του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Ο Π. Σωτηρίου, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1939, δημοσιεύει ποίηση σε λογοτεχνικά περιοδικά και σε συλλογικές εκδόσεις από το 1982 κι έχει τυπώσει τις συλλογές Ωσάν ποιήματα (1989) και Ωσάν ποιήματα η συνέχεια (2008). Ουκ εν τω πολλώ το ευ. Η ολιγογραφία του αντισταθμίζεται από την πυκνότητα, το βάθος και την εικονογραφική δύναμη των στίχων του και το γεγονός επαληθεύει το καινούργιο του βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο Ωσάν ποιήματα η συνέχεια (1990-2018) από τις εκδόσεις Γράφημα. Έδωσα τη χρονολογία γέννησης του ποιητή για να καταλάβουμε εξαρχής το κλίμα εντός του οποίου κινείται και ανθεί ο λόγος του. Και το κλίμα αυτό δεν είναι άλλο από το κλίμα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς με την οποία εκ των πραγμάτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένος.
Ένα αίσθημα πικρίας, ήττας και διάψευσης κυριαρχεί στο βιβλίο, ο τόνος, όμως, δεν πέφτει τόσο στα πολιτικά και ιστορικά δρώμενα μιας εποχής που ξεκινάει από τον Εμφύλιο και τη δεκαετία του 1960 για να συνεχιστεί μέχρι και τις ημέρες μας όσο στην εσωτερική αποτύπωσή τους στις παραστάσεις της καθημερινής διαχρονίας. Εδώ ο ποιητής μοιάζει με τυπικό εκπρόσωπο της γενιάς του, η διαφορά, όμως, αν κοιτάξουμε κάπως προσεκτικότερα τη δουλειά του, είναι πως ο ίδιος δεν αφήνεται ποτέ στο ρεύμα της σιωπηλής απόγνωσης που καταλαμβάνει κατά κανόνα τους συνομιλήκους του. Ναι, ο κόσμος αδειάζει ξανά και ξανά από ζωτικό νόημα και ελπιδοφόρες προοπτικές, ναι, η πραγματικότητα είναι πιθανό να μετατραπεί μέσα από ποικίλους δρόμους σε άδειο ντύμα, ναι, ο βασιλιάς αποδεικνύεται σε πάμπολλες περιπτώσεις γυμνός, αλλά ποτέ τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα μείνει χωρίς κάποιο ζωτικό αντίκρισμα και αντίβαρο, και πάντοτε θα μπορούμε να βασιστούμε σε μια δύναμη ικανή να μας επαναφέρει στην επιφάνεια. Τι κι αν το αντιστάθμισμα θα είναι διαφορετικό κάθε φορά; Τι κι αν θα πιαστεί κανείς από τον έρωτα; Τι κι αν θα καταφέρει να δονήσει καίρια τη χορδή στο τόξο της επικοινωνίας του με τον άλλο; Τι κι αν, επιπλέον, θα ανακαλύψει μια ζωογόνα φλέβα της νιότης, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο πρόκειται να τον εγγράψει σε μια τροχιά βαθμιαίας πτώσης και φθοράς; Το αποτέλεσμα δεν αλλάζει:
[…]
Πίκρες, απογοητεύσεις και τύψεις θα σβηστούν
αμαρτίες και λάθη που κάναμε θα συγχωρεθούν
Αγκαλιές θα ξανανοίξουν με θέρμη
σώματα θα ξαναλάμψουν γλυκά στο φως
κι αγαπημένα πρόσωπα θα αναστηθούν
Κι όλα αυτά, για χρόνια και καιρούς, δικά μας θα ‘ναι.
Δεν έχουμε να κάνουμε με προγραμματική αισιοδοξία ή με ένα γενικώς παρήγορο σάλπισμα, αλλά με μια ποίηση που θέλει πάση θυσία να συνεχίσει να αντλεί τους χυμούς της ζωής, χωρίς παρόλα αυτά να πρέπει να τραβηχτεί από τα μαλλιά της για να βγει από τα σκοτεινά νερά. Και τούτο επειδή μόνο χωρίς να τραβηχτεί από τα μαλλιά της η ποίηση (διαφορετικά διατυπωμένο: χωρίς να παρασυρθεί σε μια λυρική υπεραισιοδοξία) έχει τη δυνατότητα να φτάσει μέχρι τα άδυτα της ύπαρξης, όχι μόνο κατανοώντας τον πολυδιάστατο χαρακτήρα και την εγγενή περιπλοκότητά της, αλλά και προβάλλοντας τη βαθύτερη ανθρωπιά της.
Και μαζί με ποιήματα σαν κι αυτά χρειάζεται να δούμε και κάποια άλλα: εκείνα που μιλούν με τον τρόπο τους για τον δημόσιο βίο – για όσους παίζουν με τη βούληση του λαού, κρύβοντας πίσω από τα απατηλά τους λόγια τη χειραγώγησή του, αλλά και για όσους εύκολα και εξίσου απατηλά ρίχνουν τις έννοιες του πατριωτισμού και του έθνους στον Καιάδα, αγνοώντας πως το πατριωτικό μπορεί να είναι πολυφυλετικό και το εθνικό ένα μίγμα θριάμβου και καταστροφής, μια πύλη ανοιχτή προς την αυτογνωσία.
Δυο λέξεις, κλείνοντας, για την ποιητική γλώσσα και την ποιητική σκηνοθεσία. Κοντά στον εντοπισμό της χαμηλής και μονίμως εξομολογητικής ή συνομιλητικής φωνής, καθώς και των διακριτικών λογοτεχνικών παραπομπών (από Καβάφη μέχρι Χριστιανόπουλο), ας δούμε τους κρυμμένους φωτισμούς, τα μισοσκιασμένα πρόσωπα και τις υπόγειες σημασίες που ξεμυτίζουν την τελευταία στιγμή σε πολλά ποιήματα, για τα φωτίσουν αναδρομικά και να τα στρέψουν σε μιαν εντελώς απροσδόκητη κατεύθυνση. Και για να συμπληρώσω τον κοινό τόπο με τον οποίο ξεκίνησα, και που δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την ολιγογραφία: ουκ εν τω πολλώ το ευ, αλλά εν τω ευ το πολύ.