Ένα παλιό διήγημα του ποιητή Μίλτου Χρυσάνθη (Σαχτούρη)
O ποιητής και δικηγόρος Αντώνης Ψάλτης έμαθε για το διήμερο αφιερωμένο στον Μίλτο Σαχτούρη και μάς έστειλε το διήγημα αυτό του Μίλτου Σαχτούρη. Ο ίδιος ο ποιητής είχε πει σε συνέντευξή του το 1994 στα ΝΕΑ και στην Μικέλα Χαρτουλάρη ότι είχε δημοσιεύσει ένα διήγημα (πριν καλά – καλά αρχίσει να γράφει ποιήματα) με το ψευδώνυμο Μίλτος Χρυσάνθης στην Νέα Εστία το 1941. Αλλά και νωρίτερα το 1987 σε συνέντευξή του στο περιοδικό Τέταρτο και αργότερα το 1995 στο ΒΗΜΑ είχε αναφερθεί στο διήγημά του αυτό, κάτι μάλιστα σημείωνε ότι είχε εκπλήξει τον πατέρα του. Αντιγράψαμε το διήγημα αυτό από την Νέα Εστία, 1/7/1941, έτος ΙΕ΄, τομ.30, τεύχος 349 για χάρη των αναγνωστών του Αναγνώστη.
Εκείνο τ΄ απόγευμα, κατά το τέλος του Σεπτέμβρη, είχε βρέξει πολύ. Είχε βρέξει και το κοκκινόχωμα του δρόμου είχε τη μυρουδιά του ζεστού ψωμιού.
Αυτή οσμή μ΄ έπνιγε καθώς κατέβαινα από τ΄ αυτοκίνητο για να μπω στο ξενοδοχείο. Ο γκρουμ με κοίταξε παράξενα και δίστασε να πάρει τα μπαγάζια μου. «Τώρα που φεύγουν όλοι έρχεται αυτός;¨, θα σκεφτόταν. Κι εγώ ερχόμουν τέτοιον καιρό για να ξεκουραστώ απ΄το διάβασμα των πτυχιακών εξετάσεων.
Πέρασα το χώλλ χαιρετώντας πρώτα – πρώτα έναν καμπούρη πούσκυβε στην εφημερίδα του σα νάθελε να την καταβροχθίσει, με το πιθηκίσιο στόμα του στο χαιρετισμό μου απάντησε βγάζοντας από τη μύτη τα γυαλιά του…Ύστερα γυρίζοντας δεξιά, χαιρέτησα μια κυρία αφοσιωμένη στο πλεχτό της , που δε με πρόσεξε ή έκανε πώς δε με πρόσεξε ˙ πάντως με χαιρέτησε δίπλα το αδύνατο αγόρι, βγάζοντας τη γλώσσα του. Όταν έφτασα τη σκάλα αντίκρυσα τον τελευταίο άνθρωπο του χωλλ. Την κυρία με το λευκό μέτωπο (έτσι τη βάφτισα με την πρώτη ματιά) ˙ αυτή μου απάντησε χαμογελώντας. .Ήταν το πρώτο χαμόγελο που πήρα, κι η λευκότητα του προσώπου έλαμψε υπέροχα.
Το δωμάτιο που διάλεξα είχε θέα έξοχη. Σα βγεις στη βεράντα, φάτσα είναι ο απέραντος κάμπος με φόντο τα περήφανα μέτωπα των βουνών ˙ δεξιά, σπίτια ˙ αριστερά, οργιάζει το πράσινο του πευκοδάσους.
Κείνο τ΄απόγευμα, τα μέτωπα των βουνών ήτανε γκρίζα και χλωμά, γιατί σκέφτονταν το κακό που θα ρχόταν.
Και την πρώτη αυτή νύχτα δεν έκλεισε μάτι απ΄το κακό που σκέφτονταν τα μέτωπα των βουνών, δεν έκλεισα μάτι απ΄τους κεραυνούς, τις αστραπές και τη νεροποντή.
***
Το πρωί ο καιρός δεν έφτιασε ˙ έβρεχε, κι η οσμή απ΄ τα πεύκα και το χώμα ήταν διάχυτη παντού. Η καμαριέρα μου είπε ότι όλοι- όλοι μείναμε τέσσερις πελάτες. Σήμερα το πρωί έφυγε ο απόστρατος συνταγματάρχης της χωροφυλακής (ο καμπούρης με το πιθηκίσιο στόμα), και το αστείο είναι που φεύγοντας είπε στο αφεντικό, ΄τι θα καθόταν ακόμα «αν δεν τον χαιρετούσε χτες το βράδυ ο νεαρός».
Λοιπόν, όπως είπαμε, μείναμε τέσσερις. Η κ.Λουκίδου , το παιδάκι της (είναι άρρωστο κι όλο σκανταλιές κάνει), η κ. Νέφη και ο κύριος (εγώ).
«Το καλοκαίρι έπρεπε να ΄ρθω», λέει «που το ξενοδοχείο είχε ζωή, χόρευαν κάθε Πέμπτη, κι ήταν να το χαίρεσαι. Τώρα σούρχεται να σκάσεις, κι αυτή σε μια βδομάδα θα φύγει, θα πάει καμαριέρα στου κυρίου Β..- αυτός που έχει το εργοστάσιο και κάνει κάρβουνα…που η γυναίκα του…».
Σταμάτησα τη φλυαρία της και κατέβηκα κάτου.
Στην ίδια θέση , σα χτες, η κυρία έπλεκε. Δίπλα της καθόταν το αδύνατο αγόρι και στα μάτια του ζωγραφιζόταν η νέα αταξία που θα θύμωνε τη μητέρα του περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Σε μια γωνιά το λεύκο μέτωπο ήταν σκυμένο σ΄ένα ξένο περιοδικό. Άνοιξα κι εγώ μια εφημερίδα κι έκανα πως διαβάζω. Σε κάποια στιγμή, μ΄άρπαξαν απ΄το κεφάλι και κακοποίησαν οικτρά την καλοφτιαγμένη χωρίστρα μου ˙ πίσω μου το αδύνατο αγόρι γελούσε για το κατόρθωμά του με στριγγιές υστερικές.
– Τζων, Τζων!φώναζε η κ. Λουκίδου κατακόκκινη. Βρωμόπαιδο, τι έκανε πάλι; Να με συγχωρείτε κύριε είναι άρρωστο και δεν μπορώ να το δείρω.
-Έλα , πάμε πάλι, να βάλουμε το θερμόμετρο…είπε κι έφυγε σέρνοντας τον Τζψν που έκλαιγε απελπιστικά.
Σηκώθηκα κι εγώ, φεύγοντας σαν κάτι να μ΄ενοχλούσε πίσω μυ. Γύρισα και είδα σε μια γωνιά κάτι μάτια που με κοιτούσαν παράξενα, και το λευκό μέτωπο άστραφτε.
****
Το απόγευμα τράβηξα για το πευκοδάσος. Η βροχή είχε σταματήσει , μα τα σύγνεφα κυνηγιόνταν αργά ˙ ένα γκριζόμαυρο μάλιστα, σαν κοιλιά πελώριου ζωντανού, ήταν τόσο χολωμένο, πούλεγα πώς θα σκάσει και θα με πνίξει στη νεροπλημμύρα του. Και το δάσος! Το δάσος ήταν κάτι το αφάνταστο.
Πρώτα – πρώτα ήταν η οσμή του φρέσκου ψωμιού και του πεύκου, έπειτα η σκοτεινιά, τα σύγνεφα και μια χελώνα που σερνόταν πάνω στις μουσκεμένες πευκοβελόνες. Περπατούσα μες στη σκια, γεμάτος έκσταση για την τόση ομορφιά, και τα πεύκα με δροσίζαν με τα δάκρυα της χαράς τους.
Το δεύτερο βράδυ κοιμήθηκα ˙ μα τα μεσάνυχτα με ξύπνησαν κάτι γελάκια στο διπλανό δωμάτιο, και μια αντρική φωνή που κάτι μουρμούριζε.
Αυτό κράτησε καμιάν ώρα, κι έπειτα σώπασαν.
Περίεργο. Ήξερα το διπλανό δωμάτιο για αδειανό. Μήπως ήρθαν νέοι χτες το βράδυ και δεν τους είδα;
Το πρωί ρώτησα την καμαριέρα.
-Δίπλα κοιμάται τ΄αφεντικό, είπε,κι έχει «συνήθειο» να παραμιλάει.
-Μα εγώ άκουσα δύο φωνές. Μήπως είναι εγγαστρίμυθος; ρώτησα.
-Μπορεί νάναι κι αυτό που λέτε.
Αφού λύθηκε το πρόβλημα, κατέβηκα στο χωλλ.
Η κυρία Νέφη με χαιρέτησε πρόσχαρα.
– Ξέρετε σήμερα ο Τζων έχει πάλι 38 και η κυρία Λουκίδου είναι αναστατωμένη.
-Μπα, το καημένο! είπα , κι από μέσα μου ήμουν ευχαριστημένος, γιατί αν ήταν καλά, ποιος ξέρει τι θα μου σκάρωνε πάλι.
Έφερνα βόλτες πάνου – κάτου ξακολουθώντας τη συζήτηση.
-Μα γιατί δεν κάθεστε; ρώτησε.
-Κάνω και τίποτ΄ άλλο εδώ και δυό μέρες; έχω μουδιάσει απ΄ το κάθισμα.
-Τότε πάμε στο δάσος, μου απάντησε.
Καθώς ανεβαίναμε τον κόκκινο δρόμο, μου δόθηκε η ευκαιρία να τη δω καλύτερα. Μέχρι τώρα ήξερα το λευκό μέτωπο ˙ τώρα έβλεπα την κομψή σαν κοριτσίστικη τάγια και τα καλοφτιαγμένα πόδια.
Το δάσος σήμερα ήταν ένα δάσος. Το χτεσινό μεγαλείο τόχε σβύσει το φως. Καθήσαμε κάτου από ένα παράξενο πεύκο , που ο κορμός του λύγιζε, τεράστιος σε πάχος, κι έφτιαχνε σχήμα αλόγου.
Θα μείνετε ακόμα καιρό τη ρώτησα;
-Εγώ θάμενα για πάντα, αν δεν άλλαζαν οι εποχές και μπορούσα να ζω καθημερινά το χτεσινό.
-Ποιο είναι το χτεσινό; ρώτησα
-Δεν εξηγείται με λόγια, πρέπει να το δει κανείς.
Οι ώρες περνούσαν σα δευτερόλεπτα. Δίχως να το καταλάβουμε, ο ένας είχε γύρει πάνου στον άλλο…Σαν είδε ότι τα μάτια μας λέγαν πολλά, τα χέρια παίρναν ψυχή και μιλούσαν, μούδειξε μια φωτογραφία
-Ο άντρας μου, είπε. Σας αρέσει; είναι δικηγόρος.
Η αδέξια φράση χάλασε την ιερότητα της στιγμής ˙ πραγματικά ο άντρας της φωτογραφίας ήταν ωραίος, η έκφρασή του μου ήταν πολύ γνωστή, μα δεν κατόρθωνα να συλλάβω την έννοια της..
Δε μιλούσαμε πια. Σε λίγο έβγαλα το ρολόι μου
-Η ώρα είναι μια και είκοσι. Θα τρώνε είπα και σηκώθηκα.
Καθώς φεύγαμε ένας σπίνος σα να κλαιγε…
***
Η επέμβαση της φωτογραφίας με λύπησε εξαιρετικά. Η πράξη ήταν όχι μόνο προσβλητική, μια και έλλειψη τακτ. Μια και είχε σκοπό να μου φερθεί έτσι γιατί πρότεινε τον περίπατο του δάσους; Γιατί έγειρε κοντά μου, και γιατί, πριν βγάλει τη φωτογραφία τα μάτια μίλησαν;
Το απόγευμα, όλο νεύρα, τράβηξα πάλι για το δάσος. Σήμερα δεν είχε σύγνεφα κι η δύση τόχε βάψει πορφυρό ˙ το κόκκινο του δρόμου, το πορφυρό της δύσης και το πράσινο συνδυάζονταν υπέροχα.
Το κέφι έφτιασε. Τραγούδησα όλους τους σκοπούς μου, και σα σκοτείνιασε, πήρα το δρόμο του γυρισμού ξαλαφρωμένος. Καθώς κατέβαινα τον κόκκινο δρόμο, είδα το ένα φως του εξώστη του ξενοδοχείου αναμμένο κι αποκάτου να κάθονται δύο άνθρωποι που δεν διακρίνονταν ακόμα καθαρά.
Σαν πλησίασα ήταν αυτή κι ένας άνδρας.
Περνώντας από μπροστά ,δεν μπόρεσα να την αποφύγω, χαιρέτησα.
-Να σας συστήσω το άντρα μου, είπε εκείνη.
-Χαίρω πολύ, πρόσθεσε η ψιλή φωνή και τον πρόσεξα καλύτερα.
Ήταν ένα παχύσαρκο σώα που μόλις χωρούσε στην πολυθρόνα ˙ μια χοντρή χρυσή καδένα κρεμόταν στην αυθάδικη κοιλιά.
-Ήρθα να την πάρω για τη Λεύκη, ξανάπε η ψιλή φωνή. Ο καιρός κρύωσε πια.
Καθώς μιλούσε, παρατήρησα το πελώριο κεφάλι με τα μισόκλειστα απ΄το πάχος μάτια, που κουνιούνταν δεξιά κι αριστερά λες και τα νεύρα του λαιμού ήταν παράλυτα.
Το βλέμμα μου πήγε σ΄αυτήν ˙ το μέτωπο πια δεν έλαμπε.
Μείναμε μερικές στιγμές αμίλητοι, έπειτα η ψιλή φωνή ξανάρχισε.
-Δεν είναι ούτε έξω να καθόμαστε, έχει υγρασία. Πάμε καλύτερα στο σαλόνι. Κούνησε δυο τρεις φορές τους ώμους, σα να τουρθαν κρυάδες, και σηκώθηκε βαριά.
Εμένα να με συγχωρείτε, κι έφυγα χωρίς να περιμένω την καληνύχτα τους.
Το πρωί με ξύπνησε η καμαριέρα ˙ σαν μπήκε στην καμάρα μου , άρχισε κατά τη συνήθεια της:
–Tι πάθατε κι αργήσατε τόσο να ξυπνήσετε; Φταίει βέβαια ο καιρός, η σκοτεινιά, είναι δέκα η ώρα και είναι σαν ξημερώματα. ..Που να μάθετε τα νέα, ο άντρας της κ. Νέφης μας ξύπνησε νύχτα ακόμα, αποφάσισαν να φύγουν, είπε, βιαζόταν και το κεφάλι του έλεγες ότι θα ξεκολλήσει απ΄το πήγαιν΄ έλα…Αναστάτωσε όλο το ξενοδοχείο με τις φωνές του, και τι λέτε πώς μούδωσε πουρμπουάρ; Ένα τάληρο!…Α! ξέχασα, η κυρία μου είπε να σας δώσω αυτό το γράμμα.
Τ΄ άνοιξα με τρεμάμενα χέρια.»Ο άντρας της φωτογραφίας ήταν αδελφός μου. Δεν πρόσεξες το μέτωπο;», έγραφε.
Απ΄το ανοιχτό παράθυρο τα μέτωπα των βουνών φάνταζαν μαύρα .Ήταν φανερό, δεν με ανέχονταν πια. Κάτου ακουγόταν το νευρικό γέλιο του Τζων. Θα τούπεσε φαίνεται ο πυρετός Το μεσημέρι έφυγα.
ΜΙΛΤΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ
(ψευδώνυμο του Μίλτου Σαχτούρη)
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ Ετος ΙΕ , 1941, τομ 30ος, τεύχος 349, Αθήνα, 01.07.1941
ς ΙΕ , 1941, τομ 30ος, τεύχος 349, Αθήνα, 01.07.1941