Το σημείο μηδέν της ευχής
Ευχές είναι και οι προσευχές, αλλά με συγκεκριμένο παραλήπτη, μία (ή και παραπάνω) από τις θεότητες που συντρόφεψαν για λίγο ή για πολύ το γένος των ανθρώπων στη βαριά περιπέτειά του. Στην εκκλησιαστική ορολογία, άλλωστε, δεν υπάρχει σοβαρή νοηματική διαφορά ανάμεσα στην ευχή και την προσευχή. Για παράκληση προς τον Θεό πρόκειται πάντα. Για δέηση συγκεκριμένου περιεχομένου, διαμεσολαβημένη από κάποιον ιερέα ή και αρχιερέα.
Στις επίσημες, τυποποιημένες ευχές/προσευχές, ένα μεταφυσικό συννεφάκι επικαλύπτει αρκετά αποτελεσματικά τον πυρήνα της τελετουργικής διαδικασίας: το εν τω βάθει αλισβερίσι ανάμεσα στα πλάσματα και τους πλάστες τους. Στις λαϊκές προσευχές, αντίθετα, η λογική τού «δούναι και λαβείν» συχνά είναι ανενδοίαστη, ακόμα και εκβιαστική προς τα ουράνια. Ακραία αλλά χαρακτηριστική η περίπτωση μιας συστάδας χωριών με το όνομα Καραμουρατάδες και της ομαδικής εκβιαστικής προσευχής τους, όπως την αφηγείται ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του ελληνικού έθνους:
«Υπάρχει εν τη κοιλάδι του μέσου Αώου, προς ανατολάς του Πρεμετίου, ομάς χωρίων, τον αριθμόν 36, των καλουμένων Καραμουρατάδων. Τα χωρία ταύτα ήσαν χριστιανικά και υπήγοντο εις την επισκοπήν της Πογόνιανης. Καίτοι δε οι κάτοικοι αυτών έπασχον τα πάνδεινα από των γειτόνων μωαμεθανών, αντέσχον εις τας συμφοράς ταύτας μέχρι του 1760. Αλλ’ εν τη αρχή του έτους τούτου ηθύμησαν και απεφάσισαν εκ συμφώνου να εξευμενίσωσι το θείον δι’ αυστηροτάτων νηστειών και υπωπιασμών[1] της σαρκός· εάν δε ο Ύψιστος δεν εισακούση τας ευχάς αυτών, να τραπώσιν εις την λατρείαν του Μωάμεθ. Εις μάτην ο αρχιερεύς παρέστησεν αυτοίς την ασέβειαν του τοιούτου βουλεύματος. Οι Καραμουρατάδες ενήστευσαν όσον ουδέποτε αυστηρώς κατά την μεγάλην Τεσσαρακοστήν του έτους εκείνου· και ότε επήλθεν η ημέρα της Αναστάσεως, μηδεμίαν επαγαγούσα θεραπείαν των κακών, εξώμοσαν ομοθυμαδόν την χριστιανικήν πίστιν. Ο αρχιερεύς και οι ιερείς διετάχθησαν ν’ απέλθωσιν, ο δε λαός, αφού ήλεγξε τας αγίας εικόνας διά την αδιαφορίαν αυτών, απεφήνατο πανηγυρικώς ότι ασπάζεται το μουσουλμανικόν θρήσκευμα».
Οι λαϊκές ευχές πάντως, και οι χιλιοτριμμένες της καθημερινότητας αλλά και οι πανηγυρικές, όσες επαναλαμβάνονται μονότονα -ίσως και μελαγχολικά- στις κοινές ή εξατομικευμένες γιορτές, συνήθως δεν εξαρτούν από τον Θεό το ενδεχόμενο ευόδωσής τους.
Το «Καλημέρα», το «Χρόνια πολλά», το «Καλό τριήμερο», το «Με τις υγείες σας» (του κουρέα μας), το «Καλό καλοκαίρι» και το «Καλό αποκαλόκαιρο» (με την αμήχανα διπλασιασμένη καλοσύνη τους), το «Σιδερένιος», το αρχαίο «Υγίαινε» και το νέο «Γείτσες», κ.ο.κ., δεν εγγράφονται σε θρησκευτικό/θεολογικό περιβάλλον. Το ίδιο συμβαίνει και με το τραγουδάκι των γενεθλίων, που, εδώ που τα λέμε, εξακολουθεί να χλευάζει την ηττημένη νεοελληνική ποίηση, ανήμπορη μέχρι στιγμής να σκεφτεί κάτι γραμματικότερο από το φάλτσο «και όλοι να λένε νά μία σοφός»· τριγενές και δικατάληκτο…
Αν ζορίζαμε τα πράγματα και τα αισθήματα για να εντοπίσουμε πίσω ή κάτω από τις λέξεις κάποιαν υποδηλούμενη θεότητα, μάλλον την Τύχη θα βρίσκαμε και όχι κάποιον «έγκυρο», καθιερωμένο θεό. Η λατρεία της αναβαθμίστηκε και εντάθηκε κατά τα ελληνορωμαϊκά χρόνια, όταν οι παλαιοί θεοί είχαν αρχίσει να υποχωρούν, να μετακινούνται από το πεδίο της ανθρώπινης ιστορίας στην ήπειρο της μυθολογίας. Το λαμπρό Τυχαίον που της είχε αφιερωθεί στην Αλεξάνδρεια, σήμερα πια έχει αναλυθεί σε αμέτρητα στοιχηματατζίδικα.
Ευχές και προσευχές διασταυρώνονται στη διαρκή εκκρεμότητά τους. Ή μάλλον στο σημείο μηδέν της μοιραίας αποτυχίας τους. Βαρύθυμα τα ουράνια, κωφεύουν, για να πληθαίνουν έτσι αδιάκοπα οι έκπτωτοι θεοί. Από την άλλη, με κάθε καινούριο χρόνο οι καλαντιστές θα ευχηθούν «σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει», παρότι το ξέρουν καλά και αυτοί και οι ακροατές τους ότι σπίτι με αράγιστες τις πέτρες του δεν συναντάμε ούτε στα παραμύθια. Και κάθε Πάσχα το «Καλή ανάσταση» μας ειρωνεύεται ολονέν δεινότερα όσο μεγαλώνουμε, και αναπόδραστα μεγαλώνει μαζί μας η ακολουθία των νεκρών μας.
Οι ευχές είναι μια φθαρμένη και κουρασμένη μηχανή που μας επιτρέπει να βγάζουμε για μισή στιγμή γλώσσα στο αναπόφευκτο, μολονότι ξέρουμε ότι μπορεί να μας την κόψει σύριζα. Χωρίς αυτήν τη μηχανή όμως δεν κάνουμε. Την έχουμε ανάγκη, όσο κι αν δηλώνουμε ορθολογιστές, ακριβώς όπως είχαν ανάγκη τα αποτροπαϊκά σύμβολα και φυλαχτά τους οι ανορθολογιστές και δεισιδαίμονες. Θέλουμε να ευχόμαστε, και θέλουμε να μας εύχονται – στην ονομαστική μας εορτή, στα γενέθλιά μας, όσοι τα ξέρουν, στις μεγαλογιορτάδες.
Ποτάμια ή ποταμάκια οι ευχές που δίνονται σε όλες αυτές τις περιστάσεις, συρρέουν στον ωκεανό τού ανέφικτου. Γιατί, στην πραγματικότητα, ανέφικτες ή αδύνατες δεν είναι μονάχα οι εξαιρετικά ευφάνταστες και απίστευτα υπερβολικές ευχές που ομορφαίνουν και απελευθερώνουν την ποίηση, την ανώνυμη και την προσωπική, εδώ και παντού στον κόσμο, και πάντα. Ανέφικτες είναι και οι πλέον κοινότοπες. Γνωστού όντος ότι «όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος», το απλούστατο «Καλημέρα», και πολύ περισσότερο το «Καλή χρονιά», ενδέχεται να έχουν περίπου τις ίδιες πιθανότητες πραγμάτωσης με την ευχή του αρχαίου ερωτευμένου, σε επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας, να γίνει άνεμος· το μεταφράζω:
Α, να γινόμουν άνεμος, κι εσύ, στο κύμα δίπλα βηματίζοντας,
το στήθος σου να γύμνωνες, κι ως πνέω, να με δεχτείς.
Ή με την ομόλογη ευχή του Σκυριανού απογόνου του:
Να ’μουν αγέρι δροσερό μέσα στην αγκαλιά σου
τσαι να χαϊδεύω απαλά τα καστανά μαλλιά σου.
Ανέφικτες ευχές, ναι. Μα αν δεν περάσουν έστω μια-δυο κομπανίες να μας πουν τα κάλαντα και των Φώτων, κι ας μασάνε τις λεξούλες, που δεν τους λένε και πολλά, μαραζώνω. Ομολογώ τον ανορθολογισμό μου.
[1] υπωπιασμός: ταλαιπωρία, δεινοπάθεια.