της Όλγας Σελλά
Αυτό ήταν! Τέρμα για φέτος τα πάνω-κάτω στην Πειραιώς 260, τέρμα το «πόση διάρκεια έχει;», τέρμα οι πρώτες αποτιμήσεις στο προαύλιο μετά τις παραστάσεις. Το Φεστιβάλ Αθηνών και όσα φιλοξενούσε στην Πειραιώς 260 ολοκληρώθηκαν στις 20 Ιουλίου μ’ ένα μεγάλο πάρτι. Είδα, από τις 7 Ιουνίου, 15 παραστάσεις, ξένες και ελληνικές. Επίλογος, λοιπόν. Σ’ ένα κείμενο επιλόγου έχουν θέση οι απολογισμοί, οι σχολιασμοί της όλης διοργάνωσης, οι σκέψεις για το τι θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Αλλά πριν από αυτά χρωστάω ακόμα μερικά λόγια παραπάνω για τις παραστάσεις της τελευταίας, πολύ πυκνής, εβδομάδας στην Πειραιώς 260. Τις εκδηλώσεις της οποίας, οι περισσότεροι, αποχαιρετίσαμε στη σκηνή «Ελένη Παπαδάκη» του REX, αφού εκεί φιλοξενήθηκε η παράσταση του Μάριο Μπανούσι «Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia».

“Taverna Miresia»: αγγίζοντας το τραύμα της απουσίας
Οι προσδοκίες γι’ αυτή τη δεύτερη παράσταση του νεαρού Μάριο Μπανούσι, που την περασμένη άνοιξη γνώρισε το ευρύτερο κοινό με τη δεύτερη παράσταση της άτυπης τριλογίας του, το «Goodbye, Lindita», ήταν πολύ υψηλές. Και τι σπάνιο και ακριβό που είναι όταν οι προσδοκίες εκπληρώνονται! Γιατί ο Μάριο Μπανούσι σ’ αυτή την, μόλις, τρίτη σκηνοθεσία του εξακολουθεί να έχει το αναγνωρίσιμο, κιόλας, προσωπικό του ύφος, να έχει τη σιωπηλή (και πάλι) αφήγησή του, να έχει συμβολισμούς, λιτότητα, αμεσότητα και συγκίνηση και να χειρίζεται με ξεχωριστό τρόπο τα μέσα του. Σκηνή αυτής της παράστασης ο χώρος ενός μπάνιου (ακριβώς με την έννοια του bathroom). Όπου υπάρχουν όλα τα αναγνωρίσιμα που στεγάζει αυτός ο χώρος του σπιτιού: πλυντήριο, απλώστρα, ρούχα άπλυτα, ντουζιέρα, πετσέτες, νιπτήρας. Αυτός ο χώρος, όπου τα σώματα πλένονται και φορούν καθαρά ρούχα, θα φιλοξενήσει τον αποχαιρετισμό ενός ανθρώπου, του πατέρα. Μ’ έναν φωτισμό κίτρινο, μελαγχολικό, θολό από τα δάκρυα λες, σ’ αυτό το μπάνιο χάσκει ένας τάφος. Γύρω του μαζεύονται τα μέλη της οικογένειας. Κι επιχειρούν το καθένα τη δική του κάθαρση, είτε μ’ ένα μοιρολόι (οι λαρυγγισμοί της Σαβίνας Γιαννάτου την τοποθετούν από πάντα στο σύμπαν του Μάριο Μπανούσι), είτε με τη διαδικασία της μνήμης. Που έχει πολλά παρακλάδια. Πέντε καρέκλες στέκουν στη σειρά. Στη μία κρέμεται ένα σακάκι. Η ωραιότερη απεικόνιση της απουσίας και της νοσταλγίας. Έχει, όπως πάντα, πολλές προσωπικές αναφορές στις παραστάσεις του ο Μάριο Μπανούσι. Τις εντάσσει όμως μέσα στην τοιχογραφία της κάθε παράστασης, τις κάνει γήινες κινήσεις των ανθρώπων, τις κάνει να θυμίζουν κάτι στον καθένα. Τις κάνει ποιητικές εικόνες, έτσι κι αλλιώς. Και στο τέλος στέκει ο ίδιος γονατιστός δίπλα στον νιόσκαφτο χορταριασμένο τάφο. Και κάποια πλακάκια αφήνουν να φανούν μικρά τοξωτά παράθυρα, σαν εκκλησίας. Κι ανοίγει και μια πόρτα στο πίσω μέρος του μπάνιου, πάλι με δυο φύλλα τοξωτά, σαν από μικρό ξωκλήσσι, με τάματα να κρέμονται από τον ξύλινο τοίχο στο βάθος του, κι η μυρωδιά από λιβάνι απλώνεται στην αίθουσα. Η μεταφυσική είναι μ’ έναν ποιητικό τρόπο παρούσα στα έργα του. Από τις ξύλινες τοξωτές πόρτες βγαίνει ένα πλάσμα αλλόκοτο, χόρτινο, σαν παλιός θρύλος, σαν γίγαντας των παραμυθιών, ένα με τη γη (ήταν πολύ γήινη όλη αυτή η παράσταση) και πλησιάζει το γιο δίπλα στον τάφο, κι ανοίγει δυο τεράστια χέρια σαν φτερούγες και τον κλείνει εντός τους. Ένα καταφύγιο αναμνήσεων; Μια αγκαλιά που δεν δόθηκε; Τι σημασία έχει; Ο καθένας ερμηνεύει όπως νομίζει ένα ποίημα. Και είδαμε, για δεύτερη φορά μέσα σε μερικούς μήνες, μια παράσταση-ποίημα. Για την απουσία, για τα απωθημένα, για όσα δεν ειπώθηκαν, για όσα δεν λύθηκαν, για όσα έμειναν μισά… Επί σκηνής συναρπαστικοί όλοι και όλες: Σαβίνα Γιαννάτου, Χρυσή Βιδαλάκη, Κατερίνα Κρίστο, Μάριο Μπανούσι, Ευτυχία Στεφάνου. Μουσική (εξαιρετική): Jeph Vanger. Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου.

«Ρέκβιεμ για τη Φάνι Γκόλντμαν»: εικαστικό θέατρο
Η σκηνοθέτιδα Ζωή Χατζηαντωνίου εμπνεύστηκε από το σχεδίασμα μυθιστορήματος της σημαντικότατης Αυστριακής συγγραφέως Ινγκεμποργκ Μπάχμαν και έστησε μια παράσταση όπου η όψη, η εικαστική όψη που ήταν εντυπωσιακή –σκηνικά Μαρία Πανουργιά-, είχε τον πρώτο λόγο. Η Φάνι Γκόλντμαν, μια όμορφη ηθοποιός, ζει μέρες δόξας και μεγαλείου δίπλα στον σύζυγό της ώσπου χωρίζουν και συνδέεται μ’ έναν άγνωστο αλλά φιλόδοξο συγγραφέα, τον Τόνι Μάρεκ. Εκείνος αξιοποιεί τις γνωριμίες της για την προσωπική του ανέλιξη, ώσπου την εγκαταλείπει για μια νεότερη γυναίκα. Κι όταν εκδίδεται το πρώτο του βιβλίο, η Φάνι Γκόλντμαν αντιλαμβάνεται ότι είχε κλέψει όλες της τις σκέψεις, τις εξομολογήσεις, τις μύχιες σκέψεις, τον ίδιο της τον εαυτό. Η Φάνι Γκόλντμαν αρρωσταίνει από οργή και μίσος («βρέθηκε εκτός λειτουργίας»), παραδίδεται στο αλκοόλ και πεθαίνει. Αυτό είναι το σχεδίασμα του μυθιστορήματος που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Η Ζωή Χατζηαντωνίου κίνησε δεξιοτεχνικά στη σκηνή τις τέσσερις ηθοποιούς της (Χαρά Μάτα Γιαννάτου, Άννα Καλαϊτζίδου, Αλεξία Καλτσίκη, Ελίνα Ρίζου) σε μια πολυφωνική ερμηνεία του κειμένου και όλες ανταποκρίθηκαν απολύτως. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση και προσέγγιση ενός σπουδαίου κειμένου (που το γνώρισε σε πολλούς από τους θεατές), αλλά πιστεύω ότι η εικαστική όψη και η αφηγηματική οδός της παράστασης (υψηλού επιπέδου το καθένα ξεχωριστά) κινήθηκαν σε παράλληλους δρόμους και δεν συναντήθηκαν θεατρικά.

«Τραγούδια του ελληνικού λαού», ένα μυσταγωγικό drag ορατόριο
Η bijoux de kant του σκηνοθέτη Γιάννη Σκουρλέτη παρουσίασε ένα πολύ ιδιαίτερο θέαμα στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών, μια μουσική παράσταση περισσότερο, ένα drag ορατόριο, όπως ο ίδιος το ονόμασε. Εμπνεύστηκε από τον Μικρασιάτη συνθέτη, μαέστρο και πιανίστα που έγινε ευρέως γνωστός με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης και τις μεγάλες του επιτυχίες στο ελαφρό τραγούδι (Ξύπνα αγάπη μου, Θα ξανάρθεις, Τα νέα της Αλεξάνδρας, Πόσο λυπάμαι, κ.ά.). Ως Γιάννης Κωνσταντινίδης αφοσιώθηκε στα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του με το δημοτικό τραγούδι το οποίο προσάρμοσε σε μουσικά μοτίβα της δυτικής παράδοσης. Αυτή τη διαδρομή του αγγίζει ο Γιάννης Σκουρλέτης, αυτό το καινούργιο είδος μουσικής που θέλησε να γεννήσει, μαζί με τη βάσανο και της φλόγα της αναζήτησης (προσωπικής ή καλλιτεχνικής), έτσι όπως ακούγεται στα κείμενα της παράστασης. Η Νίνα Νάη (βαρύτονος in drag) ερμήνευσε μοναδικά τα τραγούδια και τα δημοτικά και τα ελαφρά, η περφόρμερ Daglara με την απόκοσμη όψη της ήταν ασφαλώς οι κάθε λογής δαίμονες του Κωνσταντινίδη και στο πιάνο ήταν ο Γιώργος Ζιάβρας. Ήταν μια πολύ ειδική, μυσταγωγική, αλλά πολύ στατική παράσταση, στους δρόμους που πάντα περπατάει ο Γιάννης Σκουρλέτης.
Η μοναξιά της Μικρής Επιδαύρου
Η αλήθεια είναι ότι είναι αρκετά δύσκολο για κάποιον που θέλει να παρακολουθήσει όλες τις παραστάσεις της Μικρής Επιδαύρου, ειδικά όσες εντάσσονται στην ενότητα Contemporary Ancients, που η Κατερίνα Ευαγγελάτου δημιούργησε, αφού είτε θα πρέπει να μένει επί 4 διήμερα στην Επίδαυρο, είτε θα πρέπει να πηγαίνει και να έρχεται για δύο συνεχόμενες ημέρες στην Επίδαυρο (Παρασκευή και Σάββατο). Γιατί οι παραστάσεις αυτής της ενότητας, που είναι παραγγελίες γραφής έργων σε σύγχρονους συγγραφείς, με τον όρο η έμπνευσή τους να είναι μια αρχαία τραγωδία, παίζονται μόνο στη Μικρή Επίδαυρο. Οι προσπάθειες που έγιναν κάποιες φορές για επανάληψή τους στην Αθήνα δεν τελεσφόρησαν. Όμως η αλήθεια είναι ότι θα πρέπει να εξεταστεί και πάλι αυτό το θέμα, γιατί αδικεί τους δημιουργούς αυτών των παραστάσεων, οι οποίες παίζονται μόνο δύο φορές. Δεν θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν στο «Σχολείον Ειρήνη Παππά» για παράδειγμα, μιας που υπάρχει μια καλή συνεργασία του Φεστιβάλ με το Εθνικό Θέατρο, αφού το κόστος για την επανάληψή τους στην Πειραιώς είναι μεγάλο; Μια ιδέα ρίχνω. Και μετά το σχόλιο, η φετινή παράσταση που είδα στη Μικρή Επίδαυρο ήταν τα «Συμπτώματα από την έλλειψη βάρους» σε κείμενο Γιάννη Σκαραγκά, εμπνευσμένο από τις «Ευμενίδες» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Έμιλυς Λουίζου. Ήταν η δεύτερη σκηνοθεσία αυτής της νεαρής καλλιτέχνιδας που παρακολουθώ, η οποία ζει και εργάζεται στη Βρετανία. Μου είχε αφήσει πολύ θετικές εντυπώσεις από την πρώτη φορά. Και αυτή, τη δεύτερη, επιβεβαίωσα ότι είναι μια σκηνοθέτιδα που ξέρει να στήνει παραστάσεις, με ρυθμό και σασπένς (μάλλον της αρέσει το σασπένς) να διδάσκει τους ηθοποιούς, να δημιουργεί ένα σύμπαν άκρως θεατρικό. Στην προκειμένη παράσταση, συνδιαλέχτηκε ταιριαστά με το κειμενικό πλαίσιο του Γιάννη Σκαραγκά, ο οποίος επίσης έδωσε ένα ενδιαφέρον κείμενο, με προεκτάσεις μυστηρίου και ψυχολογίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια έξυπνη και φρέσκια πρόταση για το πλαίσιο αυτού του θεματικού κύκλου. Είμαι σίγουρη ότι θα μας δείξει ενδιαφέροντα δείγματα δουλειάς της και στο μέλλον. Οι Μελαχρινός Βελέντζας, Σύρμω Κεκέ, Νεφέλη Κουρή, Χριστίνα Μαξούρη, Ελένη Μπούκλη και Αιμιλιανός Σταματάκης θεατροποίησαν εύστοχα τους χαρακτήρες του κειμένου.

Στο βωμό του Grape;
Τι είδαμε τελικά στο Φεστιβάλ Αθηνών στους χώρους της Πειραιώς 260; Παρουσιάστηκαν δεκατέσσερις ελληνικές παραγωγές (δύο εξ αυτών ήταν επανάληψη από πέρυσι, οι παραστάσεις του Γιώργου Κουτλή και του Ανέστη Αζά) και μόνο οι τέσσερις από αυτές στηρίχτηκαν σε αμιγή κείμενα (θεατρικά ή λογοτεχνικά): οι παραστάσεις του Στάθη Λιβαθινού, του Γιώργου Κουτλή, του Θάνου Παπακωνσταντίνου και της Ζωής Χατζηαντωνίου. Όλες οι υπόλοιπες ήταν νέα έργα, τα περισσότερα γραμμένα από τους σκηνοθέτες, λίγα από αυτά ενδιαφέροντα. Είναι ασφαλώς μια νέα τάση αυτή του θεάτρου, μας έχει δείξει άκρως ενδιαφέροντα και άκρως αποτυχημένα θεάματα, αλλά μήπως υπάρχει μια επικίνδυνη απομάκρυνση από τα κείμενα;
Ο θεματικός άξονας που ακολούθησαν οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες ήταν αυτός που το Φεστιβάλ Αθηνών έθεσε (συμπερίληψη, έμφυλη ταυτότητα, μορφές βίας, θέση της γυναίκας). Και οι περισσότερες από αυτές τις παραστάσεις εντάχθηκαν στο Grape, το μεγάλο στοίχημα του Φεστιβάλ Αθηνών φέτος. Που στόχο έχει την παρουσίαση ελληνικών παραστάσεων σε ξένους ειδικούς (διευθυντές φεστιβάλ, curators, δημοσιογράφους, σκηνοθέτες) και η προσπάθεια κάποιες από αυτές να ταξιδέψουν σε αντίστοιχα φεστιβάλ του εξωτερικού. Είναι η πρωτοβουλία που πήρε τ’ όνομά της από τις λέξεις Greek Agora of Performance (Grape), μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόθεση και προσπάθεια. Όμως αυτό που τελικά διαφάνηκε στο πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών είναι ότι οι περισσότερες επιλέχθηκαν και σχεδιάστηκαν με το βλέμμα στραμμένο στο Grape. Δηλαδή: ολιγοπρόσωπες συνήθως παραγωγές, μικρής διάρκειας, με ευέλικτα σκηνικά. Κάτι που έδινε, εντέλει, μια αποσπασματική εικόνα της σύγχρονης θεατρικής ελληνικής παραγωγής, για όποιον ήθελε να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα.
Ασφαλώς ήταν η πρώτη χρονιά αυτής της πρωτοβουλίας, και σίγουρα και το ίδιο το Φεστιβάλ θα εξετάσει τα αποτελέσματα και θα διαπιστώσει τη μονοδιάστατη εικόνα που σχηματίστηκε. Ήταν σα να έλειπε εντελώς το ενδιάμεσο κομμάτι του θεάτρου (ηλικιακά, υφολογικά). Κι ίσως είναι αυτό ο λόγος που μοιάζει να ανακυκλώνεται το κοινό της Πειραιώς 260 από παράσταση σε παράσταση. Ένα κοινό ήδη μυημένο σε πειραματικά θεάματα, ανοιχτό σε νέες προτάσεις. Ένα κοινό που προφανώς δεν μπορεί να καλύψει την προσφορά των παραστάσεων, γι’ αυτό και η Πειραιώς 260 ήταν (και) φέτος το πιο αδύναμο εισπρακτικά κομμάτι του Φεστιβάλ, σε αντίθεση με το Ηρώδειο και την Επίδαυρο.
Μένει να ανακοινωθεί το ενδιαφέρον που έδειξαν για τις ελληνικές παραστάσεις οι ξένοι καλεσμένοι. Και ίσως κι αυτή η πτυχή να δείξει αρκετά πράγματα.