Της Κατερίνας Γούλα (ανταπόκριση- Γαλλία).
Άλλο ένα μυθιστόρημα που με αξιώσεις διακήρυξης της αλήθειας και κατάρριψης των ηθικών ταμπού, ξεσκεπάζει μια ακροδεξιά οικογένεια και περιγράφει πώς είναι για ένα παιδί να μεγαλώνει μέσα σε αυτήν. Τέτοιο είναι το μυθιστόρημα, μετά τους Dominique Jamet, Lionel Duroy, Marie Chaix, Félicité Herzog και Philippe Druillet, υπογράφει και ο Pascal Bruckner (Un bon fils, Grasset, 250 σελ., 18 ευρώ). Περά από την αμφίβολη λογοτεχνική και μυθιστοριογραφική αξία ενός τέτοιου έργου και το εύλογο ερώτημα του τι μας ενδιαφέρει να μάθουμε τα άπλυτα της κάθε οικογένειας φασίζοντων πεταινικών, φτάνει κανείς να αναρωτηθεί τι σημαίνει αυτή η δημιουργία ρεύματος που τείνει να καθιερωθεί σαν λογοτεχνικό είδος. Καταρρίπτουν τελικά το αστικό συντηρητικό περίβλημα ή το νομιμοποιούν; Τόσοι συγγραφείς καταφέρονται ανοιχτά εναντίον των πατεράδων τους, τους κατηγορούν για τα μαύρα παιδικά τους χρόνια, για τη βία που άσκησαν στις μανάδες τους και στην τρυφερή ακόμη παιδική ψυχή τους, για τις απαράδεχτες απόψεις τους, κυρίως αντισημιτικές και σεξιστικές. Προσπαθούν ατυχώς να πλησιάσουν τον συντηρητικό πυρήνα της γαλλικής νοοτροπίας που εκδηλώνεται και στη σημερινή κοινωνική και πολιτική κατάσταση μένοντας όμως σε μια ενδοσκοπική και αυτοαναφορική γραφή ή τρέχουν να προλάβουν να ομολογήσουν οι ίδιοι τις αμαρτίες των γονέων τους πριν άλλος κανείς τους εγκαλέσει για το από πού προέρχονται; Τι σημασία μπορεί να έχει το γεγονός ότι καταξιωμένοι λογοτέχνες δεν είναι πλεόν ικανοί να πλάσουν καμία ιστορία και όλη τους η φαντασία διοχετεύεται στην αναβίωση ενός τραυματικού παρελθόντος και στη σύσταση μιας αυτοβιογραφικής γραφής που θυμίζει ημερολόγιο και εξομολόγηση; Ποιος είναι ο ρόλος που διαλέγουν να παίξουν σε αυτή την εποχή επαναφασιστοποίησης της Ευρώπης όταν ψυχολογιοποιούν τις δυναστικές προσωπικότητες των προγόνων τους και αποδίδουν όλα τα κατάλοιπα μη ανεκτικότητας της γενιάς τους στα χαρακτηριστικά που τους κληροδότησε ο μπαμπάς τους; Και τι νόημα έχει τελικά να επιδίδονται σε λιβέλους στους οποίους δεν παραλείπουν να στολίσουν την πατρική εικόνα που τους τυραννά ομολογώντας ότι, όλα κι όλα, ήταν τρυφερότατος παππούς, αδηφάγος αναγνώστης ή εξαιρετικός αλπινιστής; Και ότι στο κάτω κάτω της γραφής έβγαλαν «καλά παιδιά» όπως ειρωνικά τάχα διακηρύσσει και ο τίτλος του εν λόγω βιβλίου (Un bon fils); Τι θέλει να μας πει αυτή η έμφαση στην ανθρώπινη πλευρά ανθρώπων που δεν αγαπήθηκαν και δεν κατάφεραν ποτέ να δώσουν αγάπη; Λέμε καμιά φορά ότι η δημιουργικότητα μπορεί να γίνει μετουσίωση της απωθημένης καταπίεσης και να γλιτώσει κάποιον από την ψυχική πάθηση και τη θεραπεία. Μήπως δεν είναι και πάντα απαραίτητο;