του Σάκη Παπαδημητρίου
Ο Paul Auster θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο σημαντικούς αμερικανούς συγγραφείς – εννοείται από τους εν ζωή. Και στην Ελλάδα δεν αδικήθηκε. Οι εκδόσεις Ζαχαρόπουλος στην αρχή και τα τελευταία χρόνια οι εκδόσεις Μεταίχμιο μας έχουν προσφέρει πάνω από είκοσι βιβλία του. Για το νέο του μυθιστόρημα «4321» παίζω προς το παρόν καθυστερήσεις. Εδώ κι εκεί είχα κρατήσει κάποιες σημειώσεις. Ορισμένες δημοσιεύτηκαν πριν χρόνια, άλλες όχι. Παραμένουν παράπλευρες λεπτομέρειες στο τεράστιο λογοτεχνικό του έργο.
Ένα πρώτο σημείο αφορά γενικώς την μουσική και ιδιαίτερα την τζαζ. Ο Paul Auster δεν δείχνει να έχει ιδιαίτερη σχέση με την μουσική, τουλάχιστον στα γραπτά του. Δεν μιλάει συχνά για μουσική και για μουσικούς. Ούτε το γράψιμό του θυμίζει κάποιους από τον κύκλο της Beat Generation. Κι όμως υπάρχει κάτι πιο ουσιαστικό που τον συνδέει με την έννοια του τυχαίου, του απρόοπτου, άρα και του αυτοσχεδιασμού.
Σε ένα αρκετά παλιό τεύχος του γαλλικού περιοδικού Jazz Magazine δημοσιεύτηκε μια πολύ σύντομη (στο πόδι) συνέντευξη με τον αμερικανό συγγραφέα.
─ Πότε και πώς ανακαλύψατε την τζαζ; Τον ρωτά ο δημοσιογράφος.
─ «Αγόρασα ένα δίσκο του Miles Davis όταν ήμουνα 13 χρονών», απαντά ο Paul Auster – δηλαδή το 1960.
─ Το ενδιαφέρον σας για την τζαζ έχει επηρεάσει το συγγραφικό σας έργο;
─ «Όχι πολύ, αν εξαιρέσει κανείς τη γοητεία που μου ασκεί η ιδέα του αυτοσχεδιασμού».
─ Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας τζάζμεν;
─ «Ο Charles Mingus, o John Coltrane, o Chet Baker, o Gerry Mulligan και η Billie Holiday”.
─ Ποιον δίσκο τζαζ θα παίρνατε μαζί σας σε ένα ερημικό νησί;
─ «Τον Mingus, το Shoes of the Fisherman’s Wife».
Από την «Τριλογία της Νέας Υόρκης», στη «Γυάλινη Πόλη», εκδόσεις Ζαχαρόπουλος 1991, μετάφραση Σάρας Μπενβενίστε, ο συγγραφέας μιλάει για τις βόλτες του στη Νέα Υόρκη όταν περπατούσε στην πόλη χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Αφηνόταν να τον πάνε εδώ κι εκεί τα βήματά του ώσπου να χαθεί στις άγνωστες γειτονιές, αλλά και «μέσα στον εαυτό του». (Τώρα βλέπω δίπλα μου την γνωστή φωτογραφία του Samuel Beckett να περπατάει ανάμεσα στον κόσμο και από κάτω διαβάζω τη δήλωσή του: «I have never in my life been on my way anywhere, but simply on my way».)
Περιπλανήσεις στις λεωφόρους της Νέας Υόρκης και στα στενά δρομάκια. Παρακολουθεί τους καλλιτέχνες, όπως έναν που χορεύει κλακέτες, κάποιους που ζωγραφίζουν στο πεζοδρόμιο, σαξοφωνίστες και κιθαρίστες. Περιγράφει έναν κλαρινετίστα που του έκανε εντύπωση.
Ακριβώς μπροστά του ήταν δύο κουρδιστοί πίθηκοι, ο ένας είχε ένα ντέφι κι ο άλλος ένα ταμπούρλο. Καθώς ο ένας έσειε το ντέφι του κι ο άλλος χτύπαγε το ταμπούρλο του κι έβγαζαν με ακρίβεια έναν αλλόκοτο και συγκοπτόμενο ρυθμό, ο κλαρινετίστας αυτοσχεδίαζε ατελείωτες μικρές παραλλαγές στο όργανό του, ταλαντευόμενος μονοκόμματα μπρος και πίσω, μιμούμενος με ζωντάνια το ρυθμό των πιθήκων. Έπαιζε ξένοιαστα και με ένστικτο, ζωγραφίζοντας δαχτυλίδια σε ελάσσονες τόνους, σαν να χαιρόταν που ήταν εκεί με τους κουρδιστούς φίλους του, κλεισμένος στον κόσμο που είχε δημιουργήσει, χωρίς να ρίχνει ούτε μια ματιά γύρω του. Κι έπαιζε κι έπαιζε, και τελικά ήταν όλο η ίδια μουσική, κι όμως όσο περισσότερο την άκουγα, τόσο πιο δύσκολο μου ήταν να ξεκολλήσω από κει.
Να βρίσκεσαι μέσα σ’ αυτή τη μουσική, να αφήνεσαι στον κύκλο των επαναλήψεών της: αυτός ίσως να είναι ένας χώρος όπου μπορείς, τελικά να χαθείς.
Στο βιβλίο «Η επινόηση της μοναξιάς», μετάφραση Βίκυς Κυριαζή, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος 2001, διαβάζουμε στην πρώτη σελίδα το μότο που επέλεξε ο συγγραφέας από τον Ηράκλειτο.
Αναζητώντας την αλήθεια να είσαι προετοιμασμένος για το απροσδόκητο, γιατί είναι δύσκολο να τη βρεις και όταν τη βρεις, θα σε προβληματίσει.
Στο κεφάλαιο «Το Βιβλίο της Μνήμης» αναφέρεται στο γνωστό τραγούδι του Duke Ellington In My Solitude, όπως το ηχογράφησε η Billie Holiday στις 9 Μαΐου 1941. Χρόνος εκτέλεσης: τρία λεπτά και δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Τα λόγια: στη μοναξιά μου με καταδιώκεις / Με σκέψεις από μέρες περασμένες. / Στη μοναξιά μου με λοιδωρείς / Με μνήμες ποτέ δεν πεθαίνουν…
Ένα αξιόλογο αφιέρωμα στον Paul Auster βρίσκουμε στο ΔΙΑΒΑΖΩ, τη μηνιαία επιθεώρηση του βιβλίου, τεύχος 488, Σεπτέμβριος 2008. Επιμέλεια της Μαρίας Ξυλούρη, η οποία συμπληρώνει τα της λογοτεχνίας με σελίδες για τον συγγραφέα ως κινηματογραφιστή. Διαβάζουμε λοιπόν ότι ο Paul Auster είχε, από φοιτητής, αδυναμία στον κινηματογράφο και ότι σκεφτόταν να γίνει σκηνοθέτης. Αυτή η λατρεία αποτυπώνεται συχνά στο έργο του, γράφει η Μαρίας Ξυλούρη και αναφέρει παραδείγματα από τους ήρωες των μυθιστορημάτων του. Το 1995 θα δημιουργήσει ως σεναριογράφος με τον σκηνοθέτη Wayne Wang τον «Καπνό», μια ταινία που αγαπήθηκε από το κοινό, με πρωταγωνιστές τον Harvey Keitel και τον William Hurt. Ακολούθησε μια «χαλαρή συνέχεια» με τον τίτλο «Λίγος καπνός ακόμα» και το 1998 ο Paul Auster σκηνοθετεί σε δικό του σενάριο την ταινία Lulu on the Bridge με τον Harvey Keitel, την Mira Sorvino, τον William Dafoe και την Vanessa Redgrave – στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Ερωτευμένοι ως την αιωνιότητα». Το έργο αρχίζει με τον φακό να κινείται σε ένα κλαμπ όπου παίζει ένα δυνατό σχήμα σύγχρονης τζαζ. Ο Harvey Keitel άλτο σαξόφωνο, ο Don Byron κλαρινέτο συν άλλους μουσικούς στα πλήκτρα, κρουστά κ.α. Πρόσωπα που παρακολουθούν με ενδιαφέρον ή συζητούν, οπότε σε λίγα λεπτά έρχεται το πρώτο απρόοπτο. Στο κλαμπ εισέρχεται ένας τύπος οπλισμένος με περίστροφο, πυροβολεί αρχικά στην οροφή προς εκφοβισμό, πυροβολεί τυχαία και η σφαίρα χτυπά τον σαξοφωνίστα κατάστηθα. Η μουσική σταματά απότομα και ο σαξοφωνίστας σωριάζεται στο πάτωμα. Στο νοσοκομείο ο Harvey Keitel λέει ότι «χωρίς την μουσική δεν έχει ζωή, είναι νεκρός» και ότι «το μόνο όμορφο πράγμα που έκανε είναι η μουσική», δηλαδή η τζαζ στη συγκεκριμένη περίπτωση. Άλλο απρόοπτο. Σ’ ένα στενό σκοντάφτει σε ένα νεκρό και από την τσάντα του βγάζει μια πέτρα η οποία αιωρείται και ακτινοβολεί. Αυτή η μυστηριώδης πέτρα ενώνει ερωτικά τον Harvey Keitel με την Mira Sorvino. Τα απρόοπτα συνεχίζονται και στο τέλος δεν καταλαβαίνουμε αν ό,τι είδαμε στην οθόνη προέρχεται από τις φαντασιώσεις ενός ετοιμοθάνατου ή κάτι άλλο. Αυτά συμβαίνουν στη ζωή ενός σαξοφωνίστα της τζαζ. Δυστυχώς η ταινία Lulu on the Bridge δεν έπεισε τους θεατές ούτε βεβαίως τους κριτικούς οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό εκφράστηκαν αρνητικά. Η Sorvino υποτίθεται ότι ακούει το CD του Keitel αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για τον John Lurie και τους Lounge Lisards. O Paul Auster έγραψε τους στίχους στη μελωδία Close Your Eyes, o Graeme Revell υπογράφει την μουσική της ταινίας και στους τίτλους του τέλους ακούμε άλλη μία εκδοχή του Singing in The Rain ─ κάπως τυποποιημένη αντίστιξη στο ασαφές φινάλε.
Το 2007 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος το μυθιστόρημα «Ενοχές δίχως τύψεις». Περίεργος έως αδικαιολόγητος ο τρόπος που αποδόθηκε ελληνικά ο κανονικός τίτλος «Travels in the Scriptorium». Άλλο είναι το θέμα. Το ξαναδιάβασα προσφάτως και έχω την εντύπωση ότι ο Paul Auster επηρεάστηκε, ως ένα σημείο φυσικά, από την βωβή κινηματογραφική ταινία «Film» η οποία γυρίστηκε το 1964 με σκηνοθέτη τον Alan Schneider ακολουθώντας τις εξονυχιστικές οδηγίες του Samuel Beckett. Ο συγγραφέας ονομάζει το κεντρικό πρόσωπο Mr. Blank που θα πει κενός, ανέκφραστος. Αυτό ακριβώς είναι το πρόσωπο του Buster Keaton που διάλεξε ο Samuel Beckett για την ταινία. Η παρουσία του ηθοποιού στα πρώτα λεπτά τρομοκρατεί τούς ανθρώπους. Για ποιο λόγο; Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο ηλικιωμένος άνδρας βρίσκεται σε ένα δωμάτιο «με το σφαλισμένο παράθυρο και την κλειδωμένη πόρτα» (όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ταινία) και στην οροφή υπάρχει μια φωτογραφική μηχανή, το κλείστρο της οποίας ανοιγοκλείνει ανα δευτερόλεπτο, δηλαδή διαρκώς (όπως η μηχανή λήψης που επικεντρώνεται στις κινήσεις του Buster Keaton). Αποκλεισμένοι και οι δύο έχουν χάσει την επαφή με τον κόσμο. Το παρελθόν στο μυθιστόρημα εμφανίζεται με πρόσωπα, ιστορίες και περιγραφές, ενώ στην ταινία με φωτογραφίες.
Με αφορμή την συγκεκριμένη έκδοση, ο Paul Auster έρχεται στην Ελλάδα και απαντά στις ερωτήσεις της Κατερίνας Οικονομάκου που δημοσιεύτηκαν στην «Ελευθεροτυπία», 8 Φεβρουαρίου 2008. Κύρια θέματα η ταυτότητα και το τυχαίο. Για το πρώτο ο συγγραφέας λέει το εξής: «Κανείς μας δεν διαθέτει μία, μοναδική, σταθερή ταυτότητα. Έχουμε πολλαπλούς εαυτούς, και αυτό που ονομάζουμε συμπαγής προσωπικότητα είναι μάλλον αυταπάτη. Είμαστε αναπόφευκτα πολλαπλοί. Βλέπω τον εαυτό σαν ένα χρωματικό φάσμα ή μια μουσική κλίμακα. Ανάλογα με τα γυρίσματα της τύχης ακούγεται και διαφορετικός ήχος, διακρίνεται ένα άλλο χρώμα». Για το δεύτερο, αν είμαστε έρμαια της τύχης, ο Paul Auster δεν καθυστερεί. «Δεν είμαστε; Νομίζω πως γράφοντας προσπαθώ να μιλήσω μάλλον για την έκπληξη που είναι η ζωή, να την αποδεχτώ γι’ αυτό που είναι – απρόβλεπτη. Φυσικά έχουμε ελεύθερη βούληση και κάνουμε σχέδια για το μέλλον, έχουμε επιθυμίες, φιλοδοξίες. Πολύ συχνά, όμως, εκεί που κατηφορίζουμε έναν δρόμο με το μυαλό μας στον στόχο που πάμε να κατακτήσουμε, κάτι απρόσμενο θα συμβεί για να μας οδηγήσει σε άλλη κατεύθυνση».
Και κάτι ακόμη. Το 2001 κυκλοφόρησε από την ECM με αριθμό 1738 το CD του Michael Mantler Hide and Seek που βασίζεται στο ποίημα ή θεατρικό διάλογο του Paul Auster – περιλαμβάνεται στο βιβλίο Hand to Mouth, 1997. Η ηχογράφηση έγινε στο στούντιο της Δανέζικης Ραδιοφωνίας στην Κοπενχάγη, τον Σεπτέμβριο 2000. Ένα σχήμα ένδεκα μουσικών και δύο φωνές, του Robert Wyatt της Susi Hyldgaard. Λογοτεχνία και σύγχρονη μουσική. Ο διάλογος του Paul Auster θυμίζει Samuel Beckett. Από την αρχή μάλιστα ακούμε τις σύντομες φράσεις που ανταλλάσουν οι δύο φωνές όπως στην θεατρική «τραγικοκωμωδία» (tragicomedy κατά τον Beckett) «Περιμένοντας τον Γκοντό». Ο Εστραγκόν και ο Βλαντιμίρ συνομιλούν με μουσική συνοδεία στην περίπτωση του Hide and Seek. Hide and seek είναι το παιχνίδι που εμείς λέμε κρυφτό. Ένα δείγμα από τον πρώτο διάλογο, ο οποίος επαναλαμβάνεται αυτούσιος και στο τέλος με τους ήχους σταδιακά να μειώνονται και να εξαφανίζονται.
─ Τι είπες;
─ Δεν θυμάμαι. Μπορεί να μην είπα τίποτα.
─ Όπως θέλεις. Για μένα δεν έχει σημασία.
─ Νομίζεις ότι θα το βρούμε;
─ Ποιο;
─ Είπα: Νομίζεις ότι θα το βρούμε;
─ Άκουσα τι είπες και μετά είπα: Ποιο;
─ Α! Εννοείς ποιο.
─ Ναι, ποιο.
─ Ναι, ναι, τώρα κατάλαβα. Ποιο.
─ Λοιπόν;
─ Δεν θυμάμαι. Ίσως δεν είπα τίποτα.
─ Όπως θέλεις. Για μένα δεν έχει σημασία.
Τα χαρακτηριστικά μελαγχολικά τοπία του Michel Mantler, τα οποία όμως διατηρούν μια ανήσυχη κινητικότητα. Τα μουσικά όργανα διασταυρώνονται όπως οι φωνές και οι λέξεις. Τα πολλά ερωτηματικά του συγγραφέα μετατρέπονται σε χρωματισμούς εγχόρδων με λεπτά περάσματα βιμπράφωνου ή μαρίμπας. Στα ενδιάμεσα του λόγου η μουσική αποκτά αγωνιώδες πρόσωπο. Οι φράσεις επαναλαμβάνονται με ή χωρίς ερωτηματικό: «δεν ξέρω», «θα το βρούμε;», «δεν βλέπω τίποτα», «μόνο λέξεις».
info: τα έργα του Paul Auster κυκλοφορούν πια από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τελευταίο έργο του “4321”, μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη.