Παρέα με τον Panos
του Δημήτρη Πουλικάκου
Παναγιώτης Κουτρουμπούσης, έλκων την καταγωγήν απο Άνω Μουσουνίτσα Παρνασσίδος (τώρα, χωρίον Αθανάσιος Διάκος)….κι απέ: Σουρρρεαλισμός εν τω γίγνεσθαι!!!…
Κάποτε, λοιπόν, γύρω στα μέσα των ’60s -αν δεν απατώμαι!!- ταξιδεύαμε με τον Παναγιώτη, με αυτοκίνητο, κι είχαμε μόλις περάσει τα Ιταλο-Γαλλικά σύνορα, παραλιακά, προς Κυανή Ακτή…Μπαίνοντας στη Γαλλία, μου λέει: “Μόλις βρούμε μιά τράπεζα, να σταματήσουμε περικαλώ, ν’αλλάξω κάτι λιρέττες που μού’χουνε μείνει, σε Γαλλικά φράγκα” (Τότε ακόμη, στην Ευρώπη, η κάθε χώρα είχε το δικό της νόμισμα!)…Ο.Κ., πράγματι, βρίσκουμε σε λίγο μιά τράπεζα, σταματάω, βγαίνει ο Παναγιώτης, μπαίνει στην τράπεζα, και γυρίζει μετά από λίγο, τρεχάτος και χεσμένος στα γέλια!!!….”Τί έγινε ρε σύ?”, τον ρωτάω, και εξακολουθώντας να γελάει, μου δείχνει το διαβατήριό του, και την απόδειξη της συναλλαγής…Στο διαβατήριό, βέβαια, έγραφε το όνομά του, με λατινικά: “Panayote Koutrouboussis”, το οποίον η ταμίας, στην τράπεζα είχε αντιγράψει στην απόδειξη, ως: “Pavejnolus Clardeluna”!!!…;Έκτοτε, πάντα έτσι υπέγραφε, στη σποραδική αλληλογραφία μας!!
Θα πρέπει εδώ να σημειώσω, πως ο Παναγιώτης (ή Παβεζνόλους) ήταν και ο πραγματικός εφευρέτης του ομεοστατικού τροποτοποσκοπικογράφου “The Julia”, καθώς και των θεατρικών ταχυδραμάτων (Speedramas), είχεν όμως, και ως γνήσιος δημοσιογράφος/ντετέκτιβ, ξεσκεπάσει και την παγκόσμια συνομωσία της τρομερής υπερκρατικής οργάνωσης “Κ.Δ.Ω.Α.” (Κτηνώδης Δύναμις Ωγκόδης Άγνοια, (το Ογκώδης ανορθόγραφα, λόγω -assφαλλός- της Άγνοιας!!).
Κάναμε και πρωινές (στην Αθήνα αυτά) επιδρομές στα βιβλιοπωλεία, και το μεσημεράκι καθόμασταν στο παλιό καφενείο του Ζαχαράτου, στο Σύνταγμα, και κρατούσαμε διάφορες σημειώσεις, και κάναμε φάρσες στους θαμώνες, που ως επί το πλείστον ήσαντε συνταξιούχοι στρατιωτικοί, και διαφόρων ειδών πρώην “πρόεδροι”, (από προέδρους η Ελλάδα άλλο τίποτα!!!)…Ο ένας μας καθότανε λοιπόν στο καφενείο, κι ο άλλος πήγαινε απέναντι, σ’ένα τηλεφωνικό θάλαμο (δεν υπήρχαν ακόμα κινητά και τέτοια!) κι έπαιρνε στο καφενείο και ζητούσε το “στρατηγό”…Φώναζε το γκαρσόνι: “Στρατηγός?”, και πεταγόντουσαν πέντ-έξι, φωνάζοντας “Εγώ-εγώ”, κι εμείς γελάγαμε!!!
Αργότερα, συνήθως στο σπίτι του, όπου και η μανούλα του μας τράτερνε γλυκό του κουταλιού, καθόμασταν και με υπόκρουση Bo Diddley, πάλι γελάγαμε και λέγαμε “Πάλι φλομώσαμε στη δημιουργικότητα”, ενώ, κάθε τόσο, ανατρέχαμε και στην περίφημη -και αγαπημένη μας- ατάκα του “Thing” (από τους “Fantastic Four”): “Like my aunt Petunia used to say,…it’s clobberin’ time!!!”
Αυτά, και διάφορα τέτοια και άλλα, συνέβαιναν -που λες- παρέα με τον Panos!!!
Υ.Γ. Ξέχασα ν’αναφέρω, πως ήταν και αυτός ο ίδιος που αποκάλυψε, πως η Μεγάλη Σφίγγα της Γκίζας, ήταν εν τέλει, άνδρας!!!
(Πρόλογος του Δημ.Πουλικάκου, στην έκδοση “Απάντων” του Panos, απο τις εκδόσεις “Opportuna”)
*********
Ένα αστείο περιστατικό
Της Ernie Eban
Εκτός από διακεκριμένος αρχειοθέτης, μανιώδης συλλέκτης, εξαιρετικός συγγραφέας και ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, ο Πάνος ήταν ένας άνθρωπος με στυλ. Ένα καλό παράδειγμα είναι το περιστατικό που συνέβη στο Mall, το μεγάλο βουλεβάρτο που συνδέει την Πλατεία Τραφάλγκαρ με τα Ανάκτορα του Μπάγκιγχαμ∙ στη «φτηνή» απόληξη του δρόμου, κοντά στην πλατεία Τραφάλγκαρ, υπήρχε μία καινούργια και ακριβή γκαλερί, που ονομαζόταν Institute for Contemporary Arts.
Εκείνη την εποχή, το ICA, όπως ήταν γνωστή η γκαλερί, φιλοξενούσε την έκθεση “Aaargh! A Celebration of Comics”, στην οποία εγώ ήμουν σύμβουλος και ο Πάνος συμμετείχε.
Η έκθεση είχε μεγάλη επιτυχία. Εκτέθηκαν πλήθος αντιπροσωπευτικά δείγματα της τέχνης των κόμικς. Στους καλλιτέχνες που συμμετείχαν συμπεριλαμβάνονταν οι Jack Kirby, Jim Steranko, Robert Crumb, Gilbert Shelton, Spain Rodriguez, Jules Feiffer, Franciszka Themerson, Winsor McCay, George Herriman, Al Capp, Jerry Siegel & Joe Shuster, Hal Foster, Chester Gould, Walt Disney, Walt Kelly, Charles M Schulz, Frank Hampson, Guy Debord και ο Πάνος.
Πρότεινα να μεταδώσουμε από τη μικροφωνική της έκθεσης μια τηλεφωνική συνέντευξη με τον θρυλικό Stan Lee, βασικό συγγραφέα και αρχισυντάκτη της Marvel, με ερωτήσεις του κοινού των φίλων των κόμικς τις οποίες θα του μετέφερε ο επικεφαλής του ICA, Michael Kustow.
O Stan ήταν στη γραμμή. Ο Πάνος ήταν στη σκηνή μαζί μου, για την περίπτωση που ο Marvel πελαγοδρομούσε σε λεπτομέρειες γύρω από τη Marvel. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πει ένα γεια στον κύριο Lee και να ξεκινήσει τη συζήτηση. Όμως, αντί γι’ αυτό, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε μία μακροσκελή αισθητική αποτίμηση των κόμικς.
Ο Πάνος κι εγώ καταλάβαμε ότι έπρεπε να σταματήσουμε αυτή τη διάλεξη προτού ο Stan Lee βαρεθεί και κλείσει το τηλέφωνο. Έτσι ο Πάνος τον διέκοψε, προκαλώντας βροντερά γέλια από το ακροατήριο. Ο Michael παραιτήθηκε. Περάσαμε απευθείας στη συνέντευξη, από την οποία δεν θυμάμαι λέξη έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια, αλλά θυμάμαι ότι μετά την τοποθέτηση του Michael ότι «Βεβαίως, όλοι ξέρουμε πως οτιδήποτε μπορεί να είναι τέχνη…» ο Πάνος πετάχτηκε και είπε «Ναι….(μακρά παύση). Όπως ο Σαίξπηρ, για παράδειγμα».
*********
We are not alone
Της Liliane Lijn
Γνώρισα τον Πάνο το 1964, όταν ζούσα έξω από την Αθήνα σε ένα στρογγυλο σπίτι πάνω σε ένα λόφο που λεγόταν Γεροβουνό, προς το Μενίδι και το όρος Πάρνηθα. Το είχαμε χτίσει μαζί με τον τότε σύζυγό μου, τον γλύπτη Τάκη Βασιλάκη. Ζούσα εκεί με τον δίχρονο γιο μου, ενώ ο Τάκης δούλευε στο Παρίσι∙ κυρίως έγραφα ποιήματα τα οποία ενσωμάτωνα σε περιστρεφόμενους κώνους φτιαγμένους από έναν ξυλουργό στην Αθήνα και φίλτρα λαδιού που έβρισκα σε καταστήματα ανταλλακτικών για αυτοκίνητα. Που και που έπαιρνα ένα ταξί για το Σύνταγμα για να αγοράσω τα απαραίτητα της τέχνης και του νοικοκυριού μου και περνούσα λίγη ώρα στα καφέ της πλατείας κουβεντιάζοντας με άλλους καλλιτέχνες, τους οποίους είχα γνωρίσει μάλλον τυχαία, επειδή και εκείνοι έρχονταν για καφέ στο Σύνταγμα.
Ένας από τους ανθρώπους που σύχναζαν στο καφέ του Παπασπύρου ήταν ο Πάνος Κουτρουμπούσης, ένας Έλληνας ποιητής με κλίση στη μαγεία και τον αποκρυφισμό. Ήταν μια αδύνατη φιγούρα με γοητευτικά χαρακτηριστικά και σαρδόνια αίσθηση του χιούμορ. Μιλούσε πολύ καλά αγγλικά, επειδή είχε αποφοιτήσει από το Αμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών, στο οποίο είχε λάβει υποτροφία. Έλεγε ότι είχε στην κατοχή του ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο και το έδειχνε στο τραπέζι που καθόμαστε. Όταν έφτασε στα χέρια μου, το άνοιξα σε μια σελίδα, και είδα ένα πορτραίτο του Franz Bardon να με κοιτάζει. Βλέποντας ότι η φωτογραφία του συγγραφέα μου έκανε εντύπωση, ο Πάνος προσφέρθηκε αμέσως να μου το δανείσει. Καθώς άρχισα να διαβάζω την Εισαγωγή στην Ερμητική, συνειδητοποίησα ότι το βιβλίο δεν ήταν θεωρητικό. Ο Bardon είχε γράψει ένα πρακτικό εγχειρίδιο για να καθοδηγήσει τους αναγνώστες του στην αναζήτηση ενός ανώτερου πνευματικού επιπέδου μέσα από τον μεγαλύτερο έλεγχο των σκέψεων και των πράξεών τους. Αποφάσισα να θέσω σε εφαρμογή τις διδαχές του και άρχισα να δουλεύω.[1]
Όπως δεν άργησα να μάθω, ο Πάνος ήταν ένας ποιητής και εικαστικός καλλιτέχνης που διέθετε μια σκοτεινή, σατιρική αίσθηση του χιούμορ. Καθώς τα περισσότερα ποιήματά του είχαν γραφεί και εκδοθεί στα ελληνικά, δεν μπορούσα να εκτιμήσω αυτή την πλευρά του έργου του. Ήξερα και μου άρεσαν τα ευφάνταστα κολάζ επιστημονικής φαντασίας και οι πίνακές του, οι φωτογραφίες του και πιο σημαντικό, ο ίδιος ο άνθρωπος. Ο Πάνος ήταν ένας χαμηλών τόνων εσωστρεφής και ένας αδιόρθωτος πεσσιμιστής. Πιστεύω ότι ήταν ένας απογοητευμένος ιδεαλιστής, και μαζί ένας ονειροπόλος. Ισως οι απόψεις του για τη ζωή να είχαν επηρεαστεί από τις παιδικές μνήμες του πατέρα του, ενός δικαστικού που δολοφονήθηκε στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Ήταν πάντα καλός φίλος και μοιραζόμαστε κοινά ενδιαφέροντα στην επιστήμη και την επιστημονική φαντασία. Θυμάμαι ότι μετά τη γέννηση του γιου μου Μischa το 1975, υπέφερα από αϋπνίες. Ο Πάνος με επισκέφθηκε μαζί με τη συζυγό του την Κέιτ, φέρνοντάς μου για δώρο βιβλία επιστημονικής φαντασίας και δίνοντάς μου κάτι να κάνω τις δύσκολες ώρες ανάμεσα στους θηλασμούς του μωρού μου. Το ζευγάρι ζούσε στο Λονδίνο έπειτα από μία περίοδο γεμάτη ταξίδια και δουλειές σε διάφορα μέρη του κόσμου, που στη διάρκειά της είχαμε διατηρήσει τη φιλία μας μέσω αλληλογραφίας.
Είχαμε πολλούς κοινούς φίλους∙ ένας από αυτούς ήταν ο νοτιοαφρικανός ποιητής Sinclair Beiles∙ ένας άλλος ο William Bourroughs, από τον οποίο ο Πάνος είχε πάρει μια σουρεαλιστική συνέντευξη όταν βρισκόταν στην Ουάσινγκτον, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικο Rolling Stone.
Στα γράμματά του από τη Μέση Ανατολή, ο Πάνος με ρωτούσε για την πρόοδο του βιβλίου που έγραφα. Ένιωθα ότι ήταν ο μόνος από όσους είχαν διαβάσει το χειρόγραφο που το είχαν καταλάβει. Είχε διαβάσει όλες τις εκδοχές του και όταν διάβασε την τελική του μορφή με τίτλο Crossing Map, μου είπε ότι ήταν πειραματική επιστημονική φαντασία. Εκτιμώντας τις γενναιόδωρες απόψεις του για τις καλλιτεχνικές μου προσπάθειες, πρότεινα στον Bill Jordan, στην γκαλερί Camden Lock Gallery του οποίου είχα εκθέσει, να δει τους πίνακες του Πάνου. Γνωρίστηκαν, και του άρεσαν. Έτσι ορίστηκε μια ημερομηνία για μια έκθεσή του στην γκαλερί Bill Jordan. Ο Πάνος έφτιαξε μια ζωγραφιά για την πρόσκληση, όπου κάποιος χαρακτήρας από το βαθύ πεσιμιστικό του ασυνείδητο, σχολίαζε: «Χωρίς ποτά!»
Δυσκολεύμαι να ξεχωρίσω τον Πάνο από την Κέιτ, ένα ζευγάρι που, για περισσότερα από πενήντα χρόνια, ήταν πάντα μαζί. Η Κέιτ δούλευε με τον Πάνο, βοηθώντας στην κατασκευή των φωτογραφικών του εγκαταστάσεων, στην ανάρτηση των έργων του στο Διαδίκτυο, πάντα στο πλευρό του. Ήταν και οι δύο συλλέκτες, αλλά ο Πάνος είχε μια ιδιαίτερη άποψη για τη συλλογή αντικειμένων που κάποτε μου την εξήγησε. «Τα πάντα είναι συλλεκτικά», είπε. «Δες τις κάρτες με τους ποδοσφαιριστές. Με τον καιρό ακόμα και ένα καπάκι μπουκαλιού θα αποκτήσει αξία». Η συλλογή τους από κόμικς και αφίσες, figurines και άπειρα άλλα αντικείμενα έγινε τόσο μεγάλη που οι άνθρωποι που είχαν την τύχη να επισκεφθούν το διαμέρισμά τους στην Αθήνα το έλεγαν «το μουσείο».
Δυστυχώς, ο Πάνος δεν ήθελε να ακούσει το σώμα του. Ήταν πολύ απορροφημένος από τη φαντασία του. Στις τελευταίες μας συναντήσεις, μπορούσα να δω τον τρομερο πόνο που του προκαλούσε η γάγγραινα στο πόδι του. Ήταν μία σκηνή που θα μπορούσε να έχει ζωγραφίσει, και, όταν οι γιατροί είπαν ότι το πόδι του έπρεπε να αφαιρεθεί, απλά είπε σοβαρός: «Θα μπορούσα να έχω ένα ξύλινο πόδι και μία καλύπτρα και να είμαι ο Long John Silver».
©Liliane Lijn , Αύγουστος 2021
[1]Απόσπασμα από την υπό έκδοση αυτοβιογραφία μου με τίτλο Sylvana Bismarck Speaks.
Ο Μαύρος Πητ της Λογοτεχνίας
Του Αλέξανδρου Ασωνίτη (*)
Δεν είναι μόνο οι γνωστοί Γιαπωνέζοι “Los Pyramidos” που τραγουδούνε ελληνικά τραγούδια, μιμούμενοι εν αγνοία τους τον Γιοΐτσι Μιτσούε, ήρωα του Κουτρουμπούση στο διήγημα “Για πάντα Αθήνα”, είναι και που νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που παρακολουθούν τα σεμινάριά μας στην Ανοιχτή Τέχνη, τους συστήνω τα βιβλία του Πάνου, τα διαβάζουν κι ενθουσιάζονται με το ιδιότυπο χιούμορ και την «λοξή» ματιά του Κουτρουμπούση.
Ήμουνα για χρόνια ένθερμος αναγνώστης του Πάνου, τον θεωρώ ως τον πιο πρωτότυπο διηγηματογράφο ολόκληρης της πιο μεταπολεμικής περιόδου, και τον γνώρισα λίγο μετά που έγραψα γι αυτόν και το έργο του στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας (Πάνος Κουτρουμπούσης, ο μυθογράφος, Πάνος Κουτρουμπούσης, ο μυθογράφος).
Ο “Μαύρος Πητ”, όπως ήταν το προσωνύμιό του, ήταν και έξοχος σκιτσογράφος/ζωγράφος, έργα του κοσμούν τα βιβλία του, έχει εκδοθεί και σχετικό βιβλίο για τον εικαστικό Κουτρουμπούση, έχουν γίνει εκθέσεις του.
Όλα αυτά, η συμμετοχή του σε ταινία μικρού μήκους, η συμμετοχή του στο θρυλικό λογοτεχνικό περιοδικό Πάλι, στο ελληνικό κίνημα του μπητ και του αθηναϊκού αντεργκράουντ, δημιούργησαν ένα μύθο γύρω από το όνομά του, φυσιολογικό αφού ήταν άλλωστε σπουδαίος μυθογράφφ και μίλαγε από τότε για έναν παράξενο «Μνημόνιο».
Ο «Μαύρος Πητ» δεν είχε μόνο θαυμαστές, όμως. Στον πρόλογό μου στην πρώτη νεοελληνική μετάφρασή μου του περίφημου μυθιστορήματος «Αλεξάνδρου του Μακεδόνος βίος και πράξεις» (εκδόσεις Πατάκη), είχα αναφορά στο εξαιρετικό διήγημα του Πάνου: «Ο Μεγαλέξανδρος στον ΑλλόΚοσμο», μια πολύ επιτυχημένη παρωδία ενός επεισοδίου του «Βίου». Μετά την έκδοση, με συνάντησε στην Στοά του βιβλίου ο γνωστός φιλόλογος Γιώργος Γιατρομανωλάκης κι αφού μου παραπονέθηκε ότι δεν είπα σε αυτόν (!) να γράψει τον πρόλογο της μετάφρασής μου, μου είπε: «και βρήκες να βάλεις κι αυτόν τον Κουτρουμπούση!». «Είχατε εσείς σχετικό διήγημα;» του απάντησα και τον στεναχώρησα (κι έβγαλε μετά την στεναχώρια του σε ένα γεμάτο ανακρίβειες κείμενό του εναντίον μου, στο Βήμα).
Αλλά ευτύχως ο Κουτρουμπούσης είχε καταλάβει από πάντά του ότι αυτούνοι οι τύποι σαν ετούτον δω, δεν τους έκοβε να δώσουν βάση στην πενιά και τι προκοπή να δουν μετά στην ζωή τους. Και τους έβγαλε ΚΔΩΑ να τους περιγελά ο κάπταν Κδώας: «Οι αρχαίοι Έλληνες ποτέ δεν είπαν μπέιμπυ». Ας διαβάζουν, λοιπόν, τον Κουτρουμπούση πολύ προσεκτικά.
(*) Ο Αλέξανδρος Ασωνίτης είναι συγγραφέας
************
O Πάνος Κουτρουμπούσης και των βασάνων η κατοικία
Του Ηλία Παπαχριστόπουλου (*)
Η πρώτη μου επαφή με τα γραπτά του Πάνου Κουτρουμπούση ήταν λίγο μετά την εφηβεία μου, τότε που η ανάγνωση βιβλίων ήταν ουσιαστική για την διάπλαση ενός νέου. Ομολογώ πως με το πρώτο βιβλίο που διάβασα, «Στον Θάλαμο του Μυθογράφφ», είχα μείνει έκπληκτος. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που διάβαζα κάτι τελείως άγνωστο και απροσδιόριστο. Δεν ήταν λογοτεχνία, δεν ήταν επιστημονική φαντασία, αστυνομικό ή βιβλίο μυστηρίου, αλλά κάτι εντελώς καινούργιο. Η αδυναμία μου να κατατάξω κάπου τον συγγραφέα που διάβαζα δεν με εμπόδισε να ολοκληρώσω την ανάγνωση του βιβλίου σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Τα γραπτά του απέπνεαν μια αίσθηση ελευθερίας, δοσμένη με χιούμορ και φαντασία, και κυρίως με τη δυνατότητα να νιώθεις και εσύ ο ίδιος μέρος των ιστοριών που διάβαζες. Έτσι στο τέλος περιορίστηκα στην εύρεση του επόμενου βιβλίου του Κουτρουμπούση, χωρίς να ενδιαφέρομαι τι είδους βιβλίο ήταν αυτό που διάβαζα. Στη συνέχεια βέβαια ενημερώθηκα για τον καλλιτέχνη Κουτρουμπούση, για τα έργα του, το «Μπιτ», το «Κ.Δ.Ω.Α» και τα υπόλοιπα που όλοι, λιγότερο ή περισσότερο, γνωρίζουμε.
Η δεύτερη, εκ του σύνεγγυς αυτή τη φορά, επαφή μου με τον Πάνο ήταν το φθινόπωρο του 2018, με τη μεσολάβηση του καλού φίλου Περικλή Κοροβέση. Όταν μου είπε ο Περικλής ότι γνωρίζει τον Πάνο τού ζήτησα να μεσολαβήσει για μια συνάντηση, με σκοπό, πέρα της γνωριμίας μου με έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς των νεανικών μου χρόνων, να προτείνω στον Πάνο να εκδώσουμε, μέσω των εκδόσεων στις οποίες συμμετέχω, το σύνολο των γραπτών του σε έναν τόμο, υπό την μορφή Απάντων. Μετά από λίγον καιρό μου τηλεφωνεί ο Περικλής, λέγοντάς μου να περάσω να τον πάρω, το απόγευμα στις πέντε, και ότι ο Κουτρουμπούσης μάς περιμένει στο σπίτι του. Όλες οι νεανικές μου μνήμες ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο. Η συνάντησή μας μου προκάλεσε αμέσως ένα υπέροχο συναίσθημα, ένα συναίσθημα γεμάτο, όπως και το επιβλητικό και γεμάτο του σπίτι. Μας υποδέχτηκε ο Πάνος και η σύζυγός του η Κέιτ. Ήταν σαν να έμπαινα επιτέλους στον χώρο που γεννά αυτές τις ιστορίες. Μέτα από κάμποση ώρα, και έπειτα από την έκφραση ωστρετ συμμαντηκτου θαυμασμού μου προς το πρόσωπό του, ήρθε η ώρα να του εκφράσω την ιδέα μου για το βιβλίο. Το αποτέλεσμα ήταν ένα φιάσκο! Οχι απλώς εισέπραξα ένα ξεκάθαρο «όχι» αλλά μετά από λίγο, φεύγοντας, έμεινα με την αίσθηση ότι δεν θα ήθελε να με συναντήσει πάλι ποτέ! Κάτι τέτοιο όμως, ευτυχώς, δεν έγινε. Μετά από λίγον καιρό μού τηλεφώνησε η Κέιτ να πάω, αν ήθελα, στο σπίτι τους για τσάι. Έκτοτε αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη και προσωπική σχέση με τον Κουτρουμπούση και την σύζυγό του, φιλική, και κάποιες φορές υποστηρικτική, στο πλαίσιο της ιατρικής μου ιδιότητας. Όσον αφορά την παλιά μου ιδέα σχετικά με την έκδοση των «Απάντων», για πολλά χρόνια δεν αναφέρθηκε ποτέ τίποτα, ώσπου λίγους μήνες πριν «φύγει», σε μια Σαββατιάτικη επίσκεψη μου, ο Πάνος μού λέει: «Για εκείνο που μου είχες πει, είμαι σύμφωνος, να το κάνουμε». «Ποιο;» του απαντάω. «Την έκδοση με τα βιβλία μου» μου λέει. Και προς μεγάλη μου έκπληξη, συνεχίζοντας, λέει ότι «προσπαθώ και γράφω ακόμη ιστορίες, και όταν τις ολοκληρώσω να βγάλουμε και ένα βιβλίο με τίτλο “Βασάνων κατοικία”». (Μάλιστα, μέσα στον ενθουσιασμό και των δύο, τραβήχτηκε από την Κέιτ και η σχετική φωτογραφία, στο κρεβάτι του Πάνου, που θα την ήθελε στο εσώφυλλο του βιβλίου).
Πολλές φορές η γνωριμία με ανθρώπους που έχεις θαυμάσει, καλλιτέχνες και μη, αποδεικνύεται κακή εμπειρία. Απομυθοποιείς ό,τι είχες αισθανθεί για αυτόν μέσα από το έργο του και εύχεσαι τελικά να μην τον είχες γνωρίσει. Ευτυχώς, με τον Πάνο έγινε το αντίθετο, και νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη που έζησα έστω και λίγο τον άνθρωπο Πάνο Κουτρουμπούση. Το ίδιο ευγνώμων νιώθω και για την φίλη Κέιτ, και την ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη της και την ωραία σχέση που έχουμε.
(*) Ο Ηλίας Παπαχριστόπουλος είναι ιατρός, μέλος των εκδόσεων Opportuna