της Όλγας Σελλά
Οι μηχανές στην Πειραιώς 260 έχουν ήδη ζεσταθεί. Στα πηγαδάκια πριν και μετά τις παραστάσεις, επικρατούν οι γνώμες, οι διαφωνίες, οι αντιρρήσεις για παραστάσεις που έχουμε ήδη δει και το τι θα δούμε μετά. Και αυτή την περίοδο υπερτερούν οι μετακλήσεις ξένων παραγωγών που φιλοξενούνται στο Φεστιβάλ. Με μια βεντάλια θεμάτων, με ποικιλία σκηνικού και σκηνοθετικού ύφους, με διαφορετικές θεματικές επιλογές. Σε δύο ξένες παραστάσεις, που ήδη ολοκληρώθηκαν (άλλωστε η διάρκεια ζωής των παραστάσεων σ’ ένα φεστιβάλ είναι πάντα σύντομη) θα σταθώ σήμερα. Η μία έρχεται από την Ευρώπη και έχει την υπογραφή του Ελβετού Κρίστοφ Μαρτάλερ με τον τίτλο «Λυγμός» (παρουσιάστηκε στις 19 και 20 Ιουνίου) και η άλλη έχει την υπογραφή του Ιρανού Αμίρ Ρεζά Κουεστανί με τον τίτλο «Τυφλός δρομέας» (παρουσιάστηκε στις 20 και 21 Ιουνίου). Δύο έργα που είναι σύγχρονες κειμενικές κατασκευές από τους σκηνοθέτες των παραστάσεων (ακόμα μια τάση που αρχίζει να επικρατεί), και αγγίζουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο τα ερεθίσματα της ζωής που βιώνει ο κάθε σκηνοθέτης. Πιο φιλοσοφικός, σκωπτικός και αποστασιποιημένος ο Μαρτάλερ, πιο τρυφερός και εμπνευσμένος από την επικαιρότητα της χώρας του ο Κουεστανί. Η Ευρώπη από τη μία, η Ανατολή από την άλλη.
«Τυφλός δρομέας»: τρέχοντας χέρι-χέρι
Το θέμα της παράστασης που έρχεται από το Ιράν ήταν γνωστό: ένα ζευγάρι προπονείται για να φύγει από το Ιράν προς την Αγγλία. Το σχέδιο είναι να καλύψουν τρέχοντας τη Σήραγγα της Μάγχης, στις πέντε ώρες που μεσολαβούν από το τελευταίο βραδινό έως το πρώτο πρωινό τρένο. Ένα θέμα που ο Κουεστανί το συνδέει, μ’ έναν τρόπο έμμεσο, συμβολικό όσο και ευθύ, με τις αναζητήσεις, τις αντιδράσεις, τις διαμαρτυρίες που συντελούνται στην πατρίδα και με τις συνθήκες ζωής όσων εναντιώνονται στην επιθυμία των Ιρανών, ανδρών και γυναικών, για ελευθερία. Το σκηνικό είναι το πιο μίνιμαλ σκηνικό που θα μπορούσε να έχει μια παράσταση που ταξιδεύει. Κανένα σκηνικό. Τα πάντα δημιουργούνται από τους φωτισμούς και από μια γιγαντοοθόνη στο βάθος της σκηνής. Δύο άνθρωποι επί σκηνής, ένα ζευγάρι, το ζευγάρι της ιστορίας μας, οποιοδήποτε ζευγάρι. Οι φωτισμοί δημιουργούν τα κελιά, τον τόπο συνάντησης στο επισκεπτήριο, τον τόπο που προπονούνται. Στον τοίχο γράφουν με κιμωλία τις λέξεις «γεγονός», «αληθινή ιστορία», «μυθοπλασία», «φανταστική ιστορία». Όλα θα ανακατευτούν. Και οι αφορμές της πραγματικότητας και η φαντασία του δημιουργού. Και μετά αρχίζουμε και παρακολουθούμε το επισκεπτήριο του άντρα, που επισκέπτεται τη φυλακισμένη γυναίκα του. Φυλακισμένη από το καθεστώς, για τη δράση της. Δύο άνθρωποι που θέλουν να είναι μαζί, που ονειρεύονται ένα σωρό πράγματα και τώρα πρέπει να μάθουν να ζουν χωριστά. Ο Κουεστανί καταφέρνει να μεταδώσει στην πλατεία την αμηχανία, τη θλίψη, την αγωνία, την οργή αυτών των δύο ανθρώπων, που δεν κινούνται. Στέκονται απέναντι ο ένας στον άλλον, μ’ ένα τζάμι ανάμεσά τους και μόνο μιλούν. Μόνο από τον τόνο της φωνής τους και από ό,τι διαβάζουμε στα μάτια τους. Ο άντρας προσπαθεί να της δώσει κουράγιο. Η γυναίκα είναι θυμωμένη. «Δεν μας σκότωσαν αλλά είμαστε σαν τους νεκρούς». «Η ζωή είναι για να τη ζεις και μας την πήραν». Και κατά διαστήματα αρχίζουν να τρέχουν σε αντίθετη κατεύθυνση, όπως το ζευγάρι που ενέπνευσε τον Κουεστανί, και μετά τη σύλληψη της γυναίκας, οι δυο τους έτρεχαν κάθε βράδυ, πλάι στον τοίχο της φυλακής, σε αντίθετη κατεύθυνση. Εκείνος απ’ έξω, εκείνη από μέσα. Και όλα ανακατεύονται σαν παραμύθι της Ανατολής. Η πραγματικότητα, η μυθοπλασία, η ποίηση, το όνειρο, τα γεγονότα. Μια τυφλή δρομέας που καταφέρνει να φύγει όχι από τον συνήθη δρόμο των προσφύγων, αλλά με το αεροπλάνο, αφού έχει κερδίσει μετάλλιο (και ίσως εκεί να φωτογραφίζει τον εαυτό του ο Κουεστανί, που έχει άλλες ευκαιρίες να φεύγει από τον τόπο του), ο συμβολισμός του κοινού τρεξίματος (της κοινής προσπάθειας: «Δεν μπορείς να είσαι ελεύθερος όταν είσαι μόνος», λέει ο Κουεστανί στις συνεντεύξεις του. Άλλωστε, η ιδέα αυτής της παράστασης δημιουργήθηκε όταν η δραματουργός της, Samaneh Ahmadian, του έδειξε μια φωτογραφία τυφλών δρομέων με τους οδηγούς τους, στου Παραολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο. Μια παράσταση χωρίς δράση και εναλλαγές, που όμως καταφέρνει να δημιουργήσει συναισθήματα, αγωνία, ταύτιση με τους ήρωες. Κάτι που οφείλεται, αναμφίβολα, και στη σκηνοθετική διαδικασία, αλλά και στους δύο Ιρανούς ηθοποιούς, την Ainaz Azarhoush και τον Mohammad Reza Hosseinzadeh. Και μια παράσταση φτιαγμένη κυρίως για το ευρωπαϊκό κοινό, με την κουλτούρα μιας χώρας της Ανατολής.
Ένας αποστειρωμένος «Λυγμός»
Σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση το σύμπαν που στήνει επί σκηνής ο Κρίστοφ Μαρτάλερ, ένας σκηνοθέτης που έχει διανύσει με επιτυχία μια μεγάλη διαδρομή. Κατ’ αρχήν είναι μια πολύ πιο ακριβή παραγωγή. Δεύτερον αντλεί την έμπνευσή του από κείμενα του επίσης Ελβετού εικαστικού καλλιτέχνη Ντίτερ Ροτ. Σκηνικός χώρος ένα φαρμακείο, με πέντε γυναίκες υπαλλήλους, που διαρκώς τακτοποιούν με ευλαβική τάξη τα πάντα. Ανάμεσά τους μια γηραιότερη υπάλληλος, που ξεκλέβει πάντα χρόνο να βάλει έναν δίσκο βινυλίου σ’ ένα πικάπ. Στην οθόνη βλέπουμε την περιποίηση νυχιών ενός γηραιού ανθρώπου. Η φθορά, η παχυσαρκία, τα προβλήματα του ανθρώπινου σώματος ίπτανται σχεδόν στην ατμόσφαιρα, ενώ οι πέντε γυναίκες υπάλληλοι τακτοποιούν. Όταν δεν τραγουδούν, όταν δεν χορεύουν, όταν δεν μεταφέρουν έναν άντρα σαν να είναι κούκλα που ενοχλεί την τάξη του χώρου. Κι ένας ψύκτης νερού αυτενεργεί και κινείται μόνος του στο χώρο –η εισβολή της τεχνολογίας με χιούμορ. Άλλοτε με πυκνό λόγο, άλλοτε χωρίς λόγια αλλά με άψογα σχεδιασμένες και εκτελεσμένες από τους ηθοποιούς κινήσεις, με πολλή μουσική και τραγούδι και τον πιανίστα να εμφανίζεται σε μια τηλεόραση με βραχίονα, ο Μαρτάλερ σχολιάζει μ’ έναν πολύ ιδιαίτερο, αποστασιοποιημένο, σκωπτικό και δηκτικό τρόπο τη ρουτίνα της καθημερινότητας στις σύγχρονες κοινωνίες, τη φθορά, την απουσία επικοινωνίας, το κενό των σχέσεων, την επανάληψη των συμπεριφορών, με μόνο διαφορετικό έναν άντρα που οι άλλοι τον αντιμετωπίζουν σαν κούκλα, σαν αόρατο. Σχολιάζει την παρακμή, αυτή την ασθένεια και τις παρενέργειές της, μέσα σ’ ένα φαρμακείο, σ’ έναν τόπο που διαθέτει αντίδοτα στη φθορά και στις παρενέργειες. «Το χόμπι του ανθρώπου είναι η παρακμή του».
Παρά την έξοχα σχεδιασμένη σκηνική παρουσίαση, παρά τις εξαιρετικές και ακριβείς ερμηνείες όλων των ηθοποιών, η αλήθεια είναι ότι η γλώσσα του Μαρτάλερ δεν συνομίλησε με πολλούς στην αίθουσα Η της Πειραιώς 260. Είχε κρυπτικότητα, ιδιαιτερότητα και αποστασιοποίηση το χιούμορ του και η σκηνική του γλώσσα, και δεν ήταν αρκετός ο άψογος σχεδιασμός και η τέλειά εκτέλεσή της να συνομιλήσει με την πλειοψηφία των θεατών. Ακόμα και η διαδικασία ρήξης, η ανατροπή του αποστειρωμένου περιβάλλοντος –η σκηνή στο τέλος που οι γυναίκες-υπάλληλοι πετούν όλα τα κουτιά με τα φάρμακα στο πάτωμα, είχε έναν αργόσυρτο ρυθμό. Παρότι ήταν σίγουρα μια ξεχωριστή πρόταση, μια έξυπνη δραματουργία και μια άρτια εκτέλεση. Θα ήταν άδικο να μην αναφερθούν τα ονόματα των έξοχων ηθοποιών της: Liliana Benini, Magne Håvard Brekke, Olivia Grigolli, Elisa Plüss, Nikola Weisse, Susanne-Marie Wrage.
Αυτή είναι η γοητεία, η προσφορά και το κέρδος από ένα φεστιβάλ. Δίνει τη δυνατότητα να δει ο θεατής, σε σύντομο χρονικό διάστημα, πολλές και διαφορετικές θεατρικές «εκφράσεις», να γνωρίσει τι ενδιαφέρει, με τι καταπιάνονται και πώς αποδίδουν οι σκηνοθέτες τα θέματα που τους απασχολούν.
- Η επόμενη παράσταση είναι του θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Αλεξάντερ Ζέλντιν, από τη Βρετανία, στην πρώτη του εμφάνιση στην Ελλάδα, με το έργο «Οι εξομολογήσεις» (23 έως 26 Ιουνίου, στην Πειραιώς 260).