της Μαρίζας Ντεκάστρο
Βρίσκομαι στην εξής κατάσταση: οι σταθερές μου συν-αναγνώστριες (6 και 4 ετών) μετοίκησαν σε άλλη χώρα και μαθαίνουν να μιλούν άλλη γλώσσα. Τα εικονογραφημένα βιβλία με το πολύ σύντομο κείμενο που συνήθως τους στέλνω τις συνδέουν βέβαια με τα δικά μας βιβλία, έχω όμως να λύσω ένα καινούριο ζήτημα: τη δουλειά που χρειάζεται να γίνει στην ελληνική γλώσσα για να μην τη χάσουν. Σκοπός μου είναι να ανεβάσω τον πήχη και να περάσουν από τα βιβλία όπου οι εικόνες έχουν την πρωτοκαθεδρία σε απαιτητικότερα κείμενα και γλώσσα. Η ανάγνωση εκτεταμένων ιστοριών θα μας διευκόλυνε.
Το πρόβλημά μου, θα πείτε, δεν είναι καν πρόβλημα αφού λύνεται εύκολα με τις μικρές ιστορίες που κυκλοφορούν κατά κόρον σε σειρές από τους εκδοτικούς οίκους. Αν βρούμε πραγματικά ιστορίες πλούσιες σε νοήματα και πρωτότυπες! Λίγες βρήκα. Οι περισσότερες με όχημα δράκους, πριγκιποπούλες, πρίγκιπες, καλούς και κακούς, μάγισσες ή περιστατικά από το σπίτι και το σχολείο… παρουσιάζουν μηχανιστικά όλες εκείνες τις κοινωνικές αξίες που θέλουμε να χωνέψουν τα παιδιά από μικρή ηλικία: τη φιλία, την αποδοχή, το μοίρασμα, την αυτοπεποίθηση και πολλά ακόμα. Προφανώς και δεν αμφισβητώ τη σημασία τους! Δυστυχώς όμως τις περισσότερες φορές οι ιστορίες που τις περιλαμβάνουν είναι απ’ αυτές που ονομάζουμε συμπαθητικές ή καλούτσικες: γραμμένες σε «παιδική» γλώσσα, με τρόπους που ο/η συγγραφέας θεωρεί ότι αρέσουν στα παιδιά και επιπλέον χωρίς έμπνευση αφού όλα πηγαίνουν στο τέλος κατ’ ευχήν και όλοι είναι ευχαριστημένοι- κρυπτοδιδακτικές στην ουσία τους. Αν θεωρήσουμε ότι τα παιδιά έχουν κριτήριο, διαπιστώνω κάθε που τους διαβάζω τέτοιες ιστορίες ότι δεν θέλουν να τις πούμε δεύτερη φορά.
Τις έβαλα στο ράφι και ρίχτηκα στον Μικρό δράκο Καρύδα, στη Μορτίνα, στον Ντετέκτιβ Κλουζ, στην Πριγκίπισσα με τη μαύρη μάσκα. Αυτά όμως τα βιβλία είναι μεταφρασμένα στα ελληνικά, τις περισσότερες φορές όμορφα με το κείμενο να ρέει. Πάντως δεν παύουν να είναι μεταφράσεις. Αναμφίβολα, διαβάζοντας υψηλή μεταφρασμένη λογοτεχνία εκτιμώ τη δουλειά των μεταφραστών. Ωστόσο, χωρίς να μπορώ να το ορίσω επακριβώς και έχοντας στο μυαλό μου έργα Ελλήνων συγγραφέων που είναι στυλίστες της γλώσσας, ομολογώ ότι διαβάζοντας τα ελληνικά τους η απόλαυση είναι μεγαλύτερη.
Με κριτήριο τη γλώσσα, έψαξα να βρω μικρές ιστορίες Ελλήνων συγγραφέων, ιστορίες στις οποίες να τίθεται με μαεστρία η πάντα θεωρητικά πρέπουσα θεματολογία για την ηλικιακή ομάδα που μ’ ενδιαφέρει ενώ, σε ένα δεύτερο επίπεδο, το περιεχόμενο να εισάγει τις μικρές μου συν- αναγνώστριες σε εξωκειμενικά πεδία, και γιατί όχι να προβάλει ανοικτά διδαχές και αξίες. Και να το κάνει σε γλώσσα φυσική, καθημερινή χωρίς ευκολίες (βλ. Ζέη, Σαραντίτη, Καλιότσος, Σαρρή, Μαντουβάλου, Παναγιωτάκης, Δαρλάση, κ.ά.)- όπου ευκολίες εννοώ τη συστηματική χρήση νεανικών εκφράσεων του συρμού, αναμφίβολα χρονολογημένων και με ημερομηνία λήξης, ως δόλωμα προσέγγισης ιδιαίτερα των εφήβων.
Τους διάβασα λοιπόν μερικά βιβλία από τη σειρά Απρόσμενοι φίλοι, του Βασίλη Παπαθεοδώρου, βιβλία με τρία ανεξάρτητα μέρη που αλληλοσυμπληρώνονται αλλά και διαβάζονται ανάλογα με την επιθυμία του αναγνώστη. Στο πρώτο μέρος κάθε της ιστορίας πρωταγωνιστεί ένα ζώο που με απρόσμενο τρόπο έσωσε ή βοήθησε ανθρώπους. Είναι ζώα που έδρασαν σε διαφορετικές περιστάσεις και εποχές, όπως ο Σερ Αμι, το ταχυδρομικό περιστέρι που μετέφερε μηνύματα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Λούλου η γουρουνίτσα που έσωσε την άρρωστη κυρά της, το σκυλί των πάγων που μετέφερε φάρμακα, η Υβόννη η αγελάδα των Άλπεων που δεν άντεχε την κακομεταχείριση, κ.ά. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται το πραγματικό γεγονός που ήταν η αφετηρία για τη μυθοπλασία και στο τρίτο η «ταυτότητα» του ζώου. Παρέλειψα να διαβάσω τα δύο τελευταία και έδωσα βάρος στην ιστορία γιατί αφενός, η συζήτηση για το πώς ένα γεγονός γίνεται μυθοπλασία δεν ενδιαφέρει τα μικρά παιδιά και αφετέρου σκέφτηκα πως η ταυτότητα του ζώου μπορεί να διαβαστεί σε κάποια άλλη περίσταση, όταν ας πούμε θα πηγαίναμε βόλτα σ’ ένα πάρκο με ζώα. Και αυτό ακριβώς κάναμε μπροστά στον φράχτη με τα άλογα, τα γουρούνια και τις αγελάδες…
Ξεχώρισα τα συγκεκριμένα βιβλία για την προσέγγιση- αλλού αστεία, αλλού συγκινητική, και πάντοτε προβάλλοντας αξίες- και ιδιαίτερα τη γλώσσα τους. Ο Παπαθεοδώρου δεν «λογοτεχνίζει» με τον παλιό τρόπο (τα καλολογικά στοιχεία, που λέγαμε κάποτε). Η καλλιέπεια της γλώσσας του βασίζεται στη ζωντάνια της καθομιλουμένης, στον πλούτο, τις αποχρώσεις και την πολυσημία της, στην ορθή σύνταξη καθώς και στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη του περιεχομένου. Και όλα αυτά μαζί να παίρνουν στα σοβαρά την εξυπνάδα και τις ικανότητες κατανόησης των μικρών αναγνωστών, στη συγκεκριμένη ηλικία αλλά και στο μέλλον. Δεν αναφέρομαι λοιπόν σε μια (κακώς) εννοούμενη λογοτεχνική γλώσσα, σύνθετη και εξεζητημένη, η οποία απομακρύνει τα παιδιά, αλλά σ’ εκείνη που καλλιεργεί το γλωσσικό αισθητήριο χωρίς να χρειάζεται την επεξηγηματική παρέμβαση του ενηλίκου.
Γιατί είναι γεγονός, ότι παρακολουθώντας ενηλίκους που έχουν εμπειρία μεγαλόφωνης ανάγνωσης, βλέπω συχνά να παρεμβαίνουν στο γραπτό κείμενο του βιβλίου καθώς το διαβάζουν, επεξηγώντας, περικόπτοντας ή συντομεύοντάς το με αποτέλεσμα να ολισθαίνουν στην ευκολία του προφορικού λόγου και να το «διορθώνουν» επειδή κατά την κρίση τους δεν είναι ικανοποιητικά γραμμένο. Ή να στηρίζονται για τον ίδιο λόγο στις εικόνες, οι οποίες, αποδεκτό στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουν συνήθως ρόλο υποβοηθητικό ή και διακοσμητικό. Δεν εξαιρώ τον εαυτό μου. Το έκανα πολλές φορές εν γνώση μου ότι διακόπτοντας τη ροή της ιστορίας, δημιουργούσα ένα χάσμα μεταξύ του οργανωμένου κειμένου και της ελεύθερης απόδοσής του που έπρεπε να μπαλωθεί ώστε να αποκατασταθεί η σύνδεση με τον λόγο του συγγραφέα. Απολογούμαι. Είναι σαν να διέκοπτα μια θεατρική παράσταση προσθέτοντας λόγια εκεί που δεν υπάρχουν επειδή δεν χρειάζονται.
Τελικά, λοιπόν, αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι η μισοδιασκευή της ιστορίας αλλά η ιστορία καθαυτή!
ΥΓ. Σ’ αυτό το άρθρο για τη γλώσσα και τους Απρόσμενους φίλους, εντελώς απρόσμενα μπλέχτηκε ο Dani Givoli, καθηγητής Δομών στη σχολή Αεροδιαστημικής στο Πολυτεχνείο Technion. Τρώγοντας και πίνοντας με θέα τη θάλασσα, η κουβέντα σκάλωσε στο ζήτημα της γλώσσας των βιβλίων για παιδιά. Με τα πολλά λοιπόν, καταλήξαμε να συζητάμε για το ποιο είναι το ζητούμενο, σε επίπεδο δομής, της γλώσσας στα βιβλία των παιδιών, στη διαμόρφωση και την προοδευτική ανάπτυξή του. Συμφωνήσαμε ότι εάν στο πεδίο της λογοτεχνίας η γλώσσα δεν είναι απλουστευτική ή δεν προσποιείται κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι, έλκει τα παιδιά παρά τις πρόσκαιρες δυσκολίες που ενδέχεται να συναντήσουν.
Σκέφτομαι πως κάτι ανάλογο κάνει και ο ίδιος, όντας μηχανικός, όταν διδάσκει στους μελλοντικούς αεροναυπηγούς τις δομές των αεροσκαφών ή των δορυφόρων. Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, σπουδαγμένος μηχανικός, το κάνει γράφοντας λογοτεχνία.
INFO
Βασίλης Παπαθεοδώρου, Οι απρόσμενοι φίλοι (σειρά), Εικ. Λίλα Καλογερή,Εκδ. Καστανιώτη
Όή τη σειρά θα την βρείτε εδώ