Του Κώστα Δημολίτσα (*)
Ως ασκημένος αναγνώστης κόμιξ και ιστοριών επιστημονικής φαντασίας, ο Πάνος Κουτρουμπούσης διέθετε την δυνατότητα να οικοδομεί πολυάριθμους κόσμους και ήρωες χάρη στην τεράστια εικονοπλαστική του δύναμη, με αιχμηρότητα και σαρκασμό που θα μπορούσε να ειδωθεί και ως απόηχος της γραφής του μεγάλου Γιάννη Σκαρίμπα. Οι υφολογικές ακροβασίες μέσω της σύμμειξης διαφόρων γλωσσικών ειδών και εσκεμμένων ασυνταξιών, δίνουν μορφή σε ένα πολυδιάστατο συγγραφικό ύφος στο οποίο δεν εξαντλείται ποτέ το λογοτεχνικό απόθεμα και η πολυμορφία των αφηγηματικών μέσων.
Επηρεασμένος από την ενασχόλησή του με την σκιτσογραφία και το ανεξάντλητο ενδιαφέρον του για τον υπερρεαλισμό και την μπιτ κουλτούρα, ο Κουτρουμπούσης συγκροτεί ένα κράμα λαϊκής μυθολογίας και υπερρεαλιστικής αφήγησης πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της ελληνικής γλώσσας. Ένας τεχνίτης του ύφους που κατορθώνει να συνθέσει μία καινοτόμα μορφή γραπτού λόγου, αποτελούμενη από πληθώρα γλωσσικών τύπων (καθαρεύουσα, αρχαία ελληνική, δημοτική, αργκό) οι οποίοι λειτουργούν ευρύτερα και ως πλατφόρμα για την ανάδειξη των εκκωφαντικών και ψυχικά ρευστών χαρακτήρων του.
Από την Ζούγκλα μέχρι την Αίγυπτο, τον αλλόκοσμο και τις παρυφές του διαστήματος, οι ήρωες του είναι παθητικά υποκείμενοι στις παράλογες διαδρομές της μοίρας, οδηγούμενοι στην συντριβή ή την ματαιότητα που συνοδεύει το αναμενόμενο (ή μη) αποτέλεσμα των πράξεών τους. Η τάση προς το μάταιο υποφώσκει και μέσα από τον κοινωνικό παραγκωνισμό, την ταξική αδικία και την μαρτυρική συνθήκη της οικονομικής κατάρρευσης που βιώνουν οι ήρωες: « άνεργοι και καταφρονεμένοι, κατατρεγμένοι από τους οργανωμένους στρατούς των μονίμων υπαλλήλων που ‘χαν ορκιστεί απόλυτη υπακοή στους εργοδότες της Παγκόσμιας Εταιρείας, και πηγαινοέρχονταν ομάδες στα παράλια μέχρις που δεν ήταν και λίγοι αυτοί που σπρώχνονταν στο νερό απ’ τον συνωστισμό και πνιγόντουσαν…»[1]. Όλα αυτά τα στοιχεία ενοποιούνται κάτω από το πέπλο μίας κοφτερής δόσης υπερεαλιστικού χιούμορ, που δεν υποχωρεί ποτέ στις επιταγές του καθωσπρεπισμού της εποχής.
Στο ποιητικό του σύμπαν όμως συναντάμε κάτι εξολοκλήρου διαφορετικό. Το κωμικό περιορίζεται για να δώσει τη σκυτάλη σε μία απόκοσμη, σχεδόν απογυμνωμένη έκφραση, σε έναν νοσταλγικό τόνο που προμηνύει την επιστροφή στην φύση, πέρα από την μεσιτεία του τεχνητού. Αν το πεζογραφικό έργο του Κουτρουμπούση αποτελείται από ένα πνεύμα ρήξης και κατάρριψης του συμβατικού και του πραγματικού όπως το ξέρουμε, η ποίησή του φανερώνει μία εξόφθαλμη και μελαγχολική αποδοχή της παρακμής που περιβάλλει τον άνθρωπο. Η μοναδική λύση που απομένει είναι η καταφυγή στη μνήμη, όπου μία μακρινή ανάμνηση του όμορφου και του αληθινού προτάσσεται ως η μοναδική απάντηση μέσα σε έναν κόσμο βιομηχανικό, τοξικό, και ερειπωμένο:
Ο μικρός αέρας
που απαλά χαϊδεύει τις εκθαμβωτικές πεδιάδες
τα σιωπηλά ποτάμια
τους εγκαταλελειμμένους καρβουνιασμένους λόφους,
σφυρίζει μέσα από σκελετωμένες πόλεις
φιλάει το τοπίο[2]
Σε αυτά τα βάθη ο ποιητής αναζητά την ομορφιά που πια έχει δώσει την θέση της σε μία αέναη τάση για αναβολή:
[…] Θα ΄δινες πίστη
στην Ουτοπία ή οτιδήποτε
που είναι χωρίς την καθημερινή σου δόση
παντοτινής αλλαγής;[3]
Παρωδός του ενεστώτα, νοσταλγός του παρατεταμένου και πολέμιος του μελλοντικού, ο Κουτρουμπούσης υπήρξε μία ευφυία που έστιβε κάθε μονάδα του χρόνου προκειμένου να αδράξει το απόσταγμα του. Ένας καλλιτέχνης που έγραφε για το παράλογο της ύπαρξης αναζητώντας την αλήθεια της, όπου η ρευστότητα της συγγραφικής μορφής αντανακλά την απροσδιοριστία των ηρωών και του πεπρωμένου τους.
(*) Ο Κώστας Δημολίτσας είναι σκηνοθέτης
[1] Πάνος Κουτρουμπούσης, Οι συμβασιούχοι των επτά θαλασσών
[2] Πάνος Κουτρουμπούσης, τ’αεράκι τ’απόγεμα, Η εποχή των ανακαλύψεων σ. 41
[3] Πάνος Κουτρουμπούσης, ψίθυροι για θλίψη μέσω αναγνώρισης, Η εποχή των ανακαλύψεων σ.69