της Όλγας Σελλά
Κατ’ αρχήν ήταν μια έναρξη με τα όλα της. Η πρώτη χωρίς μάσκες, χωρίς απομακρυσμένα καθίσματα –και στο προαύλιο. Η φετινή πρεμιέρα του Φεστιβάλ Αθηνών στην ιστορική πλέον έδρα της, στην Πειραιώς 260, την περασμένη Τετάρτη, είχε συναντήσεις, χαμόγελα, αγκαλιές, χαμόγελα, μουσική, ποτά και φυσικά παραστάσεις. Και θέατρο και χορό. Στην πρώτη ξένη παραγωγή θα σταθώ σήμερα, στην παράσταση που έχει τον παράξενο τίτλο «Βίι», δάνειο από τη φανταστική νουβέλα τρόμου που έγραψε ο Νικολάι Γκόγκολ το 1835, και μιλάει για ένα φοβερό τέρας με τεράστια βλέφαρα, που του έκλειναν τη ματιά. Κι όταν κατάφερνε να δει, σκόρπιζε το θάνατο. Από αυτό τον παλιό σλάβικο θρύλο εμπνεύστηκε ο Ρώσος σκηνοθέτης, ο Κιρίλ Σερεμπρένικοφ (που υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του Κέντρου Γκόγκολ στη Μόσχα, που έκλεισε λόγω της ρήξης του με το ρωσικό καθεστώς και πλέον ζει αυτοεξόριστος στη Γερμανία) και σε συνεργασία με τον Ουκρανό συγγραφέα Μπόνταν Πανκρουχίν, επεξεργάστηκαν μαρτυρίες και ντοκουμέντα όσων υπέστησαν και υφίστανται τις συνέπειες του πολέμου που ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022 και συνεχίζεται…
Πόσο εύκολο είναι να κάνει τέχνη έναν πόλεμο που συμβαίνει σε παρόντα χρόνο, και στον οποίο οι δημιουργοί του ανήκουν στα δύο εμπλεκόμενα έθνη; Πόσο εύκολο όντας μέσα στη φόρτιση και στην οδύνη που δημιουργεί ένας πόλεμος σε παρόντα χρόνο να μετατρέψει την απόγνωση, τη βία, το θυμό, την οδύνη, τον πόνο, τη σκοπιμότητα, τον φανατισμό σε σκηνικό μαγικό ρεαλισμό; Ο Κιρίλ Σερεμπρένικοφ κατάφερε πολλά. Κατ’ αρχήν να μας μεταφέρει την εικόνα που από μακριά και από τις οθόνες μας βλέπουμε όλο αυτό το διάστημα: το σημείο των σπιτιών που ζουν ή έζησαν για μεγάλα διαστήματα πολλοί Ουκρανοί: τα υπόγεια των σπιτιών. Ένα σκοτεινό υπόγειο είναι το σκηνικό, και όσοι βρίσκονται εκεί χρησιμοποιούν φακούς. Τα μικρά παράθυρα είναι καλυμμένα. Σε μιαν άκρη του υπογείου υπάρχει μια μπασκέτα… Ένα ανθρώπινο κουφάρι είναι στο πάτωμα και γίνεται σάκος του μποξ από τους όρθιους θυμωμένους άντρες. Είναι ένας Ρώσος που αιχμαλωτίστηκε και οι υπόλοιποι ξεσπούν την οργή και την πίκρα τους στο κορμί του, με τη σκληρότητα της απελπισίας και του πολέμου. Μόνο ένας από αυτούς προσπαθεί να τους συγκρατήσει. Και μετά έρχεται ένας γηραιότερος. Κι αρχίζουν οι σπονδυλωτές ιστορίες της ιστορίας του Κιρίμ Σερεμπρένικοφ και του Μπόνταν Πανκρουχίν, που αφορούν το ίδιο θέμα. Ο παππούς που δεν μπορεί να χωνέψει γιατί η εγγονή του είναι στο φέρετρο, ενώ θα έπρεπε να χορεύει, να τραγουδά, και επιβάλει στον αιχμάλωτο να της διαβάσει για να… κοιμηθεί. Και από έναν σωρό βιβλίων οι δύο δημιουργοί επιλέγουν, ευφυώς, τον «Ρωμαίο και την Ιουλιέτα», και μιλούν για την τωρινή σύγκρουση, μέσα από μιαν άλλη σύγκρουση, παλαιότερη, αλλά το ίδιο ακατανόητη, το ίδιο καταστροφική.
Και μετά μ’ έναν τρόπο μαγικό οι σκηνές αλλάζουν κι ας βρισκόμαστε πάντα σ’ εκείνο το σκοτεινό υπόγειο. Και σε κάθε σκηνή άλλο πρόσωπο πρωταγωνιστεί. Πρώτα η νεκρή εγγονή που σηκώνεται από το φέρετρο και χορεύει. Μετά εμφανίζεται η μητέρα ενός Ρώσου στρατιώτη που παρακαλάει αν σκοτωθεί ο γιος της να μην παραμορφωθεί, γιατί αν δεν αναγνωριστεί η σορός δεν θα πάρουν τα λεφτά που τους έχουν υποσχεθεί και το αυτοκίνητο!
Και οι ιστορίες αλλάζουν, και οι φακοί συνεχίζουν να είναι ο μόνος φωτισμός, μαζί με το δυναμό ενός μισού ποδηλάτου που βρίσκεται κι αυτό στο υπόγειο και πάντα κάποιος κάνει πετάλι για να φωτίσει το δυναμό. Κι αυτό το φως, που αγχομαχάει να δυναμώσει, μοιάζει άλλοτε με την επιθανάτια αγωνία, άλλοτε με τη δύναμη, άλλοτε με τη ζωή, άλλοτε με τον φόβο.
Κι εμφανίζεται κι ένας τρομακτικός άνθρωπος, η προσωποποίηση του Βίι, που ουρλιάζει, τρομοκρατεί τους πάντες, βρυχάται και μας διατάζει να γελάσουμε, να δείχνουμε ευτυχείς δηλαδή… Και μετά ένας Ρώσος στρατιώτης, που λαχταρά την ασφάλεια και τη γαλήνη του σπιτιού του, και δεν θέλει να βρίσκεται εκεί. Και διαρκώς προσπαθεί ν’ απαντήσει σ’ ένα κινητό που χτυπάει δαιμονισμένα.
Ήταν ασφαλώς ένα αδυσώπητο κείμενο, φορτισμένο, που κατάφερε να κοιτάξει πώς λειτουργούν οι άνθρωποι που μετέχουν σ’ έναν πόλεμο, είτε ως στρατιώτες είτε ως άμαχοι, που «μυρίζουν και ακούνε το θάνατο», που αναρωτιούνται αν η σειρήνα «ουρλιάζει απ’ έξω ή μέσα στο κεφάλι τους». Που διαπιστώνουν ότι «όλα έχουν σκουριάσει, τα όπλα, το σώμα, η ψυχή» τους. Που ομολογούν μ’ έναν τρόπο που μοιάζει με παραίτηση, αλλά ίσως και να είναι η δύναμη της επιβίωσης, ότι «συνηθίζεις τον πόλεμο, μαθαίνεις να τον αγαπάς».
Οι Ρώσοι, Ουκρανοί και Γερμανοί ηθοποιοί της παράστασης ερμήνευσαν, ο καθένας στη γλώσσα του, με ανατριχιαστική αμεσότητα, στιγμές και εικόνες του πολέμου, κάποιες που έχουν γίνει ήδη ρεπορτάζ και εικόνες, κι άλλες που δεν έχουν ακουστεί ως εδώ. Αυτές που σκέφτονται και νιώθουν όσοι είναι αναγκασμένοι να μετέχουν σ’ έναν πόλεμο.
Μια δύσκολη παράσταση, μια φορτισμένη παράσταση, που αποκαλύπτει την ωμότητα, την απελπισία και τον κυνισμό των ανθρώπων που ζουν σε μια εμπόλεμη κατάσταση, με δραματουργικές αδυναμίες σε κάποια σημεία και αδυναμίες ρυθμού αλλού, αλλά μια παράσταση που έφερε χωρίς λυρισμό, χωρίς μισόλογα, «δίπλα μας», τα πρόσωπα και τα συναισθήματα όσων ζουν την αφόρητη συνθήκη ενός πολέμου.