της Βαρβάρας Ρούσσου
H Άννα Γρίβα εξέδωσε την πέμπτη ποιητική συλλογή της, Δαιμόνιοι, έχοντας οικοδομήσει ένα ιδιαίτερο σύμπαν, ιδίως από τη δεύτερη (Οι μέρες που ήμασταν άγριοι 2012 εκδ. Γαβριηλίδης), όπου θεματικοί άξονες, σκηνικοί χώροι, τροπικότητες και μορφολογικές επιλογές σταδιακά παγιώθηκαν. Μια συνομιλία, ένα είδος συνέχειας συνδέει τα βιβλία της δημιουργώντας μια ευρύτερη ενότητα. Έτσι, η πρόσφατη συλλογή της αφενός συνιστά σύνθεση δομημένη πάνω σε έναν άξονα αφετέρου βρίσκεται σε άμεση συνομιλία με την προηγούμενη (Σκοτεινή κλωστή δεμένη, 2017) κυρίως θεματικά και μορφικά. Μπορούμε δηλαδή να ανιχνεύσουμε στη Σκοτεινή κλωστή τον αρχικό πυρήνα που τροφοδότησε τους Δαιμόνιους. Η παραδοσιακά εναρκτήρια φράση του μύθου (κόκκινη κλωστή δεμένη…), παραποιημένη ώστε να οδηγεί σε σκοτεινές ατραπούς του, δημιούργησε μια πινακοθήκη πορτρέτων μυθικών χαρακτήρων. Στους Δαιμόνιους ο τίτλος-επίθετο αποδίδεται στις μορφές, χαρακτηρίζοντάς τες ήδη πριν την ανάγνωση, ενώ συντελείται η μεταφορά από το μύθο στην ιστορία, ένα είδος ενηλικίωσης, που προσκαλεί για συνανάγνωση των δύο συλλογών.
Η αυθεντικότητα των μορφών στους Δαιμόνιους κατακυρώνεται από την ιστορικότητά τους, από την παρουσία δηλαδή στον τίτλο της χρονικής ένδειξης, αν και το ζήτημα της συλλογής δεν είναι (κυρίως) η ιστορική αυθεντικότητα. Ο διάλογος με την ιστορική περίοδο δεν περιορίζεται στον τίτλο αφού ουσιαστικά κατασκευάζει ένα δυναμικό πλαίσιο ανάγνωσης που επιβάλλει την ένταξη του χαρακτήρα στο συγκείμενό του, χωρίς να αποκλείει το συσχετισμό του προσώπου με το σήμερα. Σε κάθε περίπτωση το πρόσωπο συνήθως βρίσκεται σε δυσαρμονία με την εποχή του και τον περίγυρο ή τα υπερβαίνει.
Ντάντε, Ιωάννα της Λωρραίνης, Υπατία, Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, Γαλιλαίος, Τζούλια Γκονζάγκα και άλλοι που αντιστάθηκαν με τις ιδέες, την τέχνη ή τη ζωή τους στο κατεστημένο της εποχής τους, Σενέκας, Κρεμονίνι, Καρτέσιος, Σαπφώ, Ρουντέλ, Λέων Σγουρός και άλλα πρόσωπα του βιβλίου έζησαν και πέθαναν μένοντας πιστοί στο ιδανικό τους. Ο προσωπικός κώδικας τιμής που η ηρωίδα υπερασπίζεται σκοτώνοντας τον ιππότη που την έσωσε επειδή την είδε γυμνή («Τελευταία μετάληψη της Giulia Gonzaga»: «Σαν να μην ήταν φόνος αυτός/ παρά μονάχα η εκπλήρωση/ του δικού της παράφορου νόμου.»). Η πίστη στο ιδανικό ή στην ιδέα που λειτουργεί διαθλαστικά μεταποιώντας το πραγματικό σε ονειρικό/φανταστικό, σε όραμα αλλαγής του κόσμου [«1321 Ο θάνατος του Dante Alighieri στην εξορία»: βουβή ανησυχία/ για όσα περνούν μέσα απ’ την ύλη/ και μένουν πάντα άπιαστα» και «1431 Η Ιωάννα της Λωραίνης στο κελί της»: «Απ’ τη σχισμή του τοίχου/ τρύπωσε μια λιβελούλα/κι όταν εστάθη στα μαλλιά της/εκείνη φώναξε/ πως ήρθε ο άγγελός της/…τότε το έντομο την πήρε στη ράχη του/κι άρχισαν κι οι δυό ν’ αστράφτουν».]. Η επιστολή στον Γαλιλαίο από την κόρη του, αντανακλώντας μια οικογένεια που γίνεται οικεία μόνο στον ουρανό και απόμακρη στη γη: «αν μια μέρα ατενίσετε στον ουράνιο θόλο/ ένα άγνωστο αστέρι/θα είμαι εγώ./ Μετρήστε την ακτίνα μου/ τις εκλείψεις των φεγγαριών μου/τις ακριβείς περιστροφές μου/».
Η συμπερίληψη μαζί με τα «γνωστά» ιστορικά πρόσωπα μορφών μη ιστορικά «καταγεγραμμένων», άγνωστων (ίσως και φανταστικών αλλά αυτό δε μειώνει τη σημασία της παρουσίας τους) διευρύνει την έννοια της ιστορίας και του ιστορικού πεδίου. Πέντε ποιήματα αποτυπώνουν στιγμές μιας ανώνυμης καθημερινότητας που υπενθυμίζει την πολλαπλότητα του δαιμονίου (3000 π.Χ. Φυλακτό κυνηγού», «2019. Στη φίλη μου που ήρθε από μακριά», «1760. Αγαρηνών αιχμάλωτη» «7ος αι. π. Χ. Τάφος γυναίκας», 1ος αι. μ. Χ. «Γράμμα σε πάπυρο».
Και σε άλλες ποιητικές συλλογές παρατήρησα ότι δίνεται ο λόγος σε βουβά πρόσωπα, που δεν διαδραμάτισαν ιδιαίτερο ρόλο στα συμβάντα των καιρών τους. Καθώς ο ποιητικός φακός εστιάζει στις ατομικές μικροϊστορίες, τους δίνει φωνή για να αποκατασταθεί η ιστορική ροή όχι ως το έργο λίγων μονάδων που οδήγησαν ανώνυμα πλήθη αλλά ως προσωπική βίωση των ιστορικών συμβάντων. Δίνω ως πρόσφατο παράδειγμα, παρότι το εγχείρημα εδράζεται σε άλλες βάσεις και στοχεύει αλλού συγκριτικά με τους Δαιμόνιους, τη συλλογή Η θήβα μέμφις του Γιάννη Δούκα, όπου μια μακρά σειρά προσώπων γνωστών και μη βγαίνει από το ιστορικό παρασκήνιο και φωτίζεται. Η Γρίβα όμως χρησιμοποιεί τον τρόπο διαφορετικά διατρέχοντας την ιστορία με άξονα το δαιμόνιο σταματώντας σε μορφές που διακατέχονται από δαίμονα- θεϊκό οίστρο κάθε είδους. Στο ιστορικό συγκείμενο είτε ως ανώνυμος παρατηρητής αφηγείται την -τελική επιθανάτια- κρίσιμη στιγμή προσώπων είτε τους παραχωρεί ένα μονόλογο που αυξάνει την ένταση του ποιήματος.
Τα νήματα που συνδέουν τις μορφές της Γρίβα είναι μορφές του δαιμονίου και δεν συνδέονται μόνο με την εμμονική υπεράσπιση του προσωπικού οράματος. Είναι η δυνατότητα της τέχνης να αλλάξει τον κόσμο κόντρα στους πολλούς («600 π.Χ. Σαπφώ και Κλεΐς»: «όταν εκείνη τραγουδούσε/για τη μικρή Κλεΐδα της/…το σπίτι τους λουζόταν μ’ ένα φως/ που έρρεε απ’ τα έγκατα/» και «1616 Η Artemisia Gentileschi στο εργαστήριό της»: Και τότε άνοιξαν τα χρώματα/ σαν καταρράκτης/ και η μορφή της/βιβλική/ αρχαία/ με τα μαλλιά ολόμαυρα/στάθηκε μπρος της/». Είναι το φύλο που η Γρίβα το αξιοποιεί όσο καλύτερα μπορεί με τις γυναικείες μορφές που διαγράφουν την ξεχωριστή πορεία τους -συνήθως μέσω του έργου τους αλλά και με τη ζωή τους- ενάντια στο ανδροκρατούμενο κυρίαρχο πατριαρχικό κατεστημένο. Το φύλο λειτουργεί ως δαιμόνιο που κινητοποιεί τους γυναικείους χαρακτήρες της Γρίβα: Ιωάννα της Λωρραίνης, Σαπφώ, Τζεντιλέσκι, Υπατία, Γκονζάγκα, Αγαρηνών αιχμάλωτη αλλά και η ανώνυμη φίλη.
Το διακύβευμα της συλλογής τοποθετείται στο χώρο της τροπικότητας και της γλώσσας. Η γλώσσα είναι λιτή, σχεδόν περιγραφική απ’ όπου όμως λείπουν τα πολλά επίθετα ώστε ο χαρακτήρας να αναδυθεί από τη λιτή αφήγηση ή τον μετωπικό μονόλογο. Μικροαφηγήσεις, ευθύς λόγος με αφοπλιστική απλότητα, επίθετα καίρια ζυγισμένα, στίχοι σύντομοι, ολιγοσύλλαβοι που σε πολλά ποιήματα οδηγούν προς έναν καθαρτήριο τελικό στίχο, αίσθηση πεζού λόγου που την υπονομεύει η συντομία των στίχων, προφανής θεατρικότητα, απομάκρυνση από τα σχήματα, και περιορισμός των μεταφορών ακόμη και τότε που η κυριολεξία αποδίδει τη μετάβαση στο ονειρικό (όπως στην Ιωάννα της Λωρραίνης) είναι οι τρόποι της Γρίβα. Διαμορφώνεται έτσι μια ποίηση που απομακρύνει την κρυπτικότητα αλλά η διαστρωμάτωσή της δεν την αφήνει να παραμένει απλή. Η Γρίβα πίσω από το φαινομενικά απλό οικοδομεί επίπεδα που αποκαλύπτονται σταδιακά στον αναγνώστη.
Άννα Γρίβα, Δαιμόνιοι, Μελάνι 2020
Βρες το εδώ