της Όλγας Σελλά
Είναι ανάγκη πολλών η αναζήτηση απαντήσεων του τωρινού κόσμου σε κρίσιμες στιγμές του πρόσφατου παρελθόντος. Εκεί αναζητούν (αναζητούμε) τα αίτια και τις απαρχές πολλών δρόμων που πήραν οι σύγχρονες κοινωνίες και πολλά από όσα διαμόρφωσαν τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς μας. Οι ιστορικοί, οι καλλιτέχνες, οι πολίτες. Και είναι πολύ συχνή η παρουσία στιγμών της σύγχρονης ιστορίας στις θεατρικές σκηνές, με διάφορους τρόπους. Στο Φεστιβάλ Αθηνών, στην Πειραιώς 260, φιλοξενήθηκαν τις προηγούμενες μέρες δύο παραστάσεις, μια ελληνική, και μία συμπαραγωγή με πολλούς θεατρικούς οργανισμούς και το Φεστιβάλ Αθηνών ανάμεσά τους, που ήρθε από την Αργεντινή.
Η Νατάσα Τριανταφύλλη στράφηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα, και στην προσπάθεια της ελληνικής κοινωνίας να ξανασταθεί στα πόδια της και να γίνει ένα σύγχρονο κράτος, με υποδομές, με θεσμούς και οργανισμούς, με βασικό αρωγό την αμερικανική βοήθεια και το «Σχέδιο Μάρσαλ» (παρουσιάστηκε από 7 ως 10 Ιουνίου), σχολιάζοντας και τις συμπεριφορές των ανθρώπων απέναντι στο καινούργιο και στο οργανωμένο. Ο Αργεντίνος σκηνοθέτης Μαριάνο Πενσότι, που πρώτη φορά είδαμε δουλειά του στην Ελλάδα –στις 14 και 15 Ιουνίου-, καταφέρνει, μ’ ένα θεατρικό έργο που μιλάει για ένα «Θεατρικό έργο (La obra», μέσα σε μιάμιση ώρα και μέσα από το δρόμο της μικροϊστορίας, να μιλήσει για τους Ναζί που κατέφυγαν στη Λατινική Αμερική, για τη σύγχρονη Αργεντινή, για τον πολύπαθο Λίβανο, για τα προσωπικά πάθη των ανθρώπων του 21ου αιώνα.
«Το θεατρικό έργο (La obra)»
Ένας αφηγητής, το alter ego του Μαριάνο Πενσότι, ο Ουαλίντ Μανσούρ, είναι το κεντρικό πρόσωπο στην παράσταση που ήρθε από την Αργενινή. Είναι ένας νεαρός Λιβανέζος σκηνοθέτης που αναζητεί «το πιο παράξενο θεατρικό ταξίδι του κόσμου» και γοητεύεται από μια παράξενη ιστορία που βρήκε γκουγκλάροντας: την ιστορία ενός Πολωνοεβραίου, του Σίμον Φρανκ, που μετά τον πόλεμο βρέθηκε στην Αργεντινή, εγκαταστάθηκε σε μια κωμόπολη κι εκεί άρχισε να στήνει τη… Βαρσοβία αλλά και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου χάθηκαν οι γονείς του. Έφτιαξε στην ύπαιθρο της αργεντίνικης κωμόπολης έναν τεράστιο σκηνικό χώρο, που κάθε χρόνο μεγάλωνε, και σιγά σιγά οι κάτοικοι της κωμόπολης, που στην αρχή τον έβλεπαν παράξενα, τον αποδέχτηκαν, πήραν μέρος σ’ αυτή την παράσταση, που γινόταν μια φορά το χρόνο και για πολλούς ήταν όχι μόνο αυτό που ανέτρεψε τη ρουτίνας της καθημερινότητάς τους, αλλά και μια διαδικασία απελευθέρωσης από τα προσωπικά τους δεσμά.
Θέατρο μέσα στο θέατρο λοιπόν, μ’ ένα σκηνικό που διαρκώς κάνει κύκλους και πότε μας μεταφέρει στην παράσταση του Σίμον Φρανκ, πότε στις ζωές όσων μετείχαν, πότε στη διαδρομή του Ουαλίντ Μανσούρ και στα προσωπικά του βιώματα. Κύκλοι που στην αρχή παραξενεύουν τους θεατές και σιγά σιγά μπαίνουν, μπαίνουμε όλοι σ’ αυτόν τον στροβιλισμό, και παρακολουθούμε την αθόρυβη αλλά καίρια αναπαράσταση της ζωής, του τόπου, των τόπων, της μνήμης, τόσων πολλών ανθρώπων. Κι όλα γίνονται χωρίς κανέναν στόμφο, χωρίς κανένα διδακτισμό. Η δικτατορία στην Αργεντινή και οι χιλιάδες αγνοούμενοι, ο εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και οι προσωπικές διαδρομές των ηθοποιών που υποδύονταν τους ηθοποιούς στην παράσταση του Σίμον Φρανκ εμφανίζονται σε κάθε στροφή του σκηνικού, με μόνη αλλαγή τα σακάκια και τα πανωφόρια που παραπέμπουν συμβολικά στη συγκεκριμένη στιγμή. Η αποθέωση του μίνιμαλ, η αποθέωση της πιο λιτής αλλά και πιο ουσιαστικής θεατρικής διαδικασίας, που καταφέρνει ν’ αγγίξει πολλές πληγές. Γιατί ο Σίμον Φρανκ αποδεικνύεται ότι ήταν ένας Ναζί, ανώτατος αξιωματικός σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, που οικειοποιήθηκε την ταυτότητα ενός από τα θύματά του. Ο Σίμον Φρανκ ήταν το θύμα. Ο ψεύτικος Σίμον Φρανκ ήταν ο θύτης. Για τους κατοίκους εκείνης της κωμόπολης όμως ήταν λυτρωτής, για πολλούς λόγους. Πώς στεκόμαστε μπροστά σ’ αυτή την ανατροπή; Γιατί ο θύτης θέλησε να ενδυθεί τη ζωή του θύματός του; Αναζήτησε σ’ αυτό μια κάθαρση; Αυτό, μέσα στην παράσταση του Πενσότι αγγίζει τη μεγάλη ιστορία. Όμως θύμα και θύτης πρωταγωνιστούν και στη μικροϊστορία του σκηνοθέτη της ιστορίας μας, του Λιβανέζου Ουαλίντ Μανσούρ, που έχει απαρνηθεί τον πατέρα του και το επίθετό του, αφού κατηγορήθηκε ως προδότης στον εμφύλιο του Λιβάνου. Πολλά χρόνια αργότερα, ο κολλητός φίλος του πατέρα του, τους ομολογεί ότι εκείνος ήταν ο προδότης και άδικα είχε κατηγορηθεί ο πατέρας τους… Κι άλλα θύματα, κι άλλοι θύτες σε ρόλους μπλεγμένους. Τιμωρία και αυτοτιμωρία, μίσος και συγχώρεση, θέατρο και πραγματικότητα, σ’ αυτό το θεατρικό ντοκιμαντέρ, καμωμένο μ’ έναν τρόπο τόσο φυσικό, όπως όταν καθόμαστε και τα λέμε μ’ έναν δικό μας άνθρωπο σε μια ήσυχη βεράντα ένα απομεσήμερο. Γι’ αυτό και το «La obra», η παράσταση του Μαριάνο Πενσότι, ήταν τόσο άμεση, τόσο ουσιαστική, τόσο ανεπιτήδευτη. Γιατί φτιάχτηκε από απλά υλικά, με ευαισθησία, φαντασία και ενσυναίσθηση. Και για τους θύτες και για τα θύματα.
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο – Σκηνοθεσία Mariano Pensotti, Σκηνικά – Κοστούμια Mariana Tirantte, Μουσική Diego Vainer, Καλλιτεχνική παραγωγή Florencia Wasser, Βίντεο Martin Borini, Σχεδιασμός φωτισμού David Seldes, Βοηθός σκηνοθέτη Juan Francisco Reato, Δραματουργία Aljoscha Begrich
Παίζουν: Rami Fadel Khalaf, Alejandra Flechner, Diego Velázquez, Susana Pampin, Horacio Acosta, Pablo Seijo
Μουσικός: Julián Rodríguez
Συμπαραγωγή Wiener Festwochen, Athens Epidaurus Festival, Festival D’ Automne à Paris, Piccolo Teatro di Milano – Teatro d’Europa and Printemps des Comediéns Montpellier. Σε συνεργασία με το Grand Theatre Groningen
Σχέδιο Μάρσαλ – A path of perspectives
Η Νατάσα Τριανταφύλλη έσκυψε με προσοχή και ενδιαφέρον, πάνω από ένα τεράστιο υλικό της πρόσφατης ιστορίας. Προσπάθησε να δει πώς ήταν η Ελλάδα τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, πώς κατέγραφαν την κατάστασή της οι ξένοι παρατηρητές, ενέταξε σημαντικές ιστορικές στιγμές από την Απελευθέρωση, τον Εμφύλιο μέχρι τα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής ανάπτυξης και τα πρώτα επιτεύγματα. Οδηγός της και βασικό της υλικό, το ημερολόγιο και η έκθεση που συνέταξε για την Ελλάδα ο Αμερικανός παρατηρητής Πολ Πόρτερ, το 1947. Και οι πρώτες σκηνές, σχεδόν εκτός παράστασης, με τους ηθοποιούς να βγαίνουν κάθε τόσο και να διαβάσουν σημεία της έκθεσης, που περιέγραφαν τις συνήθειες των ανθρώπων αυτού του τόπου, με τρόπο που να γίνεται κατανοητός για έναν ξένο, ήταν έξυπνος και ενδιαφέρον. [«Στα κρεβάτια θα βρείτε κοριούς». «Οι γυναίκες φέρνουν τα κεράσματα και στέκονται όρθιες από πάνω σας και σας κοιτάνε». «Για την κακή τύχη πιστεύουν στο μάτι».] Και ακολουθούν, η Απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά, ο Εμφύλιος, κάπου ανάμεσα ο Χατζιδάκις, η Βάρκιζα, η UNRRA (Οργανισμός Περίθαλμψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών), τα πρώτα βήματα στην κανονικότητα τη δεκαετία του ’50 –διάνοιξη του Ισθμού, τηλεπικοινωνίες, τρένα, η ανοικοδόμηση, ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης.
Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όσο και πυκνή, με οδυνηρές αλλά και αισιόδοξες στιγμές, ιστορική περίοδος. Πώς να χωρέσουν όλα αυτά σε μια παράσταση; Θα μπορούσα να πω ότι χώρεσαν μ’ έναν ασθματικό ρυθμό, που περισσότερο έμοιαζε με θεατροποιημένη διάλεξη (ή με μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για ένα ελκυστικό μάθημα ιστορίας) παρά για μια αμιγώς θεατρική γλώσσα –κι ας έκαναν ό,τι μπορούσαν οι ηθοποιοί της παράστασης, αμήχανοι συχνά μπροστά στο τεράστιο υλικό που είχαν να διαχειριστούν. Τα σκηνικά της εύστοχης και έμπειρης Εύας Μανιδάκη προσπάθησαν να αποδώσουν το πλαίσιο του έργου και πότε γίνονταν χωνιά (έτσι έλεγαν παλιά τις αυτοσχέδιες ντουντούκες) και πότε γίνονταν ο εξοπλισμός ενός οργανωμένου γραφείου (που οδηγούσε στον δρόμο του επανασχεδιασμού της χώρας και στην ανάπτυξη), αλλά δεν νομίζω ότι συναντήθηκαν ποτέ με την παράσταση. Και βρίσκω παράξενα λυρική για την πάντα μίνιμαλ Εύα Μανιδάκη τη σκάλα προοπτικής και ονείρου προς το τέλος της παράστασης.
Ίσως η πιο θεατρική στιγμή της παράστασης ήταν όταν εμφανίστηκε στη γιγαντοοθόνη ο Χρήστος Λούλης ως Τζορτζ Μάρσαλ, τη στιγμή που εκφωνεί την ιστορική του ομιλία στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Τεράστιος και ηγετικός εκείνος, μικροσκοπικοί και σε ανθρώπινα μέτρα εκείνοι που τον ακούν. Κι όμως θα μπορούσαν να αναδειχθούν πολύ περισσότερο αυτά που σίγουρα απασχόλησαν τη Νατάσα Τριανταφύλλη και αφορούν τη διαχρονία συμπεριφορών των σύγχρονων Ελλήνων. «Ελλειψη πίστης για το μέλλον, αδράνεια στο παρόν» ήταν μία από τις διαπιστώσεις του Πολ Πόρτερ, κι ένας από τους έμμεσους σχολιασμούς της σύγχρονης Ελλάδας. Όπως και οι αναφορές σε διάφορες παθογένειες που γίνονται ακόμα διακριτές γύρω μας. Όπως η φράση «την έκανε αμάκα», που προέρχεται από το AMAG (αρχικά του Αμερικανική Αποστολή Βοήθειας στην Ελλάδα) και παραπέμπει στην κατασπατάληση πόρων που για άλλους σκοπούς προορίζονται. Ο λόγος, ο αντίλογος, η κριτική, η απόρριψη, η άρνηση, ο διχασμός που υποδέχθηκαν τότε το Σχέδιο Μάρσαλ ήταν ένας ακόμη έμμεσος σχολιασμός της παράστασης για τον τρόπο που δεν συναινούν σε κρίσιμες στιγμές οι νεοέλληνες. Όμως όλα αυτά έμειναν περισσότερο στο κείμενο, χωρίς να καταφέρουν να γίνουν ελκυστική θεατρική πράξη.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σύλληψη – Σκηνοθεσία – Φωτισμοί Νατάσα Τριανταφύλλη, Σύνθεση κειμένου παράστασης Δήμητρα Μητροπούλου, Νατάσα Τριανταφύλλη, Δραματουργική συνεργασία Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, Σκηνικά Εύα Μανιδάκη, Κοστούμια Βάνα Γιαννούλα, Μουσική Μonika, Συνεργάτης στους φωτισμούς Δημήτρης Κουτάς, Α΄ Βοηθός σκηνοθέτη – Επιμέλεια κίνησης Δήμητρα Μητροπούλου, Β΄ Βοηθός σκηνοθέτη Μαρία Παπαδούλη, Βοηθός σκηνογράφου Μαρία Καλοφούτη, Βοηθός ενδυματολόγου Νατάσα Σεργιάδη
Διεύθυνση παραγωγής Μανόλης Σάρδης – Pro4
Παίζουν (αλφαβητικά) Δάφνη Αλεξάντερ, Νικόλας Μαραζιώτης, Δήμητρα Μητροπούλου, Άρης Μπαλής
Συμμετέχει ο μικρός Κωνσταντίνος Σάρδης
Στο βίντεο εμφανίζεται ο Χρήστος Λούλης
Δύο σκηνοθέτες από διαφορετικές διαδρομές που ενδιαφέρονται και αναζητούν, μέσα από τη σύγχρονη ιστορία του τόπου τους, και με τον τρόπο του θεάτρου, απαντήσεις για το σήμερα. Και αναμφίβολα βαδίζουν και οι δύο παραστάσεις που σήμερα αναφέρω, στον καινούργιο θεατρικό δρόμο, που εξαρχής κατασκευάζει τα κείμενα, αντλώντας και από ντοκουμέντα και από μαρτυρίες το υλικό του, με στόχο την ανάδειξη και τον σχολιασμό σύγχρονων προβληματισμών.