του Σπύρου Κακουριώτη
Μετά από μακρά επώαση, που διάρκεσε τα τελευταία δέκα, τουλάχιστον, χρόνια, όπως λέει ο ίδιος, ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ επιστρέφει στην Ελλάδα. Όχι μονάχα για να πολιτογραφηθεί τιμητικά έλληνας πολίτης αλλά για να προσφέρει στο παγκόσμιο κοινό τη δική του γοητευτική και ταυτόχρονα έγκυρη αφήγηση για το συστατικό «γεγονός» της ιστορίας μας: την ελληνική επανάσταση.
Αυτό τον λιτό τίτλο, γραμμένο μάλιστα με πεζά στοιχεία, επέλεξε για την ελληνική έκδοση του βιβλίου του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια στην εκπνοή του επετειακού έτους. Ο υπότιτλος της αγγλικής έκδοσης: 1821 and the Making of Modern Europe («Το 1821 και η διαμόρφωση της νεώτερης Ευρώπης») απουσιάζει από την ελληνική, ίσως για να αφεθεί απερίσπαστος ο αναγνώστης να περιδιαβάσει τον πίνακα του γάλλου ζωγράφου και στρατιωτικού Théodore Leblanc, μια πανοραμική αποτύπωση «Ελλήνων στρατιωτών κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων του 1829», όπως είναι ο τίτλος του.
Παραταγμένοι σε κάποιο στενό κάμπο της Πελοποννήσου, κλεισμένο γύρω από βουνά, οι ένοπλοι που ιχνογραφεί αδρά ο ζωγράφος κάθε άλλο παρά στρατιώτες μοιάζουν· συγκεντρωμένοι σε πηγαδάκια, φαίνεται να περιμένουν τους αρχηγούς τους, τον Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά, να αποφασίσουν. Στο βάθος διακρίνονται καμήλες, πολεμικά λάφυρα από τις συγκρούσεις. Σε πρώτο πλάνο, μια ομάδα ανδρών, ίσως αιχμαλώτων, καθισμένοι στο έδαφος, μαζί κι ένας σκύλος. Ανάμεσά τους αλλά στην άκρη ένας παπάς κι ένα μικρό αγόρι με φέσι και φουστανέλα. Πίσω τους διακρίνονται καβαλάρηδες, που έρχονται να συνταχθούν με τους συγκεντρωμένους. Ένα πυργόσπιτο και μια εκκλησία οριοθετούν, από τη μια και από την άλλη πλευρά, τη σύνθεση…
Ίσως αυτό να είναι το πιο ταιριαστό εξώφυλλο για το βιβλίο ενός ιστορικού γνωστού για τη μαεστρία με την οποία καταπιάνεται με τις μεγάλες συνθέσεις, είτε αυτές αφορούν την Ευρώπη του 20ού αιώνα, τη Σκοτεινή ήπειρο, είτε την Ελλάδα του Χίτλερ, είτε, τέλος, τις διαδρομές της δικής του οικογένειας στον ευρωπαϊκό 20ό αιώνα, με το Όσα δεν είπες.
Επιστρατεύοντας μια γοητευτική πολυπρισματική αφήγηση, ο Μαζάουερ επαναφέρει την Ελλάδα (που αποτελούσε «φλέγον θέμα» ήδη από τα χρόνια της κρίσης) στη διεθνή ιστοριογραφική συζήτηση. Κάνοντας εκτεταμένη χρήση πρωτογενών πηγών, συνθέτει, παράλληλα, με γενναιόδωρο τρόπο, τις δουλειές των ελλήνων συναδέλφων του, ακόμη και εκείνες που βρίσκονται σε διδακτορικό στάδιο. Έτσι, κατορθώνει να παρουσιάσει με τρόπο κατανοητό στον αναγνώστη (έλληνα ή ξένο εξίσου) μια μακρά και εξόχως πολύπλοκη ιστορία, που ξεκινά, συμβατικά, στην Οδησσό (και στη Βιέννη) το 1814 για να ολοκληρωθεί, εξίσου συμβατικά, με την άφιξη του Όθωνα το 1833 ή με την απόσπαση Συντάγματος, δέκα χρόνια αργότερα. Μολονότι ο συγγραφέας σημειώνει πως «με την επιτυχία του αγώνα των Ελλήνων μια ιστορία τελειώνει και μια άλλη ξεκινά», ο ίδιος δε θα εγκαταλείψει τους επαναστατημένους Έλληνες παρά τον Νοέμβριο του 1906, όταν και ο τελευταίος αυτόπτης μάρτυρας, το «τελευταίο επιζών ιερό λείψανο του Αγώνα», ο Απόστολος Μαυρογένης, πεθαίνει σε ηλικία 108 ετών!
Η παράδοξη μακροζωία του Μαυρογένη ταιριάζει, μάλλον, με το βασικό ερμηνευτικό εργαλείο που χρησιμοποιεί ο Μαζάουερ για να προσεγγίσει την Ελληνική Επανάσταση: την ανθεκτικότητά της. Ο βρετανός ιστορικός δεν χρησιμοποιεί κατά λέξη τον όρο αυτό, που άλλωστε οι ιστορικές σπουδές «δανείζονται» από την ψυχολογία και την οικολογία. Όμως, προκειμένου να απαντήσει στο βασικό του ερώτημα, το γιατί πέτυχε η Επανάσταση, αναδεικνύει την ανθεκτικότητα των Ελλήνων, ιδιαίτερα των κατώτερων στρωμάτων, των αγροτών, που σήκωσαν και το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου. Άντεξαν και δεν ηττήθηκαν κι αυτό αποτέλεσε βασικό παράγοντα για την κατοπινή νίκη τους.
Η δική τους ανθεκτικότητα, παράγωγο των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων, σε συνδυασμό με την εκάστοτε πολιτική συγκυρία, αλλά και τυχαίους παράγοντες, διέψευσαν κάθε ντετερμινισμό, αποτελώντας έκπληξη τόσο για τους διπλωματικούς παρατηρητές της εποχής όσο και για τον σημερινό ιστορικό. Αν ψάχνει κανείς πρωταγωνιστή σε αυτήν την ιστορία, είναι ο αγροτικός πληθυσμός –άντρες και γυναίκες που ο Μαζάουερ πασχίζει να αναδείξει και να κάνει τη φωνή τους να ακουστεί, πηγαίνοντας όσο πιο κοντά του επιτρέπουν οι πηγές να πάει…
Προσεγγίζοντας την κοινωνική βάση των επαναστατημένων, αλλά και των κυρίαρχων, κατορθώνει να αναδείξει με ενάργεια τους ταξικούς ανταγωνισμούς και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα που προϋπήρχαν ή αναδείχθηκαν μέσα από τη φωτιά της επανάστασης, καθώς και τους μηχανισμούς που τους επέτρεψαν, τελικά, να συγκλίνουν στον επαναστατικό στόχο.
Στη γοητευτική του αφήγηση ο Μαζάουερ αλλάζει διαρκώς εστίαση, προσεγγίζοντας και παρουσιάζοντας τις εξελίξεις μέσα από την προοπτική όλων των εμπλεκόμενων πλευρών: της ελληνικής αλλά και της οθωμανικής, της ρωσικής, της βρετανικής ή της αυστριακής. Συχνά επιλέγει να εστιάσει σε πρόσωπα, όχι μόνο των γνωστών μας «ηρώων» αλλά και των οθωμανών αντιπάλων τους –τους οποίους αντιμετωπίζει με τον προσήκοντα σεβασμό· ας μην λησμονούμε ότι κάποιοι από αυτούς υπήρξαν στρατιωτικές ιδιοφυΐες, ακόμη κι αν ηττήθηκαν, όπως, λ.χ., ο Χουρσίτ Πασάς.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο βρετανός ιστορικός κατασκευάζει ένα κατά το μάλλον ή ήττον αντιηρωικό αφήγημα, όπου όλοι είναι και άγγελοι και δαίμονες, κατά τη ρήση που αποδίδεται στον Καραϊσκάκη. Αυτή η επαναφορά στα ανθρώπινα μέτρα κάνει όσους διασώζονται ιδιαίτερα συγκινητικούς· το κεφάλαιο για τον Καραϊσκάκη (τον οποίο θεωρεί το κατεξοχήν παραδοσιακό υποκείμενο που μέσω της επανάστασης μετατρέπεται σε νεωτερικό) και, πολύ περισσότερο, εκείνο για το Μεσολόγγι είναι χαρακτηριστικά, και ίσως από τα καλύτερα του βιβλίου.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μαζάουερ δεν έχει τους δικούς του «ήρωες». Με τρόπο διακριτικό αλλά συστηματικό αναδεικνύεται ο ρόλος του Μαυροκορδάτου ως του κατεξοχήν νεωτερικού πολιτικού υποκειμένου, με αντίληψη των συσχετισμών της διεθνούς διπλωματίας, με λίγα λόγια ενός πολιτικού ηγέτη που η λαϊκή μνήμη αδίκησε, προκρίνοντας, έναντι αυτού, τον Κολοκοτρώνη (τον οποίο, παρεμπιπτόντως, παρουσιάζει στις πραγματικές, απαλλαγμένες από το μύθο διαστάσεις –ίσως και σε ακόμη μικρότερες) ή άλλους στρατιωτικούς ηγέτες.
Από αυτή τη σκοπιά, η πραγμάτευση του Μαζάουερ μοιάζει να συντονίζεται με μια σειρά ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες που μέσα από τα γραπτά τους ή την παρουσία τους στην Επιτροπή 2021 προσφέρουν μια… εκσυγχρονισμένη εκδοχή της θεωρίας του εκσυγχρονισμού (modernization theory), επιχειρώντας, όπως έλεγε σκωπτικά ένας άλλος ιστορικός, να βάλουν τον Μαυροκορδάτο στη θέση του Κολοκοτρώνη. Πάντως ο ίδιος ο βρετανός ιστορικός διαθέτει αρκετά διευρυμένη οπτική, η οποία μάλλον θα ασφυκτιούσε εγκλωβισμένη μέσα σε ένα τόσο δεοντολογικό και τελεολογικό αφήγημα όσο αυτό της θεωρίας του εκσυγχρονισμού…
Η αφήγηση αναδεικνύει τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης για μια σειρά από νεωτερικά φαινόμενα, οι απαρχές των οποίων ανιχνεύονται και σε αυτήν, όπως είναι ο εθνικισμός και η βίαιη σύγκρουση των εθνοτήτων· η ιδέα της οργανωμένης διεθνούς κοινότητας και της ανθρωπιστικής επέμβασης· η ανάδυση του υποκειμένου του πάσχοντος αμάχου και της ιδέας της διεθνούς αρωγής· η ανάδυση της κοινής γνώμης ως παράγοντα των διεθνών σχέσεων κ.λπ.
Επισημαίνοντας αυτά τα στοιχεία, ο Μαζάουερ τοποθετεί την Ελληνική Επανάσταση στο πλαίσιο των νοτιοευρωπαϊκών επαναστάσεων στη μεταναπολεόντειο τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα, τονίζοντας ότι υπήρξε η μόνη η οποία στέφθηκε με επιτυχία, καθώς από αυτήν προέκυψε το πρώτο έθνος κράτος στην Ευρώπη. Μπορεί η Ελληνική Επανάσταση να αποτελεί ένα μοναχικό παράδειγμα στην Ευρώπη μέχρι το 1830, τουλάχιστον, δεν ισχύει όμως το ίδιο αν την τοποθετήσουμε στον ευρύτερο κόσμο των αυτοκρατοριών, στην «εποχή των επαναστάσεων». Η κυκλοφορία επαναστατικών ιδεών, ειδήσεων και εμπειριών ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού, η αλληλεπίδραση μεσογειακών και λατινοαμερικανικών επαναστάσεων (οι οποίες απασχόλησαν το Συνέδριο της Βιέννης) αποτελούν μια διεθνή πτυχή της ελληνικής επανάστασης που παραμένει ακόμη ανεξερεύνητη, με γνωστότερη φανέρωσή της την αναγνώριση των επαναστατημένων Ελλήνων από την πρόσφατα επαναστατημένη και απελευθερωμένη Αϊτή.
Όπως και σε κάθε ιστορική πραγμάτευση, η επισήμανση θεματικών που παραλείφθηκαν από τον συγγραφέα είναι εύκολο αλλά ιδιαίτερα άχαρο εγχείρημα· θα μπορούσε και στο ανά χείρας έργο να επισημάνει κανείς τις ελαχιστοποιημένες αναφορές στον ρόλο της Εκκλησίας, του Διαφωτισμού και του Κοραή ή της επιρροής της Γαλλικής Επανάστασης –αν και στη θέση της ο συγγραφέας τοποθετεί, ορθότερα, τον Βοναπάρτη.
Το βιβλίο του Μαζάουερ αποτελεί την πληρέστερη επίτομη αφήγηση για την Ελληνική Επανάσταση, γραμμένη με περισσή μαεστρία, μια σχεδόν «μυθιστορηματική ιστοριογραφία», όπως την χαρακτήρισε η ιστορικός Χριστίνα Κουλούρη. Γι’ αυτό, αν θα έπρεπε να προτείνει κανείς ένα μονάχα ιστορικό βιβλίο για την περίοδο, αυτό θα ήταν, αναμφίβολα, το ανά χείρας. Όμως συνήθως ποτέ δεν διαβάζει κανείς μόνο ένα βιβλίο για μια ιστορική περίοδο…
Mark Mazower, Η ελληνική επανάσταση, Μτφρ.: Κώστας Κουρεμένος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2021
Βρες το εδώ