου. Γιατί το να κρύβει η ποίηση την εσώτερη οδύνη και φθορά της, το να καμουφλάρει το πρόσωπό της κάτω από το φως και την ευδία ή το να δοκιμάζει τα φτερά της προκειμένου να πετάξει προς έναν έναστρο ουρανό ενώ από κάτω ελλοχεύει το κενό είναι μια διαδικασία όχι βολικής φυγής και λυτρωτικής υπέρβασης, αλλά μια διαδικασία βαθιάς και ριζικής μεταμόρφωσης: ένας τρόπος μετασχηματισμού και αυτοσχηματισμού μακριά από την αγοραία γοητεία των λέξεων και προς ένα ζητούμενο έκφρασης η οποία ασκείται στο πως δεν θα σπαταληθεί – και για να μη σπαταληθεί η έκφραση, οφείλει, όπως και το πράττει δίχως χρονοτριβή η Καλοκύρη, να μετατρέψει το γυμνό δράμα σε αιχμή του δόρατος της τέχνης της, σε μια τέχνη πρωτόφαντης τόλμης και αναντίρρητης πρωτοτυπίας.
Αριάδνη Καλοκύρη, Χώρα αναμονής, Κίχλη
Βρες το εδώ