Όταν η ποίηση ταυτίζεται με τον ποιητή (της Έφης Κατσουρού)

0
364

της Έφης Κατσουρού

 

«[Πριν η αδράνεια εκραγεί στα χέρια ενός αθώου γιατί δεν είναι δέλεαρ η αδράνεια ούτε ηθικής εξάρτημα παρά φτερού αποτύπωμα ισχυρό ανεμπόδιστος να εισέρχεται κανείς στο χρηματιστήριο των άστρων.]»

Σωσίβιο χώμα, Κώστα Γ. Παπαγεωργίου

Κάθε χαμός ποιητή, για τον κριτικό και δοκιμιακό λόγο, ορίζει μία νέα γραφή, δεύτερη, που εκκινεί από την παύση του ρέοντος λόγου και έρχεται να μετρήσει τα βήματα και τις διαστάσεις του κενού που αυτός σημαίνει· να τον διαβάσει μέσα στον χώρο και στον χρόνο της ποίησης ως γέννημα και γεννήτορα του παρελθόντος και του μέλλοντος (ποιητικού μας) κόσμου, αντίστοιχα. Όταν όμως, ο ποιητής αυτός τυγχάνει να είναι λίγο πιο εγγύς· και πέρα από τον στίχο του, τα βλέμματα και οι ώρες κάποτε να συναντήθηκαν στους γύρω τοίχους, καθώς κρύωνε ένας καφές μέσα στον χρόνο της μοιρασμένης μνήμης, μέσα στα λόγια του που εύκολα ακούγονταν άλλοτε σαν διδαχή ανεπιτήδευτη και άλλοτε σαν στοργική παρηγορία, τότε το κενό παύει να μετρά διαστάσεις και αρχίζει να πλάθεται από θραύσματα και υφές, χρώματα και αλληλουχίες. Θέλω να πω δηλαδή, ότι η απώλεια, όπως ο στίχος, αποκτάει τότε ύλη. Ειδικά όμως, στην περίπτωση του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, που η εγγύτητα του προς την νεότητα, προς την ακατέργαστη εκδοχή της πρώιμης ποίησης των νέων συγγραφέων υπήρξε αξιοθαύμαστη και θα θάλλει στο διηνεκές (και μέσα από το κριτικό του έργο) αξιομνημόνευτη, τα θραύσματα και οι υφές του κενού, τα χρώματα και οι αλληλουχίες τους, συνθέτουν ένα κενό σάρκινο, μία απώλεια της ύπαρξης βαθειά και ακατοίκητη γεμάτη σχισμές φωτός. Μέσα από αυτές τις σχισμές, μικρότερες ή μεγαλύτερες, τεθλασμένες, καμπύλες ή ευθείες, ο καθένας από εμάς -που είχαμε ζήσει, άλλοι σε μικρότερο και άλλοι σε μεγαλύτερο βαθμό, τον άνθρωπο και ποιητή Παπαγεωργίου, προσπαθεί να ανασυγκροτήσει το είδωλο του χρόνου που πέρασε δίπλα του, ενός χρόνου, αδιαμφισβήτητα, ποιοτικού που πολλαπλασιάζεται, ακόμη σήμερα, σε κάθε επόμενη ανάγνωση της ποίησής του και αυτό, γιατί το έργο και ο άνθρωπος, στην περίπτωσή του, αποτελούν μία αδιαίρετη ηθική ολότητα.

Πολύ εύστοχα η Τιτίκα Δημητρούλια, στο πρόσφατα, λίγο πριν τον χαμό του Παπαγεωργίου (αρχές Μαΐου 2021), εκδοθέν βιβλίο της με τίτλο Ο ποιητής Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, παρατηρεί: «η ποίηση του Παπαγεωργίου είναι καρπός και έκφραση μιας ποιητικής (poetique), η οποία στην πραγματικότητα είναι μια ποιητική ηθική (poethique).» εστιάζοντας στη συνέχεια μέσα από προσεγγίσεις της σύγχρονης θεωρίας της λογοτεχνίας στους τρόπους πραγμάτωσης αυτής της ποιητικής ηθικής μέσα από την συναίρεση της τέχνης του λόγου και του βίου, και στην αναζήτηση και ανάλυση των συγκεκριμένων διαδικασιών “ενσάρκωσής” της στο ολοποιητικό, ποιητικό-ηθικό εγχείρημά του. Η Δημητρούλια, επί χρόνια συνοδοιπόρος με τον ποιητή στον χώρο της ποίησης, της κριτικής γραφής, των λογοτεχνικών περιοδικών, γνωρίζει καλά τόσο το έργο του όσο και τον βίο του, και επιλέγει να θέσει στον πυρήνα της μελέτης της, αυτήν ακριβώς την ιδιάζουσα σύγκλιση, τον τρόπο που οι δύο αυτές εκφάνσεις, συλλειτουργούν και πλάθουν το ποιητικό σώμα χωρίς να υπονομεύουν η μία την άλλη. Βαδίζοντας πάνω σε αυτό τον άξονα, οικοδομεί ένα κείμενο κλιμακούμενης, σημασιολογικά, εντάσεως το οποίο αρθρώνεται σε τέσσερις ενότητες. Στις δύο πρώτες (1. Διαδρομές, επιλογές, συνομιλίες, 2. Για μια ποιητική ηθική) ανιχνεύει τον χώρο και τον χρόνο που γέννησε τον ποιητή, τις οικογενειακές ρίζες του και τον τρόπο με τον οποίο αυτές τον επηρέασαν στην μετέπειτα διαμόρφωσή του, τα ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά δρώμενα μέσα στα οποία ανδρώθηκε, τη θέση του μέσα στην ποιητική του γενιά, την γενιά του 70, τους ποιητικούς προγόνους -από το δημοτικό τραγούδι και τον Διονύσιο Σολωμό, μέχρι τον Σεφέρη, τον Ελύτη και σε δεύτερο χρόνο τον Ρίτσο της Τέταρτης διάστασης, που ο ίδιος επέλεξε ως πάτριο έδαφος ανάδυσης και επιστροφής και το βαθμό που όλα αυτά συνέτειναν στην διαμόρφωση της ποιητικής ηθικής του, ενώ στις δύο επόμενες (3. Η τραγωδία, το αίμα και 4. Το σώμα-λόγος στο θέατρο του κόσμου) ιχνηλατεί σε βάθος τον τρόπο με τον οποίο η ρίζα αυτή σμιλεύτηκε και η ποιητική ηθική μεταποιήθηκε σε σάρκινο λόγο, σε πραγματική τραγωδία χωρίς κάθαρση, πέραν της ποιητικής.

Ο τρόπος αυτός άρθρωσης του κειμένου, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν αναλογιστεί κανείς την ταπεινότητα και την ευρύτητα του πνεύματος του Παπαγεωργίου, στο να προσκαλεί και να δέχεται ως κάτοικο της ποίησής του αλλά και της ποίησης εν γένει, όποιον πραγματικά το επιθυμούσε, χωρίς να αποκλείει την πρωτόλεια έκφραση, χωρίς να υποτιμά ή να απορρίπτει οποιαδήποτε ειλικρινή κριτική: Το πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου παρουσιάζεται χρονολογικά η ανάπτυξη της ποιητικής προσωπικότητας και του έργου του Παπαγεωργίου, επικουρείται, σε μεγάλη κλίμακα, από αποσπάσματα συνεντεύξεων και κειμένων του ίδιου του ποιητή καθώς και  σύγχρονες κριτικές του εκάστοτε βιβλίου του, που στηρίζουν την σκιαγράφηση της ποιητικής φυσιογνωμίας του, και μπορεί εύκολα να παρακολουθηθεί ακόμη και από τον αμύητο στην θεωρία της ποίησης αναγνώστη. Στην πραγματικότητα, μπορούν να ειδωθούν και σαν μία ευκαιρία για τους νέους ποιητές, που δεν πρόλαβαν να τον γνωρίσουν να έρθουν σε μία, κατά τρόπον, διαλογική επαφή με το συναίσθημά του. Αντίθετα, στο δεύτερο, η ποίηση με τα αποσπάσματα από τα βιβλία του Παπαγεωργίου βαδίζει παράλληλα με την λογοτεχνική θεωρία και έρχεται να αποκρυπτογραφήσει την ποιητική ηθική του ποιητή μέσα στην γλωσσική απόδοσή της, διανοίγοντας νέες οδούς διεύρυνσης του πεδίου μελέτης για τον ερευνητή.  Η συγγραφέας σε αυτό το δεύτερο μέρος διαβάζει τον ποιητικό λόγο του Παπαγεωργίου μέσα από την θεατρική διαπλάτυνσή του, με όρους τραγωδίας και προχωρά στην μελέτη της αυτονόμησης του σώματος-λόγου μέσα από την ρυθμοκεντρική χροιά της ποίησής του, άρρηκτα συνδεδεμένη, τόσο μορφολογικά και ρυθμικά όσο και νοηματικά με την κληρονομιά της υπέρλογης αφηγηματικότητας του δεκαπεντασύλλαβου του δημοτικού τραγουδιού καταλήγοντας σε μία σχηματοποίηση της ανάπτυξης της τραγικής συνθήκης στο έργο του: «μπορεί κανείς να εντοπίσει δύο περιόδους (στην ποίησή του), με άξονα τη λειτουργία του σώματος-λόγου», γράφει χαρακτηριστικά, «Μία περίοδο έντασης και πένθους. Μία δεύτερη περίοδο λύπης και αποδοχής. Στην πρώτη περίοδο, το σώμα-λόγος βασανίζεται, διαμελίζεται, πληρώνει το τίμημα για ένα παρελθόν που ερήμην του το καθορίζει ως τα μύχια της ύπαρξης και της φωνής του. Στη δεύτερη περίοδο, το σώμα-λόγος ενώνεται, με τον κόσμο με όρους ίδιους και άλλους από εκείνους του ύπνου και του εφιάλτη, ενώνεται σε σάρκα μία με τον έναν από τους πολλούς πραγματικούς κόσμους που δημιουργεί ο λόγος, για να επιτρέψει την ύπαρξη του φωτός.

Με άλλα λόγια, η Τιτίκα Δημητρούλια, στο βιβλίο αυτό, επιλέγει απόλυτα συνειδητά, όχι να εξαντλήσει την ποίηση του Παπαγεωργίου, κάτι το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να πράξει, μέσα από ένα αναλυτικό πρίσμα ανάγνωσης του στίχου του, αλλά να συλλέξει το ηθικό απόσταγμά της· να το ανασύρει διατηρώντας το σφρίγος του σώματος-λόγου και να διανοίξει πόρτες και παράθυρα, οπές και διόδους για την ουσιαστική κατοίκηση του λόγου του. Να συνεχίσει να καλεί τους ανθρώπους στην αλήθεια της ποίησης, όπως εκείνος συνήθιζε, μία αλήθεια που πηγάζει από τη γλώσσα και σε αυτήν και πάλι καταλήγει, όπως εκφράζεται μέσα από την δραματική χροιά της παλλόμενης γλώσσας του -μίας γλώσσας, που δεν είναι λίγες οι φορές που υπερβαίνει τα ίδια τα όρια της εκτινάσσοντας το συναισθηματικό φορτίο των λέξεων. Άλλωστε αν κάτι δίδαξε ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου μέσα από την μακρόχρονη παρουσία του στον χώρο των γραμμάτων, είναι ότι η ποίηση δεν είναι άλλο από μία βαθειά μοναχική πορεία προς την υπέρβαση της ίδιας της ύπαρξης.

 

[Τιτίκα Δημητρούλια, Ο ποιητής Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, εκδόσεις Γκοβόστης, 2021]

Βρες το εδώ 

 

Προηγούμενο άρθροΟ σταθμάρχης Φαλλμεράϋερ (της Δήμητρας Ρουμπούλα)
Επόμενο άρθροΑπό τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και μέχρι τις μέρες μας  (της Μαρίζας Ντεκάστρο) 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ