Π.Μπαδένας: η μάχη του μεταφραστή

0
396

 

Το κείμενο του  Πέδρο Μπαδένας δε λα Πένια που δημοσιεύουμε είναι η αφήγηση της μάχης ενός Ισπανού ελληνιστή και μεταφραστή με το κείμενο. Πρόκειται για ομιλία που εκφωνήθηκε από τον Μπαδένας  στην βραδιά της Εταιρείας Συγγραφέων όπου του απονεμήθηκε το Βραβείο Διδώ Σωτηρίου,  σε μια εκδήλωση αφιερωμένη στα 10 χρόνια από τον θάνατο της Διδώς Σωτηρίου.

Πέδρο Μπαδένας – η ομιλία 

Κύριε Προέδρε της Εταιρείας Συγγραφέων, Κύριε Πρέσβη της Ισπανίας, Κυρίες και Κύριοι, αγαπητοί φίλοι. Είμαι βαθιά ευγνώμων γι’ αυτά τα υπερβολικά εγκωμιαστικά λόγια που σας είπαν για μένα η κυρία Νίνα Αγγελίδου και ο κ. Φίλιππος Δρακονταειδής, με τους οποίους με συνδέει μακρά και βαθιά φιλία. Στέκομαι απέναντί σας πολύ συγκινημένος για το βραβείο που μου απονεμήθηκε. Όταν μου ανακοίνωσαν ότι η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων με επέλεξε για το μεγάλου κύρους αυτό βραβείο, που φέρει το όνομα της Διδούς Σωτηρίου, έμεινα έκπληκτος. Δεν θα μπορούσα να είχα φανταστεί κάτι τέτοιο. Και μάλιστα ειδικά φέτος, στην δεκάτη επέτειο του θανάτου της, το να τιμηθώ μ’ αυτό το βραβείο, αποτελεί τεράστια τιμή, αλλά και μεγάλη ευθύνη για κάποιον σαν κι εμένα που αφιέρωσε τη ζωή του στα ελληνικά γράμματα. Κατ’ αρχάς, επιτρέψτε μου να αφιερώσω τούτα τα λόγια στη μνήμη του καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά, που έφυγε πρόσφατα, και στην συγγραφέα Διδώ Σωτηρίου. Για μένα, και οι δύο υπήρξαν σημαντικές προσωπικότητες και τους χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Η αξιοπρέπεια και το ηθικό τους ανάστημα, αλλά και όσα διδάχθηκα από τα έργα τους, υπήρξαν για μένα πρότυπο και μ᾽επηρέασαν βαθύτατα. Στον καθηγητή Κριαρά οφείλω, σε μεγάλο βαθμό, την αφοσίωσή μου στις βυζαντινές σπουδές. Μέσα από πολλά έργα της τεράστιας επιστημονικής του παραγωγής άρχισα να εξοικειώνομαι με την βυζαντινή γλώσσα και λογοτεχνία κι’ επειδή εργάστηκα στον τομέα της λεξικογραφίας, χρωστώ για πάντα ευγνωμοσύνη στο μνημειώδες έργο του: το Λεξικό της ελληνικής δημώδους γραμματείας, στο οποίο υποχρεωτικά ανατρέχω συνεχώς, αφού ασχολούμαι διαρκώς με κείμενα στην δημώδη μεσαιωνική ελληνική. Όπως καλά γνωρίζετε, αυτό το τιτάνιο έργο ήταν καρπός της εσωτερικής εξορίας την οποίαν επέβαλε τον Κριαρά η δικτατορία, όταν του αφαίρεσε την έδρα του το 1968. Με την συγγραφή του μεγάλου αυτού Λεξικού, ο καθηγητής Κριαράς έδωσε ένα μοναδικό παράδειγμα αξιοπρέπειας και δημιουργικής αντίστασης εναντίον της άθλιας και χοντροειδούς αδικίας που έγινε σε βάρος του. Το γεγονός ότι το 2011 απονεμήθηκε σ’ εκείνον το ίδιο αυτό βραβείο «Διδώ Σωτηρίου», με κάνει να αισθάνομαι ακόμα μεγαλύτερη τιμή και ακόμα μεγαλύτερη επαγγελματική ευθύνη. Θεωρώ επίσης δέον να τιμήσω την μνήμη της Διδούς Σωτηρίου, της οποίας η προσωπικότητα και η πορεία στη ζωή και στη λογοτεχνία πάντα με γοήτευαν, διότι για μένα συμβολίζει πολλά απ’ όσα αποτέλεσαν λόγο ύπαρξης της δραστηριότητάς μου ως μελετητή της ελληνικής γλώσσας, του ελληνικού πνευματικού πολιτισμού και της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας. Η Διδώ, μια Ελληνίδα Μικρασιάτισσα (γεννήθηκε στην αρχαία Σελεύκεια επί του Μαιάνδρου, τις ρωμαιοβυζαντινές Τράλλεις, δηλαδή στο Αϊδίνι), όπως άλλος ένας επιφανής Μικρασιάτης, ο Γιώργος Σεφέρης, συγκεντρώνουν την πολυπλοκότητα μιας πλούσιας και πολύμορφης ταυτότητας, την οποία και οι δυο τους απήλαυσαν κατά την πρώτη νιότη τους. Ως αυτόπτες μάρτυρες βίωσαν αργότερα την βίαιη και τραυματική εξαφάνιση αυτής της ταυτότητας, γεγονός που θα άφηνε ανεξίτηλα ίχνη στην λογοτεχνία και των δύο. Μέσα από την δημιουργικότητα, και η Διδώ αντιστάθηκε επίσης στην ύβρι των δικτατόρων. Όταν πρωτοταξίδεψα στην Ελλάδα, το 1966, γέμισα μια ολόκληρη βαλίτσα με έργα ελληνικής λογοτεχνίας και βεβαίως με τη γραμματική του Τριανταφυλλίδη. Τότε, από την Ισπανία ταξίδευε κανείς στην Ελλάδα με καράβι, κάποιας τουρκικής εταιρείας μάλιστα. Ανάμεσα στα βιβλία του Καζαντζάκη, του Καβάφη, του Ελύτη, του Σεφέρη και άλλων, υπήρχαν τα Ματωμένα Χώματα, μυθιστόρημα για το οποίο μου είχαν εγκωμιαστικά λόγια στην Αθήνα, για τον πάταγο που είχε προκαλέσει όταν εκδόθηκε το 1962. Πρέπει να σας ομολογήσω ότι η πρώτη μου προσπάθεια να διαβάσω τα Ματωμένα Χώματα ήταν αποκαρδιωτική, όχι τόσο λόγω του θέματος, που ήταν από μόνο του σκληρό, αλλά λόγω της γλώσσας. Ειλικρινά σας λέω, ότι μετά βίας καταλάβαινα δύο διαδοχικές αράδες του κειμένου. Αυτό όμως αποτέλεσε κίνητρο για να επιμείνω στη μελέτη του βιβλίου και ν’ ανακαλύψω σιγά-σιγά τη γλώσσα των Ελλήνων της Ανατολής και τον πλούτο της πολυμορφίας των νέων ελληνικών. Και πέρα απ’ όλ’ αυτά, μου άνοιξε και το δρόμο ώστε να ενδιαφερθώ για το δράμα του 1922. Ως τότε, η πολυπλοκότητα της μεσαιωνικής και της νεοελληνικής γλώσσας και η ιστορική πορεία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, μου ήταν ουσιαστικά άγνωστοι. Διαβάζοντας Σεφέρη και Καβάφη άρχισα να εμβαθύνω πραγματικά τα νέα ελληνικά. Λάβετε υπ’ όψιν σας, ότι στην Ισπανία, όπως και σε αρκετές δυτικές χώρες, σε όλους εμάς που σπουδάζαμε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο, μας είχαν αποκρύψει – απλώς από καθαρή άγνοια – ποιά γλώσσα ομιλείτο στην σύγχρονη Ελλάδα και φυσικά, στον ελληνικό Μεσαίωνα, δηλαδή στο Βυζάντιο. Για να μη μιλήσω και για τα ελληνικά της οθωμανικής εποχής, τα οποία αποσιωπώντο παντελώς. Το πολύ-πολύ να μας μιλούσαν για το Βυζάντιο ως παράδειγμα παρακμής και σκοταδισμού. Μετά από χρόνια, διάβασα την γαλλική μετάφραση του βιβλίου Ματωμένα Χώματα από την Jeanne Roques-Tesson (Hatier 1996). Οι δυσκολίες εξομαλύνθηκαν κι επειδή πια και οι γνώσεις μου στα νέα ελληνικά ήταν περισσότερες, ανακάλυψα στη γλώσσα της Διδούς Σωτηρίου τη δύναμη του εξωτικού χρώματος και τη νοσταλγική γεύση της χαμένης Ανατολής, την τεράστια συμβολική αξία των τουρκικών εκφράσεων στα ελληνικά κείμενα, που καταμαρτυρούν τους δεσμούς δύο κοινοτήτων που συμβίωσαν επί τόσους αιώνες. Κι έτσι κατάφερα να προσεγγίσω την πραγματικότητα εκείνου του χαμένου κόσμου. Εν τέλει, το 2002, μπόρεσα κι εγώ να προσφέρω ταπεινά τον δικό μου κόκκο της άμμου ώστε να γίνει γνωστή η Διδώ Σωτηρίου στα ισπανικά, στηρίζοντας αποφασιστικά την βράβευση της εξαιρετικής μετάφρασης του βιβλίου Ματωμένα Χώματα από τον César Montoliu, με το Βραβείο Μετάφρασης ‘Antonio Tovar’ (σπουδαίος γλωσσολόγος και ελληνιστής, ένας από τους δασκάλους μου) του Ισπανο-Ελληνικού Πολιτιστικού Συνδέσμου. Η μετάφραση αυτή βελτίωνε κατά πολύ την γαλλική εκδοχή. Ως φιλόλογος και λάτρης της λογοτεχνίας, πάντοτε θεωρούσα πως η μετάφραση είναι η κορύφωση της σωστής φιλολογικής δουλειάς και γι’ αυτόν τον λόγο η μετάφραση έχει κεντρικό ρόλο στο επιστημονικό μου έργο. Δεν έχει σημασία με τί είδους κείμενο έρχεται αντιμέτωπος ο φιλόλογος. Φτάνει να καταφέρει μια απόλυτη σύμπνοια με το ίδιο το κείμενο, διότι δεν εργαζόμαστε πάντα με κάποιον συγκεκριμένο ή σαφώς καθορισμένο συγγραφέα. Είναι πολύ διαδεδομένη η ιδέα ότι κείμενο και συγγραφέας αποτελούν την ίδια οντότητα, αλλά η πατρότητα, υπ’ αυτήν την έννοια, είναι πολύ σύγχρονη σύλληψη. Οι φιλόλογοι που επεξεργαζόμαστε με αρχαία ή λαϊκά κείμενα (οποιασδήποτε εποχής), που στην πλειοψηφία τους είναι αγνώστων ή αποδίδονται σε κάποιους πιθανότατα λανθασμένα, γνωρίζουμε ότι η μεταφορά ενός κειμένου είναι καθοριστικής σημασίας για να εντοπιστούν τα στοιχεία που ιστορικά έδωσαν σταδιακά τη μορφή ή τις μορφές με τις οποίες έφτασε ως εμάς. Είναι αναπόφευκτη αποστολή του φιλολόγου η διερεύνηση και η διαλεύκανση της ιστορίας ενός κειμένου. Αν αναφερθούμε σε μοντέρνους και σύγχρονους συγγραφείς, πιστεύω ότι ο φιλόλογος που αναλαμβάνει να μελετήσει ένα συγκεκριμένο έργο, πρέπει να τηρήσει μια στάση σαν αυτή που μόλις περιέγραψα, αν και, προφανώς, η μεθοδολογία που θα εφαρμόσει δεν θα είναι απαραιτήτως η ίδια. Αλλά πρέπει να ληφθεί οπωσδήποτε υπ’ όψιν η επιστημονική εστίαση στη διανοητική διαδικασία και στην κριτική αποσαφήνιση του κειμένου, με την ίδια σχολαστικότητα, όπως ακριβώς κι αν επρόκειτο για αρχαίο κείμενο. Μόλις λοιπόν αποσαφηνιστούν τα επίπεδα που αποτελούν το κείμενο, ο φιλόλογος μπορεί ν’ αποφασίσει αν θα προχωρήσει στη μετάφραση ή όχι. Αν αποφασίσει να το μεταφράσει, ο φιλόλογος-μεταφραστής αναλαμβάνει τότε μια τεράστια πολιτιστική και ιστορική ευθύνη, ιδιαίτερα αν αυτό το κείμενο (ανεξάρτητα από την εποχή και τον συγγραφέα) δεν έχει μεταφερθεί ακόμα σε άλλη γλώσσα. Ας μη ξεχνάμε ότι η μετάφραση είναι η μοναδική μορφή μέσα από την οποία το πρωτότυπο μπορεί να γίνει γνωστό στους αναγνώστες και το μήνυμα του μεταφρασμένου έργου θα μεταδίδεται στον χρόνο και στον χώρο για πολύν καιρό πιθανόν. Ο φιλόλογος-μεταφραστής πρέπει να έχει συνείδηση αυτού του φαινομένου κι αυτό απαιτεί να διαθέτει τεράστια δόση ταπεινοφροσύνης, διότι το πρωτότυπο «ζει» ουσιαστικά στις μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες κι αυτό που αποζητά ο αναγνώστης, ο οποίος μπορεί ν’ ανήκει σ’ εποχή και κόσμο πολύ μακρινό της εποχής και του κόσμου του πρωτοτύπου, όπως στην περίπτωση αρχαίων ή εξωτικών κειμένων, είναι να απολαύσει, να συμπάσχει ή απλώς να γνωρίσει τον Όμηρο, τον Αισχύλο, τη Ραμαγιάνα, τις Χίλιες και Μία Νύχτες ή την Βίβλο. Συνήθως όμως, αυτό συμβαίνει πάντα επειδή ανάμεσα στο πρωτότυπο και στον αναγνώστη παρεμβάλλεται η μετάφραση. Κι έτσι, ο μεταφραστής παίζει αποφασιστικό ρόλο για την παγκοσμιοποίηση του γραπτού πολιτισμού, αλλά πρέπει να μένει πάντα σε δεύτερο πλάνο. Είναι υποχρέωση της κριτικής να βάλει τον μεταφραστή στη θέση που δικαίως του ανήκει για την ποιότητα του αποτελέσματος της προσπάθειάς του. Η κριτική είναι αυτή που πρέπει να προσανατολίσει τον αναγνώστη ώστε να μπορεί να διακρίνει ποιές μεταφράσεις αξίζουν τον κόπο. Συνοψίζοντας: Χωρίς μετάφραση δεν θα υπήρχε παγκοσμιοποίηση του γραπτού πνευματικού πολιτισμού. Όσο πιο πιστή, σχολαστική, ακριβής και κατανοητή στην ξένη γλώσσα είναι η μετάφραση, τόσο το καλύτερο. Το γεγονός ότι το πρωτότυπο κείμενο έχει μεταφραστεί πολλές φορές προηγουμένως, δεν σημαίνει και πολλά. Μπορεί η μία ή πολλές προηγούμενες μεταφράσεις να είναι ελάχιστα φερέγγυες και μερικές μάλιστα να είναι χειρίστης ποιότητος. Συχνά συναντάμε «μεταφράσεις» μεταφράσεων σε άλλες γλώσσες, που μολύνουν, παραμορφώνουν και φθείρουν το πρωτότυπο κείμενο, επειδή απλώς, ο υποτιθέμενος μεταφραστής, που είναι για την ακρίβεια «δράστης», αντικατοπτρίζει γλωσσικές δομές της δεύτερης γλώσσας, τις οποίες ο μεταφραστής εξέλαβε ως βάση ή ως οδηγό για την δική του. Το αποτέλεσμα είναι η απόσταση με όσα λέει το πρωτότυπο να είναι αβυσσαλέα. Συχνή, δυστυχώς, είναι και η απάτη. Πάμπολλες φορές συναντάμε «μεταφράσεις» έργων από γλώσσα που ο υποτιθέμενος μεταφραστής αγνοεί παντελώς. Αυτό συμβαίνει σε ψευδομεταφράσεις έργων από γλώσσες αρχαίες ή εξωτικές. Πόσοι Όμηροι, Αισχύλοι, Πλάτωνες, Δημοσθένηδες, Καζαντζάκηδες, Καβάφηδες και άλλοι κυκλοφορούν υποτίθεται «μεταφρασμένοι» από τα ελληνικά! Ενώ στην πραγματικότητα είναι μεταφράσεις μεταφράσεων από τα γαλλικά, τα αγγλικά ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη δική μου άποψη, η μετάφραση ενός έργου πρέπει να είναι η κορύφωση μιας μακράς επιστημονικής διαδικασίας (δηλαδή, με φιλολογική σχολαστικότητα και μεθοδολογία), η οποία απαιτεί από τον φιλόλογο-μεταφραστή μια ταύτιση με το αυθεντικό κείμενο και τον συγγραφέα, αλλά και να κατέχει πολύ καλά την γλώσσα της μετάφρασης (δηλαδή αυτή του φιλολόγου-μεταφραστή), στην οποία πρέπει να επιδεικνύει και μια δημιουργική ικανότητα, ώστε, χωρίς να την προδώσει, να καταφέρει να συλλάβει στην πλειοψηφία τους τις σημαντικές αποχρώσεις του πρωτοτύπου και να σταθεί ικανός να τις αποδώσει στη γλώσσα της μετάφρασης. Αφιέρωσα πολύ χρόνο αναλύοντας στον Καβάφη. Θα σας πω, σε γενικές γραμμές, πώς εφήρμοσα ο ίδιος αυτά που μόλις σας είπα σχετικά με την μετάφραση και την διερεύνηση του κειμένου. Υπάρχουν αμέτρητες μεταφράσεις του Καβάφη (στα ισπανικά και σε άλλες γλώσσες), όχι των απάντων στις περισσότερες περιπτώσεις (δηλαδή μόνο των 154 κανονικών ποιημάτων). Η πρώτη δική μου έκδοση στα ισπανικά των Ποιητικών Απάντων, έγινε το 1982. Από τότε έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια και συνεχώς εργάζομαι και να ανανεώνω αυτή την πρώτη εκδοχή. Η επιμονή μου για τη διάσωση και τη μετάφραση του έργου του Καβάφη ήταν αποτέλεσμα, κυρίως, της ταύτισής μου με τον ποιητή και το έργο του. Έτσι, η εργασία μου στα κείμενα του Καβάφη υπήρξε μια διαρκής διαδικασία, κατά την οποία ξαναδιάβαζα το κείμενο, το αντιλαμβανόμουν απόλυτα και μετάγγιζα στην μετάφραση τις πιθανές σημασιολογικές και υφολογικές λύσεις. Επρόκειτο, εν τέλει, για μια διαδικασία ανάλογη με αυτή που ο Καβάφης πολύ σωστά αποκαλούσε a work in progress (ένα έργο εν προόδω) όταν αναφερόταν στην συνεχή αναθεώρηση του έργου του. Η ποίηση που μεταφέρεται σε άλλη γλώσσα, σε άλλη εποχή και σε άλλο κοινό, αξίζει αυτή την επιμονή και την προσπάθεια διότι υπάρχουν πάντα άπειρες αποχρώσεις που επιδέχονται νέες και ακριβέστερες μορφές έκφρασης. Η μετάφραση της ποίησης είναι σαν το υφαντό της Πηνελόπης, επιδέχεται διαρκώς τελειοποίηση, διότι η μετάφραση είναι απλώς μια επεξεργασμένη εικόνα του πρωτοτύπου, ή μάλλον, «η πίσω όψη ενός τάπητα», όπως ακριβώς λέει ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες, με αφορμή την ποιότητα των μεταφράσεων. Στην περίπτωση του Καβάφη αυτό είναι ακόμη πιο εμφανές, διότι υπέβαλε το έργο του σε μια διαρκή διαδικασία επεξεργασίας και εκ νέου συγγραφής. Μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ο ποιητής ξανάγραφε, ξεδιάλεγε και ξανατακτοποιούσε τα κείμενά του. Έτσι, για να κατανοήσει επακριβώς πολλά από τα ποιήματά του, ο φιλόλογος-μεταφραστής πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του της διαφορετικές φάσεις που ο ίδιος ο Καβάφης τις ξανάγραψε. Ο Καβάφης πρωτοτύπησε και ως προς τον τρόπο που διέδιδε όσο ήταν στη ζωή τα ποιήματά του, τα οποία δημοσιεύονταν σποραδικά σε σκόρπιες εκδόσεις, ακόμη και σε feuilles volantes. Το ίδιο συνέβαινε και με τα πεζά του, από τα οποία εξέδωσε μόνον ένα μικρό μέρος – ως το 1918 – αν και συνέχισε να γράφει ως το 1930. Τα πρωτότυπα, ο Καβάφης τα φύλαγε σχολαστικά και προσεκτικά στο αρχείο του, το οποίο ήταν γι’ αυτόν αυστηρά προσωπική αποθήκη ιδεών και υλικών. Η έκδοση του έργου του Καβάφη στα ελληνικά ήταν μια διαδικασία αργή και δαιδαλώδης, σε μεγάλο βαθμό ακατάληπτη για τον έλληνα και ξένο αναγνώστη. Το γεγονός ότι τα κείμενα του Καβάφη εκδίδονταν με το σταγονόμετρο, καθόρισε σημαντικά την αποδοχή τους στα ελληνικά και το αποτέλεσμα ήταν να καθορίσει και τις μεταφράσεις τους και την οικουμενική γνώση για τον Καβάφη. Ο Καβάφης που έφτασε σε μας είναι πιο πλούσιος και πολύπλοκος στα 154 ποιήματα, τα οποία είναι εξαιρετικής ποιότητας. Αλλά πολλές άλλες ποιητικές του συλλογές, που θεωρήθηκαν ήσσονος σημασίας, επίσης περιλαμβάνουν εξαιρετικά κομμάτια. Όπως διαπιστώνουμε αν εξετάσουμε τη βιβλιογραφία των ελληνικών εκδόσεων της ποίησης του Καβάφη, το χαρακτηριστικό των σταδιακών εκδόσεων των πρωτοτύπων ελληνικών κειμένων ήταν ο κατακερματισμός. Όταν εκδόθηκε η δική μου μετάφραση των Ποιητικών Απάντων το 1982, δεν είχε εκδοθεί ακόμη καμιά ελληνική συλλογή απάντων των ποιημάτων του και οι μεταφράσεις περιορίζονταν μόνον στα διάσημα 154 ποιήματα ή σε επιλογές από αυτά. Η πρώτη έκδοση στα ελληνικά του συνόλου της ποίησής του εκδόθηκε το 2003. Η ενσωμάτωση των διασκορπισμένων μελών του ποιητικού σώματος του Καβάφη που έκανα εγώ και η συστηματοποίησή τους υπήρξε καρπός της προσωπικής μου έρευνας σχετικά με τα ανεξάρτητα ποιήματα που είχαν εκδοθεί ως τότε στην Ελλάδα και της έρευνας στα περιοδικά που είχε δημοσιεύσει ο Καβάφης τα πρώτα του ποιήματα όταν ήταν στη ζωή. Στις πέντε διαδοχικές εκδόσεις και στις 11 επανεκτυπώσεις των Ποιητικών Απάντων σε μετάφρασή μου, ενσωματώνονταν να νέα ποιήματα που ανακάλυπτα και βελτιώσεις στην ίδια τη μετάφραση. Το 1994 βγήκε η κριτική έκδοση της καθηγήτριας Renata Lavagnini, τριάντα προσχεδίων «ατελών» ποιημάτων, τα οποία ο Καβάφης δούλευε ως τον θάνατό του. Περιελάμβαναν κείμενα από το 1918, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο ποιητής ούτε κατά διάνοια δεν σκόπευε να περιορίσει το προς έκδοση έργο του σε μερικές συνθέσεις που δεν θα ξεπερνούσαν τις εκατόν πενήντα. Στην τέταρτη ανανεωμένη και διευρυμένη έκδοση της μετάφρασής μου το 1997, ενσωμάτωσα οριστικά αυτά τα Ατελή ποιήματα, κι έτσι όλο το ποιητικό έργο του Καβάφη έφτασε το σύνολο των τριακοσίων τεσσάρων ποιημάτων, δηλαδή, κάτι το τελείως διαφορετικό από τον παραδοσιακό κανόνα των εκατόν πενήντα τεσσάρων. Η απόφαση της έγκυρης «Βιβλιοθήκης της Οικουμενικής Γραμματείας» να συμπεριλάβει τον Καβάφη στον κατάλογο των συγγραφέων της, επέτρεψε να υλοποιηθεί μια παλιά μου φιλοδοξία: η αναθεώρηση και επιβεβαίωση του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου και, στη συνέχεια, μια βαθιά και συστηματική ανανέωση της μετάφρασής μου, την οποία, όπως σας είπα, κρατούσα ζωντανή, διαρκώς ανοιχτή σε αναθεώρηση και βελτίωση. Πάντα πίστευα ότι ο καλύτερος τρόπος για να παρουσιάσει κανείς μια μετάφραση ποιημάτων είναι συνοδεία του πρωτοτύπου. Έτσι, ο φιλόλογος-μεταφραστής υποχρεώνεται ν’ αντιμετωπίσει μια διπλή πρόκληση: Πρώτον, να διαφυλάξει το πρωτότυπο κείμενο και για έναν λόγο παραπάνω στην περίπτωση του Καβάφη, που όπως προείπα είχε χαρακτηριστική αποδοχή. Δεύτερον, μια δίγλωσση έκδοση τον υποχρεώνει να προσέξει πάρα πολύ την ποιότητα της μετάφρασης, αφού είναι εκτεθειμένη μονίμως σε σύγκριση με το πρωτότυπο από πλευράς του αναγνώστη. Στην περίπτωσή μας, το αποτέλεσμα είναι το πρωτότυπο κείμενο που προσφέρουμε τώρα να διαφέρει σημαντικά από αυτό που περιλαμβάνουν πολλές από τις ελληνικές εκδόσεις των τελευταίων ετών, εξ αιτίας της, κατά τη γνώμη μου, ατυχέστατης, από φιλολογικής πλευράς, τάσης να μετατρέπουν τα ελληνικά σε μονοτονικό σύστημα και άλλους ορθογραφικούς νεωτερισμούς, προς χάριν ορισμένων φαινομένων συντακτικής φωνητικής (κράσεων, εκθλίψεων, ρηματικών αυξήσεων και λοιπά). Εμείς διατηρούμε την πολυτονική γραφή και αντιμετωπίζουμε αλλιώς τα φαινόμενα φωνηεντισμού, σύμφωνα με τους κοινούς, για καθαρεύουσα και δημοτική, κανόνες για τον γραπτό λόγο, των ελληνικών του Καβάφη, τόσο στα χειρόγραφά του, όσο και στα σκόρπια κείμενα που δημοσίευσε. Κατά τον ίδιο τρόπο, και στην μετάφραση είμαστε σχολαστικότατοι με τη στίξη που χρησιμοποιεί ο ποιητής, η οποία καθορίζει την ιδιαίτερη τυπογραφική παρουσίαση (που διακρίνεται και στα χειρόγραφά του), δηλαδή το κόψιμο των στίχων, το διάστιχο, τον διαχωρισμό των στροφών, στοιχεία που συμβάλουν στην προφορική εκφορά των ποιημάτων και γι’ αυτό παίζουν ρόλο-κλειδί στην κατανόηση του κειμένου. Συνήθως, μ’ αυτά τα μη γλωσσικά μέσα, ο Καβάφης καταδεικνύει την αλλαγή συνομιλητή, όταν συνομιλούν δύο ή περισσότερα άτομα στο ποίημα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτά τα τυπογραφικά μέσα δείχνουν τη φωνή του ίδιου του ποιητή, εν είδει σημειώσεων στο υπόλοιπο κείμενο, σαν να επρόκειτο για εκτός χρόνου παρατηρητή της γενικής συνομιλίας στο ποίημα. Στην δική μου έκδοση και μετάφραση προσπάθησα να αποτυπώσω όλο αυτό το τυπογραφικό παιγνίδι, διότι είναι αποφασιστικής σημασίας για την σωστή κατανόηση του κειμένου με διαφορετικά επίπεδα συνομιλίας και, επομένως, απαιτεί μια αντίστοιχη σύνταξη του κειμένου στη γλώσσα της μετάφρασης. Περιέργως, αυτό ελάχιστες φορές, σχεδόν ποτέ, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν στις μεταφράσεις, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφές το νόημα ή να παρατηρούνται συντακτικά λάθη επειδή ο μεταφραστής δεν έχει κατανοήσει τις λεπτές αποχρώσεις που δίνει ο ποιητής μ’ αυτά τα τόσο κομψά μέσα. Και βλέπω ότι αυτές οι τυπογραφικές ιδιαιτερότητες δεν γίνονται σεβαστές ούτε σε κάποιες ελληνικές εκδόσεις του Καβάφη. Ο Γιώργος Σεφέρης είναι άλλος ένας από τους αγαπημένους μου έλληνες συγγραφείς. Απ’ όλες τις ποιητικές του συλλογές, αυτή που μάλλον με έχει συγκινήσει περισσότερο είναι το Ημερολόγιο καταστρώματος Γ´ κι αυτό για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, διότι ίσως εξ αιτίας των σπουδών μου στην κλασική φιλολογία, βρήκα σ’ αυτόν την καλύτερη και πιο ακριβή επεξεργασία μύθων, σκέψης και μοτίβων της καλύτερης αρχαιοελληνικής ποίησης, ιδίως του Αισχύλου και του Ευριπίδη. Δεύτερον, διότι με το σύνολο των ποιημάτων της συλλογής επιτυγχάνεται μια τέλεια σύνθεση ποίησης και ηθικού προβληματισμού, δια της διαλογικής αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς, με αφορμή το κυπριακό ζήτημα. Όταν ήταν διπλωμάτης στον Λίβανο, ο Σεφέρης επισκέφθηκε την Κύπρο τρεις φορές, το 1953, το 1954 και το 1955. Τα ποιήματα που αφιέρωσε στη Μεγαλόνησο εκδόθηκαν το 1955, με ένα ενδιαφέρον επεξηγηματικό σημείωμα σχετικά με την σημασία των εμπειριών του στη Κύπρο για την ποιητική του πορεία. « Η Κύπρος ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου και ήταν ακόμη η εμπειρία ενός ανθρώπινου δράματος πού … μετρά και κρίνει την ανθρωπιά μας ». Αυτά τα λόγια καταδεικνύουν πόσο σημαντική είναι η Κύπρος για τον Σεφέρη. Αυτό το «ανθρώπινο δράμα» είναι αποτέλεσμα των παλινδρομήσεων της διεθνούς πολιτικής, μέχρι σημείου, δικαίως, να λέει: «Η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμα». Εκείνη την εποχή, στην Ελλάδα απαιτούσαν από τον Σεφέρη να παίζει τον ρόλο του «εθνικού ποιητή». Πιέστηκε για να δεσμευτεί με ποιήματα εναντίον της στάσης των Βρετανών, εκείνος όμως δεν έπεσε εύκολα σ’ αυτή την εύκολη παγίδα κι επέλεξε να αναφερθεί στα γραπτά του σε συγγραφείς όπως ο Yeats κι ο Αισχύλος. Ο Αισχύλος δεν κατέφυγε στο μίσος εναντίον των στρατιωτών του Ξέρξη. Του έφτανε να εξηγήσει την ύβρι του Πέρση για να υπερασπιστεί το δίκαιο των Ελλήνων. Όπως και ο Γέιτς δηλαδή, ο οποίος δεν χρειαζόταν να μισήσει τους άγγλους για να υπερασπιστεί το δίκαιο του ιρλανδικού αγώνα. Τα λόγια του Yeats «Those I fight I do not hate » (δεν μισώ αυτούς που πολεμώ) θα μπορούσε να τα έχει γράψει κι ο Αισχύλος. Το μεγαλείο του Σεφέρη επ’ αυτού, δεν έγκειται τόσο στην εξυπνάδα με την οποία αντιμετωπίζει το παγκόσμιο ζήτημα της βίας, όσο στο πάθος του να μαθαίνει την ψυχολογία του αντιπάλου. Σ’ αυτό το ποίημα που συνέθεσε μετά από την πρώτη του επίσκεψη στην Κύπρο, ο Σεφέρης έρχεται αντιμέτωπος με τη δραματική σύγκρουση ανάμεση στην καταδίκη της στάσης των βρετανών που αγαπά αληθινά, οι οποίοι όμως προσπαθούν να ξεριζώσουν άλλον λαό, ταπεινό κι απλό, που ενσαρκώνει « την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη » για να τον μετατρέψει σ’ ένα λουλούδι θερμοκηπίου, δηλαδή, παρακλάδι της Ελλάδας. Οι νέοι κυρίαρχοι της Σαλαμίνας – της Κύπρου στην περίπτωσή μας – φέρονται με τον ίδιο υβριστικό τρόπο που φέρονταν και οι Πέρσες. Αν το πρόβλημα δεν λυνόταν με σωφροσύνη, δηλαδή, διαμέσου της Ένωσης, θα γινόταν και πάλι η αιτία για τους ίδιους στεναγμούς. Το ποίημα Σαλαμίνα της Κύπρος είναι, κυρίως για έναν μη Έλληνα αναγνώστη, δύσκολο, γεμάτο αναφορές σε πολυποίκιλες λογοτεχνικές πηγές για να υπαινιχθεί καταστάσεις και ιστορικά γεγονότα όχι πάντα γνωστά εκτός Ελλάδος. Στην Ισπανία, π.χ., δεν είναι γνωστό σχεδόν τίποτα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, ούτε για την ελληνική εσωτερική πολιτική κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ούτε είναι ιδιαίτερα σαφείς οι παράγοντες που καθόρισαν την κατάλυση της αποικιοκρατίας στην Κύπρο. Όταν, όμως, καταφέρουμε να εμβαθύνουμε στη κατανόηση των ιστορικών γεγονότων και μάλιστα αναδομούνται οι λογοτεχνικοί και πολιτιστικοί κώδικες που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης, τότε μπορούμε να φτάσουμε ως το βάθος της ποίησής του. Το ν’ αποκαλύψουμε τους κώδικες του Σεφέρη, όχι μόνο σ’ αυτή τη συλλογή για την Κύπρο, αλλά γενικότερα, σε όλη του την ποίηση, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα την μορφολογική τελειότητα, το αισθητικό ύψος και – το σημαντικότερο – την βαθιά ανθρώπινη διάσταση της σκέψης του. Πιστεύω ότι το ποίημα Πραματευτής από τη Σιδώνα είναι το πιο “Καβαφικό” της κυπριακής συλλογής του Σεφέρη. Το έξεργον του ποιήματος «Τάχα Κούρον Κυπρίδος ευκόλποιο και Ερμάωνος ενίψεις» είναι λόγια του Χριστοδώρου, ενός βυζαντινού ποιητή, κοπτικής καταγωγής, ο οποίος έγραψε πολλά επικά αφηγήματα για την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τη Μίλητο και λοιπά. Αυτά τα εισαγωγικά λόγια του ποιήματος αντιστοιχούν στην έκφραση των αγαλμάτων που κοσμούσαν τις θέρμες του Ζευξίππου στην Κωνσταντινούπολη. Ο Σεφέρης, σε εννέα δίστιχα με ομοιοκαταληξία, με μια τεχνική παρόμοια με αυτή του αλεξανδρινού μέτρου μας προσφέρει με χρονολογική σειρά όλες τις ιστορικές εποχές της Κύπρου: Οι καρχηδονιακές και ανατολίτικες ρίζες, η Αρχαιότητα, η βυζαντινή, η ισλαμική εποχή, η λατινοκρατία και το παρόν. Όλη αυτή η διαχρονία ενσαρκώνεται στη μορφή μιας τουρκοπούλας, που σ’ ένα λαϊκό τραγούδι την πολιορκεί ένας φοίνικας πραματευτής, ενώ ένας τσοπάνος αποκοιμιέται στη σκιά του λέοντα του Αγίου Μάρκου [δηλ. τη Βενετία]. Στο τελευταίο δίστιχο, ο πραματευτής παρατηρεί ένα πήλινο αγαλματάκι με τη μορφή ενός ερμαφρόδιτου που βγάζει απ’ τον κόρφο του. Αυτή είναι μια διακριτικά συμβολική εικόνα που μετατρέπει σε εικαστική πραγματικότητα την ουσία του νησιού: ένα πλάσμα που αναδύθηκε απ’ τη θάλασσα, όπως η Αφροδίτη και γονιμοποιήθηκε από τον Ερμή. Ένα σύμβολο όλων εκείνων που, όπως αυτός ο πραματευτής απ’ τη Σιδώνα, έφτασαν στις ακτές του. Ο Σεφέρης είναι δυσνόητος ποιητής. Από κάποιες απόψεις μοιάζει στον Καβάφη λόγω της πολυεπίπεδης σκέψης και γραφής του, αλλά είναι πιο αινιγματικός, κατά τη γνώμη μου. Και οι δύο ποιητές απαιτούν από τον μεταφραστή να εμβαθύνει εξαντλητικά και σχολαστικά τις πηγές και το πλαίσιο της πραγματικότητας που καθορίζουν οι κεκαλυμμένες μνείες και αναφορές με τις οποίες τεκμηριώνονται τα ποιήματα. Αυτοί οι προβληματισμοί που σας εκθέτω πάνω σ’ ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία του Σεφέρη και, κατά την άποψή μου, ένα από τα πιο επιτυχημένα του, θεωρώ ότι επιτρέπουν να εκτιμήσουμε το βάθος της σκέψης και της τέχνης του Σεφέρη. Το Ημερολόγιο καταστώματος Γ΄ αγγίζει την τελειότητα, είναι η πιο ολοκληρωμένη σύνθεση ενός βιώματος αποφασιστικής σημασίας για να βρει τις ρίζες του, ένας φόρος θαυμασμού –και ταύτισης– για τα πνευματικά του πρότυπα, τον Ευριπίδη και τον Αισχύλο. Η πραγματικότητα που ανακάλυψε ο ήδη ώριμης ηλικίας Σεφέρης στην Κύπρο, τον έκανε να αναθεωρήσει με πίκρα τη συμπεριφορά ενός λαού– των βρετανών – που αγαπά κατά βάθος, αλλά ταυτοχρόνως φέρεται άδικα (υβριστικά) στον δικό του λαό. Αυτό κάνει τον Σεφέρη να προβληματιστεί σχετικά με την αντίληψή του για τον Ελληνισμό, ή μάλλον, για τη Ρωμιοσύνη, η οποία πιστεύει ότι μπορεί να αποτελέσει ελπιδοφόρο σπόρο για έναν σύγχρονο ελληνισμό. Επικρατούν, ωστόσο, η απογοήτευση και η απαισιοδοξία, διότι ο Σεφέρης συνειδητοποιεί ότι οι άνθρωποι, με τις αέναες αντιφάσεις τους, μπορούν πάντα να προκαλέσουν την ίδια τους την καταστροφή. Ας προσέξουμε την τολμηρή ελπίδα που διαφαίνεται σ’ αυτούς τους στίχους του ποιήματος Μνήμη Α΄ (137.21-24), που εμπνεύσθηκε ο Σεφέρης από ένα απόσπασμα του Ευαγγελίου του Ιωάννη (12.24) ……….…………..« Θά γίνει η ανάσταση μιάν αυγή, πως λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή, θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη· είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει. » Μια καλοκαιρινή μέρα του 1974, όμως, ο αφρός της θάλασσας στην Κύπρο ξαναβάφτηκε κόκκινος. Υπάρχει ένα ζήτημα που θεωρώ σημαντικό να αναφέρω. Σήμερα, που το σκέπτομαι αποστασιοποιημένα, νομίζω ότι ο Σεφέρης δεν το έλαβε υπ’ όψιν και δεν του έδωσε την δέουσα σημασία. Ο Σεφέρης θέτει τον ηθικό εξορθολογισμό και προβληματισμό του σχετικά με το πρόβλημα που βλέπει να κυοφορείται στην Κύπρο, μέσα από το διώνυμο Έλληνες-Βρετανοί, ενώ στην πραγματικότητα στο πρόβλημα υπήρχε ένα τριώνυμο: Έλληνες-Βρετανοί-Τούρκοι. Γι’ αυτόν τον λόγο η Ένωσις δεν ήταν λύση, αλλά θ’ ακολουθούσαν ακόμα μεγαλύτερα δράματα. Ολοκληρώνοντας, θέλω να πω ότι οι προβληματισμοί που επέτρεψα στον εαυτό μου να μοιραστεί μαζί σας σήμερα, επικεντρώθηκαν στην εμπειρία μου από τις δουλειές μου πάνω στον Καβάφη και τον Σεφέρη, αλλά επεκτείνονται και στην ποικιλία των θεμάτων που απασχόλησαν σε μεγάλο βαθμό την επαγγελματική μου σταδιοδρομία. Ο μίτος που με οδηγούσε υπήρξε πάντα η ελληνική γλώσσα και ιδιαίτερα η πορεία της από τον μετακλασικό κόσμο, δηλαδή το Βυζάντιο, ως τις μέρες μας. Όχι όμως μόνον η γλώσσα, αλλά και όλα τα στοιχεία που εμπλέκει αυτή, σε ιστορικό, πολιτιστικό και γεωγραφικό επίπεδο. Ό,τι αποτελεί σήμερα τη Μεσόγειό μας έχει σχέση με όλ’ αυτά που από τον έβδομο αιώνα μέχρι σήμερα συντέλεσαν στις διαδικασίες μεταμόρφωσης, σύγκρουσης αλλά και επαφής, αφομοίωσης, συσχέτισης και διάδρασης που πάντα εκφράζονταν με την ελληνική γλώσσα. Εν τέλει, πιστεύω ότι η ελληνική γλώσσα έχει μεταβολίσει τον ομοούσιο κοσμοπολιτισμό στον μεσογειακό πολιτισμό. Γι’ αυτό η Διδώ Σωτηρίου, ο Καβάφης και ο Σεφέρης σημαίνουν τόσα για μένα. Σήμερα χρειαζόμαστε επιτακτικά ένα νέο κοσμοπολιτισμό που θα χρησιμεύει ως αντίδοτο στην επικίνδυνη άνοδο της ξενοφοβίας και του εθνικισμού. Δεν μπορούμε να περιοριστούμε σε αυστηρά ταυτοτικές απόψεις, δηλαδή στην αντιπαράθεση «Εμείς / Αυτοί». Πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε ακριβώς το αντίθετο: να πολλαπλασιάσουμε τους δεσμούς και τις συμμαχίες μας. Όσο περισσότερους προσδιορισμούς έχει ένας άνθρωπος, τόσο ευκολότερο είναι να συμπέσει ή να τους συμμεριστεί με τον άλλον. Οι ταυτότητες που συμπίπτουν σ’ ένα πλαίσιο (παραδείγματος χάριν, σε τούτη τη μεριά του κόσμου: οι ταυτότητες των δυο πλευρών του Αιγαίου, της μέσης Ανατολής, της Ασίας, των Βαλκανίων, της ανατολικής Ευρώπης) πρέπει να συμβάλουν στην κατανόηση και στον περιορισμό των εντάσεων, του μίσους και των εθνικισμών. Είναι δυσκολότερο να μισούμε τον άλλον όταν σκεφτόμαστε πως όλοι έχουμε πολλά κοινά. Αυτό είναι το δίδαγμα που αποκόμισα στη ζωή μου απ’ όσα διάβασα κι έζησα σε τούτα τα χώματα και αποτελεί την πανοπλία με την οποία πέφτω στη μάχη με τη μελέτη και τη νοοτροπία των κειμένων που γράφτηκαν σ’ αυτή τη γη. Σας ευχαριστώ πολύ, τόσο για την προσοχή σας, όσο και γι’ αυτό το Βραβείο.

 

INFO : Στη διάρκεια της εκδήλωσης που έγινε στις 10 Οκτωβρίου 2014 στο Ίδρυμα Β.Θεοχαράκη μίλησαν ακόμα η Άλκη Ζέη, ο Νίκος Μπελογιάννης, καθώς και η φιλόλογος και συγγραφέας Νένα Κοκκινάκη. Για τον βραβευθέντα Ισπανό καθηγητή και το έργο του αναφέρθηκαν η Νίνα Αγγελίδου και ο Φίλιππος Δρακονταειδής . Την βραδιά άνοιξε, υποδεχόμενος τα νέα μέλη, ο Πρόεδρος της Ε.Σ Δημήτρης Καλοκύρης , ο οποίος αναφέρθηκε μεταξύ άλλων και στη δωρεά που έκαναν η Διδώ Σωτηρίου και ο Νίκος Μπελογιάννης, χαρίζοντας το σπίτι τους της οδού Κοδριγκτώνος 8 στην Εταιρεία Συγγραφέων.

Προηγούμενο άρθροΤα ανεξάλειπτα ίχνη της οικογενειακής μνήμης μετά τον λυγμό
Επόμενο άρθροΗ αναγνωστική μας ιστορία

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ