διήγημα του Γιάννη Πάσχου
Οι μέρες π.Χ. (προ Χριστουγέννων) θυμίζουν ειδωλολατρικές τελετές, θυμίζουν αποκριές και μάλιστα πριν καλά-καλά ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη «τεσσαρακονθήμερος νηστεία». Αντί της «έντονης πνευματικής εργασίας και ψυχοσωματικής προετοιμασίας για τον εορτασμό της μεγάλης εορτής της Γεννήσεως του Κυρίου» όπως περίτρανα ορίζουν οι κανόνες της εκκλησίας, στήνονται βωμοί θυσίας στα μπαρ και τα μεζεδοπωλεία και αναμένουν τους πιστούς, αυτόχθονες και εκδρομείς, να εξαγνιστούν, σωματικώς κυρίως, προσδοκώντας πάραυτα και άφεση αμαρτιών ένεκα της αναμενόμενης γεννήσεως του Κυρίου.
Οι θερμάστρες υγραερίου γεμίζουν τους εξωτερικούς χώρους των μαγαζιών, τα μεσημεριανά τσίπουρα γίνονται κρασί τις απογευματινές ώρες και το κρασί, ουίσκι, τζιν και βότκα τις βραδινές, ώσπου να βγει η πούλια και ο αυγερινός και να εκραγεί νικηφόρα η εορταστική λίμπιντο.
Κομμώσεις, εξτένσιον, τρέσσες, δικτυωτά, διάφανα και στραφταλίζοντα, αβυσσαλέα ντεκολτέ, χείλη κόκκινα, ηδυπαθή, ματιές υποσχόμενες τα δώρα των μάγων και προικισμένες αγιοβασιλίτσες, πρόωρα εκτεθειμένες στο κρύο, παρελάζουν αφειδώς και φλερτάρουν παντοιοτρόπως, αναμένοντας τη γέννηση της πιο απαστράπτουσας χειμωνιάτικης φαντασίωσης, κοντά στο τζάκι με τα λαμπάκια να αναβοσβήνουν και τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα να προσομοιάζουν με τη μουσική υπόκρουση από τις ενάμιση εβδομάδες.
«Τι κι αν δεν έχουμε λίμνη στα Γρεβενά;» είπε τσαχπίνικα η νεαρή γκαρσόνα, απαντώντας στο σχόλιο του ηλικιωμένου κύριου με το πούρο «έχουμε άλλες ομορφιές, κυρίως έχουμε χαρακτήρα..»
«Τι λες;» Είπε εκείνος με νόημα και το μισοσβησμένο πούρο που κρατούσε ανέμελα στο χέρι του πήρε φωτιά. «Εμείς κοπέλα μου και λίμνη έχουμε και καραβάκια και ο Χριστούλης έρχεται και φέρνει και δωράκια» κι έβγαλε ένα εικοσάρικο και το έβαλε στο ντεκολτέ της, κάνοντας έναν περίεργο, όλο υπόνοια μορφασμό, που αναταράχτηκαν τα ελαστικά κέρατα του ταράνδου που είχε φορεμένα σαν κοκαλάκι στα λιγοστά του μαλλιά, απαραίτητο must των εορτών.
«Αχ καλέ, έχετε δίκιο» είπε εκείνη με νάζι «τα Γρεβενά καλά είναι αλλά εσείς εδώ τα έχετε όλα» και τον πλησίασε τόσο πολύ που παραλίγο η καύτρα του πούρου να αγγίξει το παντελόνι της και να πάθει χοντρή ζημιά το μαύρο βινύλ.
Η συζήτηση διακόπηκε, η μουσική δυνάμωσε κι ένα τσιφτετέλι ξεσήκωσε τους πάντες, παραμέρισαν τα τραπέζια και τα κορμιά άρχισαν να συσπώνται και να τρέμουν απεγνωσμένα, μπροστά από τη φάτνη που ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού είχε με μεράκι -η αλήθεια είναι- φτιάξει, αναστατώνοντας τα αγγελάκια που κρέμονταν από την οροφή, ενώ οι πιο φανατικοί έσπρωχναν αλαφιασμένοι τα δυο γαϊδουράκια της φάτνης να χωθούν λίγο πιο μέσα στο παχνί μια και τους εμπόδιζαν να αναπτύξουν απερίσπαστοι τις χορευτικές τους φιγούρες. Οι χαρτοπετσέτες πετούσαν στον αέρα σαν μεγάλες νιφάδες χιονιού και ο Dj με το κόκκινο στραφταλιζέ φανελάκι, ούρλιαζε ακατάπαυστα Merry Christmas, Merry Christmas, ενώ ο ιδρώτας του κυλούσε, ανοίγοντας δρόμο πάνω στις κρέμες που χωρίς να τσιγκουνευτεί είχε ποτίσει το κορμί του.
Κυρίες με κορμιά νεοσμιλεμένα, άρτι αφιχθείσες από τα γυμναστήρια και τα κέντρα αισθητικής, πλήρους αυτοπεποίθησης, με πρόσωπα επαγγελματικά μακιγιαρισμένα, αρυτίδωτα, πλημμυρισμένα με γκλίτερ και βλεφαρίδες Νταίζης Ντακ, αγνώριστα κι από τη μάνα τους, γονάτιζαν στις υπέροχες ψαλμωδίες των λαϊκών βάρδων και λύγιζαν στο φορτίο των βαθέων αισθημάτων τους, έτοιμες να τα αποθέσουν στους απογόνους του Αδάμ, αυτούς που πέρασαν την Ερυθρά θάλασσαν, εβαπτίσθησαν, δηλώνοντας απεταξάμην τον σατανά και περίμεναν παρατεταγμένοι σαν νεοσύλλεκτοι φαντάροι γύρω από τη μπάρα με το ποτό στο χέρι και το όπλο παρά πόδας.
Livin’ La Vida Loca, φώναξε ο Dj και η φωνή του Ricky Martin έκανε την νύχτα μέρα, μια υπερσέξι χορεύτρια πήδηξε με σβελτάδα στην οροφή της φάτνης που είχε διαμορφωθεί κατάλληλα για χορευτικά, φορώντας μόνο τρία μικρά διακοσμητικά χριστουγεννιάτικα δενδράκια στα επίμαχα σημεία και άρχισε να λικνίζεται. Το άστρο των μάγων κρύφτηκε σε σύννεφο ακτίνων λέιζερ, τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δένδρου συντονίστηκαν με τον ρυθμό, οι πιο τολμηροί, εκστασιασμένοι, σταμάτησαν να τρώνε και κάρφωσαν τα μαχαίρια τους πάνω στις σπαλομπριζόλες και οι πιο θρασείς πετούσαν τους ξηρούς καρπούς αλλά και ότι υπήρχε μπροστά τους που μπορούσε (και δεν μπορούσε) να πεταχτεί, δεξιά και αριστερά, με κίνδυνο να σπάσουν τις μεγάλες διαφανείς μπάλες που στόλιζαν τους τοίχους ή να βγάλουν το μάτι κάποιου συναγωνιστή ή συναγωνίστριας. Ακολούθησε η ηρωική γιάνκα (που έθρεψε γενιές και γενιές διασκεδαζόντων) με όλο το βασιλικό τερτίπι μέσα της και άπαντες, πελάτες, εκδρομείς, γκαρσόνια και αφεντικά πιάστηκαν από τη μέση, ο ένας πίσω από τον άλλον και αφού έκαναν ένα μεγάλο κύκλο γύρω από τη φάτνη φωνάζοντας «Merry Christmas ο ε ο», βγήκαν μισοντυμένοι προς την έξοδο αψηφώντας το τσουχτερό κρύο. Η μουσική δυνάμωσε ακόμη πιο πολύ και αυτοί συνέχισαν να χορεύουν, βγάζοντας άναρθρες κραυγές ασυγκράτητης χαράς, μέχρι που χάθηκαν μέσα στη βαριά πρωινή ομίχλη της πόλης.
Τα γαϊδουράκια της φάτνης ξαναπήραν τη θέση τους και οι μάγοι που στέκονταν δεξιά και αριστερά του θείου βρέφους, συνηθισμένοι σε παρόμοιες καταστάσεις, έκλεισαν την πόρτα του μαγαζιού, κατέβασαν τα στόρια, έβγαλαν τα βαριά, επίσημα ρούχα τους, ξάπλωσαν στους καναπέδες, έβαλαν από ένα ποτό, τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και ευχήθηκαν καλά Χριστούγεννα.