Κώστας Μπαλάσκας (*).
Το βιβλίο της Έλενας Μαρούτσου με τον ομοηχούντα τίτλο Οι χυδαίες ορχιδέες και τους λανθάνοντες συμβολισμούς που υπαινίσσεται το όνομα του εξωτικού καλλωπιστικού αλλά και ο πίνακας του εξωφύλλου, απαρτίζεται από ένδεκα οιονεί διηγήματα, άνισα σε έκταση (τα έξι εκτενέστερα είναι γύρω στις 50 σελίδες το καθένα) και με κάποια πολύ χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους που επιτρέπει την (τραβηγμένη πάντως) άποψη ότι συγκροτούν ίσως κάτι σαν μυθιστόρημα. Στην πραγματικότητα δεν είναι κυρίως ειπείν ούτε το ένα ούτε το άλλο ή, αν θέλετε, είναι και το ένα και το άλλο, είναι είδος μεικτό και νόμιμο που προέκυψε με παράνομες και παράξενες συνευρέσεις. Πάντως τo κάθε αφήγημα είναι αυτόνομο και λειτουργεί αυτοτελώς, ενώ η διαπίστωση της όποιας μυθικής ενότητας (που πάντως υπάρχει) φανερώνει αναγνωστική επάρκεια.
Πρόκειται για ένα μεγάλο διακειμενικό παιγνίδι της Ε.Μ. που αυτή τη φορά γίνεται με λογοτεχνικά κείμενα, ενώ σε προηγούμενο μυθιστόρημά της (Μεταξύ συρμού και αποβάθρας,2008) γινόταν με ζωγράφους και ζωγραφικούς πίνακες. Εδώ έχουμε να κάνουμε με βιβλία και συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που δεν είναι όμως απαραίτητο να έχει διαβάσει ο αναγνώστης, διότι η σχέση είτε δηλώνεται είτε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Ίσως ο αναγνώστης πρέπει να έχει μια ιδέα (και ποιος δεν έχει άλλωστε) για το βιβλίο – αφετηρία και πηγή, που είναι Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι (1928), μυθιστόρημα ερωτικό και πασίγνωστο. Όσοι έχουμε κάποια ηλικία, το ξέρουμε ως μυητικό της εφηβείας μας – δεν υπήρχε τότε διαδίκτυο. Το διαβάζαμε κρυφά, γιατί εθεωρείτο πορνογράφημα και στην Αγγλία ήταν απαγορευμένο ως τη δεκαετία του ‘60. Έκτοτε θεωρήθηκε αριστούργημα και άρχισε να διδάσκεται στα πανεπιστήμια.
Γιατί αυτό το μυθιστόρημα (που συνδέεται περισσότερο με το πρώτο διήγημα, αυτό που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο της Ε.Μ.) είναι αφετηρία και πηγή; Διότι και η Ε.Μ., αυθεντική ερωτική συγγραφέας γένους θηλυκού, παρακολουθεί και περιγράφει τις εκδηλώσεις και τις ποικιλίες της ερωτικής επιθυμίας στους υποτιθέμενους απογόνους – επιγόνους της λαίδης, συνεχίζοντας τρόπον τινά το βιβλίο του D.H.Lawrence με ματιά και γραφή γυναικεία, με πλοκή και πρόσωπα δικά της, επινοημένα και κατά το πλείστο γυναικεία. Σε κάθε περίπτωση ο έρωτας είναι παρών στις ποικίλες μορφές και τα είδη του μιλημένος με εξαιρετική τόλμη και αθωότητα μαζί. Άλλα βιβλία και κείμενα που περνούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο βιβλίο της Ε.Μ. ως διακείμενα είναι Η Σαλώμη, Το στρίψιμο της βίδας, Το κοράκι (του Πόε), Ο βασιλιάς Ληρ (του Σέξπιρ, που συνδέεται με το διήγημα ‘’Κορδέλα στο στόμα’’, το καλύτερο ίσως του βιβλίου), Ένα δωμάτιο δικό μου, Τομ Σώγερ, Η ωραία της ημέρας, Οι πενήντα αποχρώσεις του γκρι και πολλά άλλα, ως την Αγία Γραφή, Του γιοφυριού της Άρτας και το Έρωτας στα χιόνια του Παπαδιαμάντη.
Η Ε.Μ. ξέρει να χειρίζεται θαυμάσια τη γλώσσα και να γράφει πολύ ωραία ελληνικά, κατέχει και ελέγχει τα υλικά και τα εργαλεία της δουλειάς της. Η γραφή της είναι ώριμη, ευέλικτη και πλούσια σε εκφραστικές αποχρώσεις, ώστε να καλύπτει όχι μόνο με άνεση και ακρίβεια αλλά κυρίως με ζωντάνια και χάρη το μεγάλο και πολύπτυχο αφηγηματικό πλαίσιο που δημιουργεί η πρωτότυπα ευρηματική και συνδυαστική φαντασία της. Επιπλέον η γραφή της καταφέρνει να αποδίδει λεπτές εσωτερικές καταστάσεις με φυσικότητα και με συνδέσεις αδιόρατες, χωρίς να φαίνονται δηλαδή καθόλου οι ραφές. Όλα αυτά είναι νομίζω συστατικά ώριμης και ποιοτικής πεζογραφίας.
Το ύφος της προσομοιάζει στο ζωγραφικά κιαροσκούρο, στο γλυκόπικρο της χαρμολύπης, στο αγγελικό και το μαύρο του έρωτα και του θανάτου, διότι και η αφηγηματική της κίνηση έχει ανάλογες μεταπτώσεις: σπουδάζει παίζοντας και περνώντας ανάλαφρα από το τραγικό στο κωμικό, από το σοβαρό στο αστείο και στο χιουμοριστικό, από το νηφάλιο στο μεθυσμένο, από το λογικό στο παράλογο, από το ρομαντικό στο ρεαλιστικό και στο υπερρεαλιστικό, από το πραγματικό στο ονειρικό, από το γεγονός στην ανάμνηση και από την ‘’πρεσβυωπική’’ μνήμη και τα φαντάσματά της πάλι στο παρόν, στα πρόσωπα και στους λαμπερούς διαλόγους που συνοδεύουν την αφηγηματική ροή ενισχύοντας το αδιάπτωτο πάντα ενδιαφέρον. Τίποτε δεν είναι προβλέψιμο ή αναμενόμενο στην αφήγηση. Τίποτε δε μπορείς να ‘’πηδήξεις’’ στην ανάγνωση χωρίς να γίνει αισθητό το κενό, γεγονός που καταδεικνύει τη συνεκτικότητα της αφήγησης.
Το αφηγηματικό εύρος της Ε.Μ. συστοιχεί με το εύρος της θεματικής της. Τα έξι εκτενή αφηγήματα αποτελούν σωστές τοιχογραφίες του καιρού και το καθένα θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε μυθιστόρημα ή νουβέλα. Το καθένα αφηγείται μια ιστορία σε περιβάλλον μάλλον κοσμοπολίτικο, με δικό του πρωτοπρόσωπο και αυτοδιηγητικό αφηγητή, με πλοκή και παραστατικές σκηνές – εικόνες, με χαρακτήρες ζωντανούς και ενδιαφέροντες, όπως ο Φιλ, η Ξένια, η Αγγελική, η Φιόνα, η Ντάλια, η Γιώτα, η Κάρολ κ.α., κυρίως γυναίκες. Τα πέντε μικρά διηγήματα είναι μινιατούρες, μικρά διαμαντάκια αστραφτερού λόγου με πάντα ζουμερό και φρέσκο περιεχόμενο. Το ‘’Mange mon ange’’ είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό, αλλά και ο μονόλογος της πόρνης (‘’Τα μάτια μου είναι βάραθρα’’) είναι δυνατό και μεστό στη συντομία του κείμενο.
Γενικά έχουμε να κάνουμε με βιβλίο σύγχρονης ζωής όπου τα ‘’θέματα’’ ζουν όχι ως θέματα συζητήσεων και αναλύσεων ούτε καν ως θεματικά κέντρα των διηγημάτων αλλά ως υπαρκτές πραγματικότητες συνυφασμένες πλέον με τη ζωή μας, ως γνώριμοι τρόποι της σημερινής ζωής και ως δολώματα για τη λογοτεχνία ή για συνειδήσεις: η διασταύρωση λευκών με έγχρωμους, η δίχως γάμο μητρότητα, τα ομόφυλα ζευγάρια, οι ψυχοθεραπευτικές ομάδες-κοινότητες, οι μετανάστες, διαλυμένοι γάμοι και εξαφανισμένοι γονείς, ποικίλα τρίγωνα, ερωτικοί τρόποι και τόποι, τατουάζ, χαράγματα, βιβλιομαντείες, φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, χορογραφίες, κάμερες και βιντεοσκοπήσεις, παρένθετες μητέρες, πόρνες και εκμετάλλευση, δονητές, άτομα με ειδικές ανάγκες, ναρκωτικά, χασίσι στις γλάστρες, απίθανες παιδικές κακοποιήσεις και το χιόνι, το χιόνι ως ‘’μοναδική απόχρωση του λευκού’’ στο γενικά γκρίζο φόντο.
Είναι αλήθεια ότι Οι χυδαίες ορχιδέες της Έλενας Μαρούτσου δεν απευθύνονται στον τυχόντα αναγνώστη, το βιβλίο ξεπερνάει τον αναγνωστικό μέσο όρο, χωρίς όμως να δυσκολέψει τον λιγότερο υποψιασμένο που θα θελήσει να το διαβάσει, αφού σε ένα πρώτο επίπεδο ο καθένας μπορεί να το διαβάσει απρόσκωπτα και με ενδιαφέρον, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα. Έτσι και αλλιώς, άσχετα από τις όποιες προθέσεις του συγγραφέα και το πραγματωμένο περιεχόμενο του βιβλίου, στην πράξη τα κείμενα λένε μόνο αυτό που είναι σε θέση να προσλάβει σε κάθε ανάγνωση ο κάθε αναγνώστης τους, η προσληπτική ικανότητα του οποίου εξαρτάται από την ευαισθησία, την παιδεία και την αναγνωστική εμπειρία του. Στην ανάγνωση (όπως και στη γραφή) πηγαίνει ο καθείς με τα όπλα του.
(*) Ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ είναι Φιλόλογος – συγγραφέας
ΙΝFO: Έλενα Μαρούτσου, Οι χυδαίες ορχιδέες, ΚΙΧΛΗ 2015.