Αλ. Π. Ζάννας.(Κλασικό εφηβικό βιβλίο. Μέρος Γ΄).
Ως παιδί, θυμάμαι ότι διάβαζα πολύ. Το γραφείο του πατέρα μου ήταν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, δίπλα στο ιστορικό βιβλιοπωλείο του Μόλχο που δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον, μετά από ιστορία εκατόν είκοσι χρόνων. Έκλεισε το 2008 μια και δεν μπόρεσε ν’ αντέξει τον ανταγωνισμό των απρόσωπων αλυσίδων για τα ελληνικά και το διαδίκτυο για τα ξενόγλωσσα βιβλία. Στη θέση του τώρα κάποιος πουλά σοροπιαστά γλυκά και η παλιά ξύλινη βιτρίνα είναι μακρινό παρελθόν. Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά για τον Μόλχο. Το κύριο όμως είναι ότι ήταν ένα πλήρως ενημερωμένο βιβλιοπωλείο στην ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία.
Από του Μόλχο, ο πατέρας μου έφερνε τα διάφορα παιδικά και εφηβικά βιβλία (όσο πρόλαβε για τα εφηβικά μια και πέρασα ένα μεγάλο κομμάτι της εφηβείας μου με τον πατέρα μου στη φυλακή, την εποχή της δικτατορίας). Τότε έγινα κι εγώ πελάτης – η τρίτη γενιά πελατών της οικογένειας.
Τα παιδικά και εφηβικά μου διαβάσματα περιελάμβαναν, όσο θυμάμαι, Ιούλιο Βερν, διάφορα βιβλία σχετικά με ταξίδια, ανακαλύψεις και εφευρέσεις, και φυσικά λογοτεχνία. Θυμάμαι τη σειρά της «Εστίας» με τα παιδικά, ανάμεσα σ’ αυτά «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου και φυσικά η Πηνελόπη Δέλτα.
Ανεξάρτητα από την συγγενική μου σχέση, και την ενασχόλησή μου με το αρχείο της αργότερα, τα παιδικά βιβλία της Δέλτα με είχαν και με έχουν συνεπάρει. Η γραφή είναι σφιχτή με μικρές φράσεις που κρατούν το ενδιαφέρον του παιδιού ή του εφήβου (αλλά και του ενήλικα!) ως το τέλος.
Ξεχωρίζω το «Παραμύθι χωρίς όνομα», το δεύτερο βιβλίο της Δέλτα. Κυκλοφόρησε το 1910. Εκατόν πέντε χρόνια αργότερα όχι απλώς διαβάζεται, αλλά είναι και επίκαιρο. Για την ιστορία σημειώνω ότι έγινε σκέψη να ανασταλεί η κυκλοφορία του λόγω της πολιτικής κατάστασης όταν πρωτοκυκλοφόρησε (θυμίζω ότι βρισκόμαστε λίγους μήνες μετά το κίνημα στο Γουδί). Το βιβλίο εύκολα μπορούσε να θεωρηθεί ως κριτική στη βασιλεία, που δεν περνούσε και τις καλύτερες μέρες της.
Πολλοί βλέπουν στο «Παραμύθι» τον Βενιζέλο που βάζει τα θεμέλια του εκσυγχρονισμού της χώρας μετά το κίνημα στο Γουδί. Η Δέλτα όμως έχει άλλη άποψη:
Και θυμωμένη για την αδράνεια του παλατιού, σε ώρα τέτοιας κρίσεως σαν το Γουδί, έγραψα, στο θυμό μου απάνω, σε δέκα μέρες μέσα, το δεύτερο βιβλίο μου, ζωγραφίζοντας, στο πρόσωπο του αγοριού αρχηγού, τον Νεοέλληνα που θα έσωσε τον τόπο.
«Προφητικό βιβλίο» μου είπε χρόνια αργότερα ο Δελμούζος. «Προείδατε τον Βενιζέλο».
Δεν είχα προείδει τον Βενιζέλο που δε γνώριζα. Άλλον και άλλου δράση είχα νοσταλγήσει[1].
Για την Δέλτα το βασιλόπουλο είναι ο ανεκπλήρωτος της έρωτας, ο Ίων Δραγούμης. ΄Όπως λέει η ίδια, το βιβλίο «γράφτηκε σε 10 μέρες σε ώρες που η αυτοκτονία είχε γίνει obsession»[2]. Η Δέλτα αναφέρεται εδώ στις οδυνηρές στιγμές που περνά μετά το σπάσιμο της πλατωνικής τους σχέσης όταν ο Δραγούμης αρχίζει τη σχέση του με την Μαρίκα Κοτοπούλη.
Τα ονόματα των ηρώων του «Παραμυθιού» δεν μου άρεσαν ως παιδί. Περίμενα κάτι πιο συγκαλυμμένο από τους αυτονόητους και εμφανέστατους χαρακτηρισμούς των προσώπων. Κατά κάποιον τρόπο τα ίδια τα ονόματα μου φαίνονταν ότι υποδηλώνουν και το τέλος του παραμυθιού με το happy end. Τελικά όμως, βλέποντας τα πράγματα μετά από χρόνια συνειδητοποιώ ότι αυτή η «εύκολη» ονοματολογία των ηρώων είναι η οικονομία του παραμυθιού που απευθύνεται σε παιδιά που περιμένουν μια γρήγορη και σφιχτή πλοκή. Και η ονοματολογία εξοικονομεί, για την παιδική πρόσληψη, αρκετές σελίδες που θα χρειαζόταν για το ξεδίπλωμα τού κάθε χαρακτήρα.
Η πλοκή –προβλεπόμενη- συνεπαίρνει από την πρώτη στιγμή, όπως και σε όλα τα βιβλία της Δέλτα. Όσο το σκέφτομαι, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η Δέλτα κατάφερε να είναι επίκαιρη ως σήμερα.
Αυτό που μένει τελικά από το «Παραμύθι» είναι το διαχρονικό του μήνυμα. Το βασίλειο μπορεί να είναι και μια σύγχρονη διαπλεκόμενη και διεφθαρμένη κοινωνία της εποχής μας. Απόδειξη της διαχρονικότητας αυτής είναι και η διασκευή του έργου από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη την δεκαετία του 60-70, αλλά και η χρήση του μύθου της Δέλτα από τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο στο τελευταίο βιβλίο του.[3] Και φυσικά ας μην ξεχνάμε τις πολλές και άνισες, -άλλες καλές, άλλες μέτριες, άλλες απαράδεκτες- διασκευές για το παιδικό θέατρο.
Το ερώτημα που νομίζω ότι τίθεται αυτομάτως είναι το εξής: πώς μία συγγραφέας που έχει γράψει εδώ και εκατό και πλέον χρόνια το πρώτο της βιβλίο, συνεχίζει να έχει τέτοια επιτυχία;
Η απάντηση νομίζω ότι βρίσκεται σε μία σειρά από παράγοντες που θα προσπαθήσω να εντοπίσω παρακάτω με τη βοήθεια των δημοτικιστών που γράφουν στην Δέλτα τις παρατηρήσεις τους με αφορμή την κυκλοφορία των βιβλίων της.
Ο Πέτρος Βλαστός γράφει: «Τέτια βιβλία χρειαζούμαστε για τα παιδιά, κι όποιος μπορεί να το καταφέρει να τα γράψει αξίζει περισσότερο από πολλούς δαφνοστεφάνωτους στιχοπλόκους του καιρού-μας»[4].
Ο Αλ. Πάλλης σημειώνει: «Φαίνεται πως σπουδάσατε και καταλάβατε καλά την εποχή. Πουθενά δε φαίνεται σα να πλάσατε φανταστικούς χρόνους, παρά πως περιγράφετε αληθινούς»[5].
Ο Αργύρης Εφταλιώτης: «Είστε η πρώτη στη φιλολογία μας που πήρε το απονεκρωμένο υλικό της Βυζαντινής Ιστορίας και το ζωντάνεψε. … Κανένα δικό μας δεν μπορώ να θυμηθώ, μήτε άνδρα, μήτε γυναίκα, που μας έβαλε, ας είναι κι από μακριά, τέτοια έργα που να παίρνουν τα δραματικά στοιχεία της ιστορίας μας με τόση ψυχολογία και τέχνη, και να τους δίνουν τέτοια ζωντανάδα και τέτοιο σπαρτάρισμα»[6].
Τέλος ο Αλέξανδρος Δελμούζος βλέπει την παιδαγωγική άποψη: «Η παιδική ψυχή είναι όλο κίνησι και δράσι και κίνησις και δράσις είναι ό,τι κυρίως χαρακτηρίζει το έργο Σας»[7].
Επιγραμματικά μπορούμε να συνοψίσουμε τα στοιχεία που κάνουν τα βιβλία της Δέλτα να έχουν τη μεγάλη απήχηση που βλέπουμε στα εξής: ανάγκη για παιδικό βιβλίο σε μια εποχή που στην Ελλάδα αυτό είναι ανύπαρκτο, σωστή χρήση της γλώσσας, μελέτη της ιστορίας και δυνατότητα μυθιστορηματικής της ανάπλασης, αμεσότητα στη γραφή και τέλος η δυνατότητα να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του παιδιού των 6-12 ετών. Σ’ αυτά θα προσθέταμε και τις αξίες και τους ηθικούς κανόνες που επαναλαμβάνονται σε όλα της τα βιβλία.
Το ενδιαφέρον στην περίπτωσή της Δέλτα βρίσκεται και σε ένα άλλο στοιχείο: η Πηνελόπη Δέλτα δεν έλαβε κανενός είδους εγκύκλια μόρφωση, με εξαίρεση την κατ’ οίκον διδασκαλία. Στα 1899 δεν είναι σε θέση να εκφραστεί και να γράψει στα ελληνικά[8]. Σε λιγότερο όμως από μία δεκαετία μας δίνει το πρώτο της μυθιστόρημα[9] γραμμένο σε μία στρωτή και ζωντανή γλώσσα. Η αιτία αυτής της εξέλιξης θα πρέπει να αναζητηθεί στον άνδρα της, τον δημοτικιστή Στέφανο Δέλτα με τη φαναριώτικη καταγωγή του και την μόρφωσή του, που σίγουρα επηρέασε την γυναίκα του.[10]
Κλείνοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Πηνελόπη Δέλτα έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της στην ελληνική παιδική λογοτεχνία, όπως για τα μεταπολεμικά χρόνια η Ζώρζ Σαρρή και η Άλκη Ζέη. Κοινό χαρακτηριστικό των τριών, η χρήση της ιστορίας στα έργα τους. Αντίθετα, συγγραφείς με μεγάλη χρονική παρουσία (σκέφτομαι την Αντιγόνη Μεταξά-Θεία Λένα που κυριαρχεί στις ραδιοφωνικές παιδικές εκπομπές από τη μεταξική δικτατορία ως και μετά την πτώση της χούντας και έχει και σημαντική εκδοτική δραστηριότητα) είναι, ευτυχώς, σήμερα παντελώς άγνωστες. Και αυτό είναι σίγουρα ένα θέμα για συζήτηση.
(Αθήνα, Δεκέμβριος 2015)
[1] Βλ. Aρχείο Π. Σ. Δέλτα. Η’. Π. Σ. Δέλτα, Aναμνήσεις 1940. Eπιμέλεια Aλ. Π. Zάννας. Eρμής, Aθήνα 2007, σελ. 607.
[2] Ό. π. Σελ 607.
[3] Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Μοιρολα3 – Ξαναλέγοντας το Παραμύθι χωρίς όνομα. Τόπος, Αθήνα 2014.
[4] Αλληλογραφία της Π. Σ. Δέλτα 1906-1940. Επιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδη Εστία, Αθήνα 1957, σελ. 16. Τηρείται η ορθογραφία των επιστολογράφων.
[5] Ό.π., σελ. 81.
[6] Ό.π., σελ. 146.
[7] Ό.π., σελ. 202.
[8] Οι Αναμνήσεις 1899 είναι γραμμένες στα γαλλικά. (Aρχείο Π. Σ. Δέλτα. Στ’. Π. Σ. Δέλτα, Aναμνήσεις 1899. Mετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο: Bούλα Λούβρου. Eπιμέλεια Π. A. Zάννας, Aλ. Π. Zάννας. Eρμής, Aθήνα 1990.) Το γαλλικό πρωτότυπο εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 2013.
[9] Για την πατρίδα.
[10] Χαρακτηριστικό είναι ότι «παραφράζει», όπως ο ίδιος αποκαλεί τη μετάφρασή του, τους Στωικούς στη δημοτική στη δεκαετία του 1920. (Επικτήτου “Εγχειρίδιον”, Μάρκου Αυρηλίου “Εις εαυτόν”, Κλεάνθους “Ύμνος εις Δία”. Παράφραση Στ. Δέλτα, προλογικό σημείωμα Αλ. Π. Ζάννας. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002).