Παραμονή… εν αναμονή (πρωτοχρονιάτικο διήγημα της Βίκης Κοσμοπούλου)

0
368

της Βίκης Κοσμοπούλου

 

Το καρουσέλ ήταν φαντασμαγορικό στη μέση της πλατείας, κλέβοντας την παράσταση από το χριστουγεννιάτικο δέντρο το οποίο, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο. Πολύχρωμα αλογάκια ανέβαιναν και κατέβαιναν νωχελικά χωρίς να συμβαδίζουν με την χαρούμενη μουσική, ωστόσο αυτό δεν απασχολούσε κανέναν. Είχε σχηματιστεί μία τεράστια ουρά αφινιασμένης αναμονής. Τα παιδιά περιμέναν ανυπόμονα να έρθει η σειρά τους, πότε στηρίζονταν στο ένα πόδι πότε στο άλλο, με μία δόση ζήλειας για εκείνα που απολάμβαναν ήδη το προνόμιο. Παρηγοριούνταν τουλάχιστον με καραμελωμένους ξηρούς καρπούς, ζελεδάκια και μαλλί της γριάς που ξεγελούσαν τα δευτερόλεπτα. Στην ουρά στέκονταν και μερικοί έφηβοι, κάποιοι με τσιγάρα στα χέρια, ακόμη και μεγαλύτεροι με το ταίρι τους. Αλλά τι πείραζε; Τέτοιες μέρες γίνονται όλοι παιδιά. Στα μικρά μαγαζιά δεν είχε τόση κίνηση όση περίμεναν ελπίζοντας οι έμποροι, αντίθετα τα μεγάλα εμπορικά ήταν γεμάτα μέχρι και λίγο πριν το κλείσιμο. Οι φωτεινές καμπάνες και τα αστέρια δεμένα στους στήλους του δημοτικού φωτισμού εκπλήρωναν την αποστολή τους για άλλη μια φορά. Οι πλανόδιοι μουσικοί έδιναν ρυθμό στον βηματισμό των περαστικών. Το εορταστικό σκηνικό θα συμπληρωνόταν ιδανικά με ένα καστανά και έναν λατερνατζή, αλλά είχαν φύγει εδώ και κάποια ώρα. Το ποια χρονιά συμβαίνουν όσα περιγράφονται λίγη σημασία έχει. Εξάλλου κάθε χρόνο συμβαίνουν ακριβώς τα ίδια, απλώς τα παιδιά και οι μεγάλοι είναι ένα χρόνο μεγαλύτεροι.

Στην τηλεόραση το βραδινό δελτίο ειδήσεων. Τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, έλεγε η παιχνιδιάρικη φωνή, μάζεψαν τα γράμματα των παιδιών προς τον Άη Βασίλη. Τσουβάλια με γράμματα ξεχύνονται στις οθόνες. Η δημοσιογράφος δείχνει και διαβάζει ένα γράμμα με μία ζωγραφιά και σε αυτό ακριβώς το σημείο το παιδί που έχει γράψει το γράμμα και έχει κάνει τη ζωγραφιά βλέπει την πίστη του στον Άγιο να γκρεμίζεται μπροστά από μια οθόνη. Αυτοί οι μεγάλοι είναι πολύ σκληροί με τα παιδιά, όλοι οι μεγάλοι με εκτελεστή την κυρία με την παιχνιδιάρικη φωνή. Το δελτίο δεν έχει καν τη σήμανση ακατάλληλο για ανηλίκους ή τουλάχιστον μια προειδοποίηση να απομακρυνθούν τα παιδιά από τους δέκτες, γιατί ενδέχεται να κλονιστούν τα πιο σκληροπυρινικά πιστεύω τους. Η τηλεόραση αποφασίζει να βγάλει τους γονείς από τη δύσκολη θέση με τον πλέον μαζικό τρόπο, ξυπνήστε μικροί και ανόητοι ανθρωπίσκοι ο Άγιός σας είναι μούφα, τα Ελληνικά Ταχυδρομεία αρπάζουν τα γράμματά σας, κάνουν στάχτες και καπνό την αθωότητά σας. Το πότε μεταδίδεται το ρεπορτάζ λίγη σημασία έχει. Εξάλλου κάθε χρόνο είναι ακριβώς το ίδιο, ίσως με την ίδια κυρία με την ίδια παιχνιδιάρικη φωνή, απλώς τα παιδιά είναι όλο και περισσότερο λιγότερο αθώα στον κόσμο των ενηλίκων.

Ο λατερνατζής θα έχει φτάσει ήδη στο σπίτι του, ο καστανάς θα ροχαλίζει στον καναπέ κι ένα παιδί θα κλαίει απαρηγόρητο, όταν σε κάποιο σπίτι χτυπάει ένα τηλέφωνο. Η αναγνώριση κλήσεων είναι σωτήρια εφεύρεση. Σταμάτησε και εκείνο το επιτακτικό “Εμπρός, λέγετε”, λες και ο άλλος είχε πάρει παρά τη θέλησή του. Τώρα βλέπεις φαρδύ πλατύ ένα όνομα και είναι φορές που απαντάς από κάποια παράξενη υποχρέωση. Εκείνο το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα και στην οθόνη αναβόσβηνε το καταχωρημένο όνομα “Τζένη αδερφή”. Τον διάλογο τον ήξερε, ο ίδιος χρόνια τώρα, αλλά θα απαντούσε.

  • Πού είσαι αδεφέ; Δεν απάντησες αμέσως και ανησύχησα.

Σκέφτεται για ποιο λόγο θα έπρεπε να είχε απαντήσει αμέσως. Κι αν ήταν στην τουαλέτα; Ούτε στην τουαλέτα δεν μπορεί κανένας να πάει χωρίς να έχει πάρει μαζί του το τηλέφωνο δηλαδή; Παράλληλα με τις σκέψεις του λέει με τρυφερότητα το εξής:

  • Γιατί ανησύχησες, βρε Τζένη; Μην μου ανησυχείς. Δεν παθαίνω κάτι… ακόμα. Εξάλλου έχουμε δυο μέρες καιρό.
  • Ασε τις χαζομάρες Σάββα. Λοιπόν, Σάββα μου, σε παίρνω για το ρεβεγιόν και δεν ακούω κουβέντα φέτος. Θα αλλάξουμε όλοι μαζί τη χρονιά.
  • Τζένη εγώ…

Προσπάθησε να της πει για ακόμη μία φορά όσα τις έλεγε τα προηγούμενα τρία χρόνια, ότι δηλαδή δεν ήθελε να τους χαλάσει τη βραδιά, και προτιμούσε να είναι μόνος και φέτος για κάθε ενδεχόμενο.

  • Δεν έχει τέτοια. Δεν ακούω κουβέντα.
  • Τζένη πώς να στο πω να το καταλάβεις; Θα περάσω πάντως σίγουρα να σας δω. Αύριο το μεσημέρι είναι καλά;
  • Θα σε περιμένουμε, αδερφέ. Έλα και θα τα πούμε από κοντά.
  • Καληνύχτα.
  • Φιλιά, Σάββα μου.

Αγαπιόντουσαν πολύ με την αδερφή του. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού ήταν δεμένοι από την αρχή της ζωής τους, ως δίδυμοι που ήταν. Έμοιαζαν αρκετά στην εμφάνιση, αλλά είχαν εντελώς διαφορετική ψυχοσύνθεση. Και οι δύο ψηλόλιγνοι, μελαγχρινοί με ανοιχτόχρωμα μάτια. Τα δικά της αδικούνταν πίσω από τα κοκάλινα γυαλιά. “Και ποιος σου είπε να είσαι μελετηρή, κυρία μου;” την πείραζε συνέχεια. Είχε γίνει φιλόλογος και ο Σάββας ήταν υπερήφανος για την σπουδασμένη αδερφή του, μια και εκείνος ήταν των χειρονακτικών επαγγελμάτων. Είχε καταφέρει να είναι από τους πιο περιζήτητους ξυλουργούς και ξυλογλύπτες. Κλειστός χαρακτήρας από παιδί αυτός, μετρημένος και σοβαρός προσπαθούσε να σχεδιάζει σωστά τα βήματά του και να οργανώνει τη ζωή του. Η Τζένη πιο αλέγκρα, και κάποιες στιγμές επιπόλαιη, κατάφερνε μέσα από την ανεμελιά της να είναι ισορροπημένη και να προσηλώνεται σε έναν στόχο τη φορά.  Ο ένας είχε γίνει το αντιστάθμισμα του άλλου. Ο Σάββας προσγείωνε την Τζένη και η Τζένη έδινε ώθηση στον Σάββα.

Τους είχε επιθυμήσει και του άρεσε πολύ η ιδέα που θα έβλεπε τις ανηψιές του. Σπούδαζαν στον εξωτερικό και είχαν έρθει για τις διακοπές των χριστουγέννων. Τους είχε αδυναμία, ιδιαίτερα στη δεύτερη, που είχε βαφτίσει με το όνομα της μητέρας του. Απ ΄όταν ήταν μικρές τον λάτρευαν. Ήταν γι΄ αυτές ο θείος Σάββας ο καλλιτέχνης, ο θείος Σάββας ο πλακατζής, ο θείος Σάββας ο αγαπούλας. Δεν τους χαλούσε χατήρι και ανεχόταν όλα τα κοριτσίστικα καπρίτσια και τους τσακωμούς τους. Πάντα τους πήγαινε δώρο κάτι ξύλινο σκαλιστό, κάποιο ζωάκι ή μία νεραϊδούλα. Είχαν κάνει ολόκληρη συλλογή, “τα σαββοτεχνήματα”, έτσι την είχαν ονομάσει. Από αυτήν έλειπαν πια δύο νεραϊδούλες, αφού είχαν πάρει από μία μαζί τους. Να τις έχουν στο σπίτι τους για να τον νιώθουν κοντά τους.  Με τη σκέψη των ανηψιών του αποκοιμήθηκε, και με ένα χαμόγελο για την παιδική τους σκανταλιά μια παραμονή πρωτοχρονιάς.

Γύρω στη μία ώρα απόσταση ήταν το σπίτι της Τζένης και του Μάνου. Ήταν χαρούμενος και ήσυχος που η αδερφή του είχε αυτόν τον άνθρωπο δίπλα της. Ωραίος άνθρωπος, όπως είχε πει και ο πατέρας τους. Μαθηματικός ο Μάνος γνωρίστηκαν με την Τζένη όταν συνυπηρετούσαν σε γυμνάσιο της επαρχίας τα πρώτα χρόνια. Έκανε καλή παρέα με τον γαμπρό του και τον εκτιμούσε για την ευθύτητα και τη σταθερότητά του. Κατέληξε να γίνει ο αδερφός που δεν είχε και για τον Μάνο ο Σάββας ήταν ο σοφός που τον έβγαζε από τα αδιέξοδά του. Στη διαδρομή απολάμβανε το χειμωνιάτικο τοπίο ακούγοντας παλιά ροκ τραγούδια. Ούτε κατάλαβε για πότε βρέθηκε στον προορισμό του.

Η Τζένη είχε αποφασίσει να μαγειρέψει το αγαπημένο του φαγητό, σουτζουκάκια σμηρνέικα με ρύζι. Είχε φτιάξει και μια μηλόπιτα για να συνοδέψουν τον καφέ τους. Κοίταξε το ρολόι και έβγαλε όπως- όπως τα ρόλεϊ από τα μαλλιά της. Τα κορίτσια μιλούσαν στα κινητά τους ενώ παράλληλα έστελναν μηνύματα. Ο Μάνος έβαζε κούτσουρα στο τζάκι να κρατήσει τη φωτιά, ακούγοντας το δελτίο. Πάλι εκείνη η παιχνιδιάρικη φωνή έλεγε για τα Ελληνικά Ταχυδρομεία και τα γράμματα των παιδιών. Με το άκουσμα του κουδουνιού τα κορίτσια έκλεισαν τα τηλέφωνα, ο Μάνος χαμογέλασε και η Τζένη έτρεξε να ανοίξει πετώντας την ποδιά της.

  • Καλώς τον! -φιλιά και αγκαλιά
  • Τι κάνεις μικρή; Κάτι ωραίο μυρίζω…

Με ένα λεπτό διαφορά είχαν γεννηθεί, αλλά του άρεσε να τη λέει μικρή και να έχει το ρόλο του μεγαλύτερου αδερφού. Εκείνη τον άφηνε.

  • Σάββα μου…
  • Μάνο μου. Πώς είσαι;
  • Καλά, καλά, εσύ. Έλα κάτσε να εδώ να ζεσταθείς. Τι νέα Σάββα μου;

Τα κορίτσια έκαναν εισβολή στην αγκαλιά του θείου Σάββα. Τις κρατούσε σφιχτά συγκινημένος δίνοντας τους από ένα φιλί στο μέτωπο, όπως έκανε πάντα.

  • Τι κάνουν τα κορίτσια μου; Μα για να σας δω, εσείς ομορφύνατε κι άλλο. Πού θα πάει πια αυτή η κατάσταση;
  • Καλές είμαστε, είπαν με μια φωνή και όλοι γέλασαν.

Είπαν τα νέα τους από την Αγγλία, το πανεπιστήμιο, τους φίλους τους, τα οικονομικά και ο Σάββας τις καμάρωνε, δεσποινίδες σωστές που είχαν πια άποψη ώριμη.

  • Με την κουβέντα ξέχασα…

Τους έδωσε από μια τσάντα. Είχε φτιάξει δύο κουκουβάγιες για τις ανηψιές του.

  • Για τα πιο σοφά κορίτσια.
  • Ε, όχι και τα πιο σοφά. Μην τους λες έτσι και πάρουν τα μυαλά τους αέρα, πετάχτηκε η Τζένη.
  • Φιλόλογος πράμα δεν ξέρεις για την κουκουβάγια και τα κουκουβαγιόπουλα εσύ; της αντιγύρισε ο Σάββας.
  • Άντε ελάτε σιγά σιγά να φάμε.

Σιγά σιγά. Έτσι ήταν πάντα, δεν θέλει να βιάζει τα πράγματα. Όλα στην ώρα τους, συνηθίζει να λέει. Τα σουτζουκάκια ήταν υπέροχα. Όλοι απολάμβαναν συζητώντας και κάνοντας αστεία, ώσπου η Τζένη

  • Όσο για το ρεβεγιόν αύριο, τα΄ παμε…
  • Βρε Τζένη, αφού ξέρετε…
  • Τι ξέρουμε βρε θείε; Τι προλήψεις είναι αυτές; Επειδή σου είπε δηλαδή εκείνη η τσιγγάνα ότι θα πεθάνεις Πρωτοχρονιά την πίστεψες;

Και η άλλη ανηψιά αρπάζοντάς του το χέρι με τσαχπινιά:

  • Για να δω… Σίγουρα όχι φέτος. Φέτος θα έρθεις να γιορτάσουμε μαζί.
  • Θα δούμε. Γεια στα χέρια σου. Πολύ ωραίο ήταν.
  • Δεν έχει θα δούμε. Και μην αλλάζεις θέμα. Πες και συ Μάνο μου.
  • Τι να πω; Εγώ τα έχω πει. Τα λέω τρία χρόνια τώρα. Δεν μπορείς να ζεις με αυτόν τον φόβο, Σάββα μου. Απορώ πώς εσύ που είσαι κατά τα άλλα ορθολογιστής πιστεύεις σε τέτοιες μαγγανείες.

Τρία χρόνια πριν, άνοιξη ήταν και Σάββατο, είχε αποφασίσει να κάνει μια βόλτα. Από εκείνες τις βόλτες χωρίς προορισμό, μόνο και μόνο για να περπατήσει και να πάρει λίγο ήλιο. Περπατούσε στα σοκάκια, χάζευε τον κόσμο, μύριζε τα αρώματα από τα δέντρα, σκεφτόταν ένα καινούριο σχέδιο που ήθελε να κάνει πάνω σε ξύλο. Από μακριά έβλεπε μια τσιγγάνα να τριγυρνά και να ενοχλεί τους περαστικούς. Δίπλα της δύο τσιγγανόπουλα έπαιζαν, χόρευαν και τραγουδούσαν ακαπέλα. Χαμογέλασε με το κέφι και την ανεμελιά τους. Πλησιάζοντας, η τσιγγάνα άρχισε να του μιλάει: Έλα, όμορφε ψηλέ, να σου πω τη μοίρα σου, σε βλέπω εσένα κακία δεν κρατάς στην καρδιά σου. Προσπάθησε να την αποφύγει διακριτικά χαμογελώντας. Έλα που σου λέω, έσενα μια γυναίκα σου είχε κάψει την καρδιά, από δέλτα το όνομά της. Ο Σάββας σταμάτησε. Ήταν τόσο το ξάφνιασμά του που πετάχτηκε η φλέβα στο μέτωπό του, όπως κάθε φορά που αγχωνόταν ή νευρίαζε, σπανίως δηλαδή.

Η Δήμητρα, η πιο σημαντική γυναίκα που πέρασε από τη ζωή του. Και τώρα αυτή η τσιγγάνα τον γυρνούσε πίσω στα χρόνια του δυνατού έρωτα, που μία μέρα έφυγε για την Αμερική κι εκείνος έμεινε πίσω να προσπαθεί να τη ξεχνά, κάθε μέρα από τη αρχή. Η τσιγγάνα κατάλαβε ότι είχε πετύχει διάνα. Έλα όμορφε να σου πω τη μοίρα σου, ασήμωσε. Από αφέλεια και από περιέργεια έβγαλε ένα νόμισμα και το έβαλε στη χούφτα της κι εκείνη ξεκίνησε να λέει. Όχι τίποτα σημαντικό και μάλλον τα προφανή, ότι αυτό το δέλτα του είχε ραγίσει την καρδιά, ότι δεν μπορούσε να την ξεχάσει, ότι αυτός δούλευε με τα χέρια, ότι ήταν καλός στη δουλειά του και ότι είχε ανθρώπους γύρω του που τον αγαπούσαν. Και αργότερα το ύφος της τσιγγάνας άλλαξε και του είπε εσύ θα πεθάνεις ανήμερα πρωτοχρονιά, με την αλλαγή της μέρας. Ταράχτηκε. Δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο. Έφυγε βιαστικά ενώ η τσιγγάνα του έλεγε κάτι που δεν κατάφερε να ακούσει.

  • Κι αν βγει αληθινό, να σας χαλάσω τη βραδιά;
  • Τη βραδιά θα μας τη χαλάσεις, αν δεν έρθεις, αδερφούλη. Πώς είναι η μηλόπιτα;
  • Τέλεια, όπως πάντα, μαμά.
  • Από πότε εσείς οι δύο μάθατε να πίνετε ελληνικό;
  • Από νοσταλγία, θείε.
  • Και τον έχουμε μάθει και σε φίλους. Αρέσει πολλοί στους Ινδούς.

Λίγη ώρα μετά χαιρετιόντουσαν και του υπενθύμιζαν το ραντεβού για το ρεβεγιόν. Εκείνος τους κοίταξε και τους έκανε μία μεγάλη αγκαλιά σαν να ήταν η τελευταία. Στην επιστροφή ανοίγοντας το ραδιόφωνο πέτυχε τραγούδι για μια τσιγγάνα και το θεώρησε σημάδι. Είχε πια νυχτώσει όταν έφτασε στο σπίτι του. Αποκοιμήθηκε με την παιχνιδιάρικη φωνή να λέει για τα γράμματα των παιδιών στον Άη Βασίλη. Κοιμήθηκε βαθιά και το επόμενο πρωί δεν θυμόταν τι όνειρο είδε, πράγμα που δεν του συνέβαινε σχεδόν ποτέ.

“Παραμονή Πρωτοχρονιάς, λοιπόν”, μουρμούρισε και σφίχτηκε η καρδιά του. Τακτοποίησε το σπίτι, όχι ότι ήταν μεγάλο, ίσα ένα δωμάτιο και το καθιστικό. Μην έρθει η ώρα και τα βρουν όλα άνω κάτω. Ύστερα πήγε για ένα τσίπουρο, το καθιερωμένο, με τους φίλους του. Τον παρακαλούσαν και αυτοί να κάνουν μαζί Πρωτοχρονιά στο στέκι τους. Θα μαζευόντουσαν εκεί, όλοι ανύπαντροι και μόνοι. Ανένδοτος ο Σάββας. Δεν είχε πρόθεση να τους το χαλάσει. Γύρισε στο σπίτι το απόγευμα, άναψε το τζάκι και χάζευε τηλεόραση. Σκέφτηκε πως ήταν μάλλον ανόητος να στερείται την οικογένειά του για τα λόγια μιας μάντισσας, αν ήταν μάντισσα. Ή μήπως ήταν σαν εκείνη τη δημοσιογράφο που πρόδιδε την αλήθεια στα παιδιά και εκείνος ήταν τώρα παιδί που αρνιόταν να το πιστέψει και παραμύθιαζε τον εαυτό του; Το χτύπημα του τηλεφώνου τον τρόμαξε. “Τζένη αδερφή”.

  • Ναι, Τζένη.
  • Σάββα μου, ετοιμάζεσαι;
  • Τζένη, δεν θα έρθω. Σας το είπα.
  • Θα έρθεις.

Και του το έκλεισε. Το μυαλό του είχε υπακούσει στην εντολή εν αγνοία του. Σαν να μην όριζε το σώμα του σηκώθηκε και ετοιμάστηκε. Φόρεσε τα καλά του και μία ώρα μετά έφτασε στο σπίτι της Τζένης και του Μάνου.

  • Αμήν! φώναξε η Τζένη και ο Μάνος του έσφιξε τον ώμο. Τα κορίτσια άρχισαν να τον πειράζουν.
  • Τι έγινε, θείε; Πάει η τσιγγάνα;
  • Της έκανες εξορκισμό; και η Τζένη τους έκανε νόημα να σταματήσουν.

Η ώρα για την αντίστροφη μέτρηση έφτανε. Ο Μάνος έβγαλε την σαμπάνια από το ψυγείο, η Τζένη έφερνε τα ποτήρια και τα κορίτσια έβγαζαν σέλφι με τον θείο Σάββα προσπαθώντας να του πουν πώς να στηθεί και πού να κοιτάξει. Μαζεύτηκαν όλοι στο σαλόνι. 6… 5… 4… 3… 2… 1.

  • Καλή χρονιά!
  • Ευτυχισμένο το νέο έτος!
  • Καλή χρονιά, Σάββα μου!
  • Καλή χρονιά σε όλους! είπε ο Σάββας και τους φίλησε έναν έναν. Κι έστεκε εκεί ολοζώντανος τσουγκρίζοντας το ποτήρι της σαμπάνιας.
  • Άντε να πεθάνει ο χάρος, είπε η μικρή και όλοι γέλασαν.
  • Με τη ρέγουλα, κορίτσια, είπε ο πατέρας τους.

Η Τζένη έκοψε την βασιλόπιτα. Το φλουρί έτυχε στον Σάββα.

  • Ορίστε, είσαι και ο τυχερός της βραδιάς, φίλε μου. Στην υγειά του Σάββα!

Έπιναν σαμπάνια στην υγειά του ενώ ένα παιδί ξετύλιγε το δώρο του σίγουρο πια ότι δεν του το είχε φέρει ο Άη Βασίλης. Έπαιξαν χαρτιά για το καλό. Αποφάσισαν να το διαλύσουν κατά τις δύο και ο Σάββας κοιμήθηκε στο σπίτι τους για να μην οδηγήσει. Αποκοιμήθηκε με τη σκέψη ότι δεν θα αφήσει καμία τσιγγάνα να του στερεί τις χαρές της ζωής.

Ο Σάββας δεν πέθανε καμία Πρωτοχρονιά. Ο Σάββας πέθανε τη μέρα των γενεθλίων του χρόνια μετά.

  • Η τσιγγάνα δεν είχε πέσει έξω. Τα γενέθλια είναι η προσωπική μας Πρωτοχρονιά, θα έλεγε η Τζένη στον Μάνο. Και για μένα αυτή είναι η χειρότερη Πρωτοχρονιά.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο7+1 δοκίμια που ξεχώρισα (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΠοιητικό δείπνο πνευματικό και σαρκικό μαζί (της Μαρίας Τσάτσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ