Όταν η ηλεκτρονική μουσική αγαπά την ποίηση (του Γιάννη Μουγγολιά)

0
501

 

του Γιάννη Μουγγολιά

Ο δημιουργικός καλλιτεχνικός και πνευματικός διάλογος των Γιάννη Μουρτζόπουλου και Χρήστου Μαρκίδη όπως αποτυπώθηκε στον ψηφιακό δίσκο «Γενέθλια Ζέμπρα».

 

Η κυκλοφορία του cd «Γενέθλια Ζέμπρα» των Γιάννη Μουρτζόπουλου (μουσική σύνθεση και εκτέλεση) και Χρήστου Μαρκίδη (ποίηση-απαγγελία) στον περιορισμένο αριθμό των 100 αντιτύπων μάς αποκαλύπτει τη συναρπαστική συνάντηση δύο σημαντικών προσωπικοτήτων του σύγχρονου πολιτισμού μας, που με μια συνεπή και ουσιαστική πορεία δημιουργούν μακριά από τα διαθλαστικά φώτα της διασημότητας. Ο Γιάννης Μουρτζόπουλος, πανεπιστημιακός με αντικείμενο την Ηλεκτροακουστική και την Ψηφιακή Τεχνολογία Ήχου, συνθέτης και μουσικός με εξαιρετικό έργο και ο Χρήστος Μαρκίδης ζωγράφος και ποιητής μεγάλων αξιώσεων, και οι δυο γεννημένοι στη Δράμα, ακολουθούν ο καθένας τη σεμνή και δημιουργική πορεία του. Η «Γενέθλια Ζέμπρα» αποτελεί τη δεύτερη απόπειρα του Μουρτζόπουλου να προσεγγίσει μουσικά ποίηση μετά την προσπάθειά του στον χώρο αυτό με την ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη στον δίσκο του «Το Ποτάμι» (Low Impedance, 2009)

O Μουρτζόπουλος με τα ονειρικά ηλεκτρονικά του ηχοτοπία στήνει μοναδικές ατμόσφαιρες και εκπληκτικές ρέουσες μουσικές μορφές εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες των υπολογιστών και της τεχνολογίας για να αναδείξει την ποίηση και να δημιουργήσει ένα σύγχρονο μουσικό έργο. Μια εξόχως πρωτοποριακή μουσική αναπτύσσεται γύρω από τη μήτρα μιας ιδιάζουσας ποιητικής γλώσσας που ακολουθεί τις ανάσες και αναφέρεται στις ρίζες και στην παράδοση με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αυθεντικότητα. Σε καμιά περίπτωση εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τη μελοποίηση έτσι όπως την έχουμε συναντήσει στο παρελθόν. Ο Μουρτζόπουλος αφήνει την έμπνευσή του να λειτουργήσει έχοντας μια διαρκή συνομιλία με την ποίηση του Μαρκίδη. Με συνειρμούς καίριους (όπως στις ανατολικότροπες μουσικές νύξεις που υπογραμμίζουν χαρακτηριστικές λέξεις της ποίησης: «ταϊζουν την Ανατολή και πολεμούν τη Δύση / να σταυρωθεί ο γίγαντας, να βγάλει το μεράκι» ή τις ηχητικές μιμήσεις της βροχής στο «Στόχαστρο») και ξεπερνώντας στεγανά που ταιριάζουν στις υφολογικές κατευθύνσεις και στα μουσικά είδη, οι συνθέσεις του κινούνται με ευελιξία, σχολιάζουν μουσικά τον λόγο και συνομιλούν μαζί του δημιουργώντας ένα αδιαίρετο σύνολο μουσικής και ποίησης, ένα νέο ποιητικό αποτέλεσμα που στέκεται με εξαιρετική φυσικότητα. Οι εκπλήξεις διαδοχικές όπως και οι έντονες συγκινησιακές φορτίσεις εκλύονται και εκτονώνονται με αμεσότητα μέσα στα ηχητικά περιβάλλοντα που δομούνται σταδιακά και εξελικτικά. Έργο εσωτερικού παλμού, με μινιμαλιστικά μοτίβα, άκρως υποβλητικό και συχνά μυσταγωγικό, καθηλώνει τον ακροατή θέτοντάς τον στο κέντρο μιας διαβαθμισμένης μύησης. Ο Μουρτζόπουλος εμπνέεται έχοντας αφετηρία την ποίηση και δημιουργεί με τη μουσική του εκ νέου ποίηση. Με τον δικό του ιδιοσυγκρασιακό τρόπο, με γνήσιο, σχεδόν βιωματικό βλέμμα και όραμα και χωρίς τον διανοουμενίστικο ακαδημαϊσμό να τον δυναστεύει. Με τα δικά του πειράματα, τις δικές του αλχημείες, πειράζοντας πλήκτρα και προγραμματισμούς στο συναρπαστικό του εργαστήριο. Εκεί που οι ήχοι, οι καθυστερήσεις τους, οι επαναλήψεις τους, η αλληλουχία τους, οι εκρήξεις τους και ο τρόπος που «σβήνουν», γεννώνται ως προέκταση μιας βαθιάς πνευματικής και συναισθηματικής λειτουργίας. Είναι απόλυτα κύριος και γεννήτορας της μουσικής του χωρίς να σύρεται πίσω από τις δυνατότητες που του προσφέρει η τεχνολογία. Κι αυτό είναι ένα σημείο-κλειδί στη συνθετική και εκτελεστική του προσέγγιση. Με προσωπικό φίλτρο χειρίζεται τον υπολογιστή και στήνει τη δική του αφήγηση που πατά στο δικό του σενάριο για μια κινηματογραφική ταινία που δεν βλέπουμε αλλά ακούμε ή ίσως και να φανταζόμαστε ότι βλέπουμε. Μέσα στο πλαίσιο αυτό αντιμετωπίζει την ποίηση, φαινομενικά εξωμουσικό προϊόν και έργο λόγου, και την ενσωματώνει στο μουσικό έργο δίνοντάς της ρόλο πυρήνα. Η μουσική του Μουρτζόπουλου αναπτύσσεται με μια σπάνια πνοή αγγίζοντας ποικίλες μορφές και μεταμορφώσεις του ηλεκτρονικού σύμπαντος ενεργοποιώντας μια ελευθερία που προσεγγίζει τον λόγο και ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται από μια ζηλευτή ισορροπία αυτονομίας και διαλόγου. Η μουσική του παίρνει τον χώρο και τον χρόνο της μέσα από τις εισαγωγές των συνθέσεων, μεταμορφώνεται ακολουθώντας σε ουσιαστικό συγχρονισμό την ποίηση του Μαρκίδη, με την οποία συνδέεται με μια σχέση διαρκούς ανατροφοδότησης.

Μια ποίηση βαθιά εσωτερική, κρυπτική, αινιγματική, ελλειπτική, σαρκαστική, δονούμενη από υπαρξιακή αγωνία, πολλές φορές παραληρηματική και ιλιγγιώδης, στοχαστική, οριακή και αποκαλυπτική με την έννοια που αντιμετωπίζει τη ζωή, τον θάνατο, το «τέλος», συχνά με επιρροές από την αρχέγονη ουσία, παράδοση και ιστορία, με αναφορές στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και στην ορθοδοξία, ακριβής πνευματικότητας, γεμάτη εικόνες, φιλοσοφικό υπόβαθρο και σύμβολα, ωστόσο με σπάνια αμεσότητα που ενδύεται συχνά προστακτικές («Γενέθλια Ζέμπρα» και «Έξοδος») και δεύτερο πρόσωπο στα ρήματα («Το Στόχαστρο»). Ποίηση της γέννησης και του θανάτου, του σκότους και του φωτός, που αναδύεται μέσα από την σύγκλιση και απόκλιση των αντιθέτων («είναι λεπτό το σημείο ανάμεσα στο τρυφερό και το άγριο / ανάμεσα στο έλατο και στης φωτιάς το σινιάλο / ανάμεσα στο διάσελο και της αναμονής το λεπίδι» στην «Έξοδο» και «τα χελιδόνια κύκλους νοητούς σταυρώνουν / αλώνοντας με φως την έννοια θλίψη» στην «Ακριβή Μητέρα»), τη σύγκρουση ύλης και πνεύματος, με την ιστορία και τη μνήμη πηγές νοήματος, εξέλιξης και μετάβασης στο τώρα και στο αύριο. Ποίηση που ακολουθεί τελετουργικούς εσωτερικούς ρυθμούς, η οποία υποστηρίζεται από μια επίσης τελετουργική μουσική (έξοχο παράδειγμα η συγκλονιστική «Δοϊράνη»). Οι στίχοι του Μαρκίδη αποκαλύπτονται και αποκαλύπτουν σκάβοντας βαθιά μέσα του και μέσα μας. Κινητοποιούν το πνεύμα, εγείρουν τις αισθήσεις, δημιουργούν ρήγματα αλλά ανοίγουν και διεξόδους χωρίς διδακτισμούς. Απουσία περιττών επιθέτων και καλλωπισμών, ο Μαρκίδης «ζωγραφίζει» με το βαθύτατο νόημα των λέξεων και την ιδανική χρήση και σύνδεσή τους, μένει στα ουσιαστικά και στα ρήματα, πλάθει μεταφορές ως απότοκο της συμβολικής του ποίησης και σηκώνει το βλέμμα στο γκρίζο ημίφως για να διαλύσει την άβυσσο και να παράξει φως. Φως καθαρό, λυτρωτικό, ακέραιο.

Ιδανικός εκφραστής που σωματοποιεί τον ποιητικό λόγο, η απαγγελία του Μαρκίδη που, με την εκφραστική πληρότητά της, την επιβλητικότητα που αρμόζει πλήρως στο ποιητικό βάρος του έργου του και μια σπάνια αποστασιοποίηση, αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή του ηχητικού αποτελέσματος. Υπάρχουν στιγμές που η ακρόαση μοιάζει με εφιαλτικό όνειρο και ηλεκτρονική συμφωνία του ζόφου, υπάρχουν και στιγμές που ένα διαπεραστικό, εκτυφλωτικό φως ξεπηδά μέσα από τα ασφυκτικά περιθώρια και τις στενές χαραμάδες. Ποίηση καταβύθισης στα ανθρώπινα και ταυτόχρονα ποίηση ενατένισης του απείρου, με τη φύση και το σύμπαν να συγκροτούν ένα αέναο πάρε δώσε εσωτερικής φλόγας και περιβάλλοντος, γήινου και υπερβατικού. Αλλά αυτός άλλωστε δεν είναι ο προορισμός της σπουδαίας ποίησης και της σπουδαίας μουσικής; Να δώσει φτερά στα συναισθήματα να μας κατακλύσουν. Δίσκος για επανειλημμένες ακροάσεις.

Κλείνω με ένα αγαπημένο μου ποίημα, γραμμένο από τον Χρήστο Μαρκίδη με τίτλο «Η Στέρνα» που έτυχε της υποδειγματικής και εμπνευσμένης προσέγγισης του Γιάννη Μουρτζόπουλου:

Η Στέρνα

Είναι μια θύρα στη μέση της στέρνας

κάθε τόσο ανοίγει

και από μέσα ξεπετάγονται άγγελοι.

Όταν με πλησιάζουν διαιωνίζομαι

όταν λαλούν υπακούω.

Μα η άνοιξη εφέτος δε νογά

μον’ συνοψίζει στη μνήμη μου

τα ανομήματα που κάποτε δικαιώνουν το άστρο.

Με το λεπίδι του πόρφυρα για οδηγό.

Με το περίβλεπτο του Ιωνάθαν για γρύλο.

Στον δίσκο και στην αρχιτεκτονικά άψογη δομή και ηλεκτρονικά ευφυή συνθετική οπτική του Μουρτζόπουλου, τη δική τους κεφαλαιώδη θέση έχουν έξι ακόμα ποιήματα του Μαρκίδη σε απαγγελία του ίδιου του ποιητή. Πρόκειται για τα ποιήματα «Το Στόχαστρο», «Ακριβή Μητέρα», «Γενέθλια Ζέμπρα», «Ένα του ορυκτού», «Έξοδος» και «Δοϊράνη».

Και βέβαια στο εξώφυλλο της «Γενέθλιας Ζέμπρας» είναι παρών ο ζωγράφος Χρήστος Μαρκίδης αφού το κοσμεί ένας πίνακάς του με ένα νυχτερινό τοπίο όπου δυο φεγγάρια καθρεφτίζονται στη λίμνη (ας την βαφτίσουμε «Δοϊράνη» κι ας είναι το μυαλό μας και οι αισθήσεις μας παντός χώρου και τόπου) στη δεύτερη πολύ σημαντική καλλιτεχνική, πνευματική θα λέγαμε, ιδιότητά του που εδώ σηματοδοτεί μια άρρηκτα συνδεδεμένη ερμηνεία με τα σημαίνοντα της ποίησής του.

 

 

 

Ολόκληρο τον δίσκο μπορείτε να τον ακούσετε εδώ:

https://on.soundcloud.com/3MzCq

 

Προηγούμενο άρθρο100 χρόνια Kurt Vonnegut (μια άγνωστη συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)
Επόμενο άρθροπ.Χ. – προ Χριστουγέννων (διήγημα του Γιάννη Πάσχου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ