Ήταν η πλέον αναμενόμενη παράσταση για φέτος. Μέρες πριν υπήρχε προσμονή, αδημονία, σχεδόν προαποφασισμένη αποδοχή, ακόμα κι από όσους ποτέ ίσως δεν έχουν παρακολουθήσει την ξεχωριστή, προσωπική και διακριτή σκηνική γλώσσα του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Κι αυτό γιατί ήταν η επιστροφή, έπειτα από 20 χρόνια, ενός κορυφαίου Έλληνα σκηνοθέτη στην Επίδαυρο, για πρώτη φορά με το Εθνικό Θέατρο, με την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τη μόνη σωζόμενη τριλογία του αρχαίου δράματος, αλλά και γιατί είχε το πιο εντυπωσιακό promotion που έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια, καλλιεργώντας επιτυχημένα την προσδοκία του κοινού, δημιουργώντας event και κάνοντας δύο απόλυτα (πραγματικά) sold out στην Επίδαυρο, δηλαδή 9.500 εισιτήρια για την κάθε μέρα.
Το κοινό –με πάρα πολλές παρουσίες από το χώρο του θεάτρου- έφτασε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου γνωρίζοντας τη μεγάλη διάρκεια της παράστασης, 3 ώρες και 20 λεπτά, και αντίκρισε μια γυμνή αλλά γεωμετρικά σχεδιασμένη ορχήστρα, που είχε μόνο μια ξύλινη κυκλική πλατφόρμα να την σκεπάζει, χωρισμένη σε τεταρτημόρια. Και πίσω υπήρχε η είσοδος στο ανάκτορο. Απλή, σιδερένια, ίσως λίγο σκουριασμένη… Περιμετρικά της ορχήστρας υπήρχαν σωροί με ματωμένα σεντόνια, που χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές, με διάφορους τρόπους στην παράσταση. Από την αρχή ως το τέλος της.
Ξεκινάμε με τον «Αγαμέμνονα» και με την εμφάνιση του φύλακα, που παρακολουθεί για χρόνια πότε θ’ ανάψουν οι φρυκτωρίες, τα σήματα φωτιάς από τη μακρινή Τροία, που θα στέλνουν το μήνυμα ότι η Τροία έπεσε. Τα φώτα στο κοίλον είναι ακόμα ανοικτά. Γιατί ο φύλακας (συγκινητικός Τάσος Δήμας) μοιάζει ένας από μας. Και γιατί αμέσως υπογραμμίζεται ότι αυτό που θα δούμε είναι θέατρο, με το σκόπιμο άκουσμα της φωνής υποβολέα, όταν, τάχα, ξεχνάει τα λόγια του ο φύλακας. Ένα σμήνος από μύγες τον κυνηγάει (μια ευθεία συνομιλία με τις «Μύγες» του Σαρτ που στον μύθο των Ατρειδών βασίζονται), δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο τις συνθήκες που ζει εδώ και χρόνια. Κι αμέσως μετά εμφανίζεται ο χορός, ίσως ο πιο άψογα δουλεμένος, ο πιο ακριβής –χειρουργικά ακριβής-, ο πιο εντυπωσιακός χορός που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Και κράτησε αυτή την εικόνα μέχρι το τέλος της τριλογίας χαρίζοντάς μας μερικές από τις ωραιότερες εικαστικές όψεις σε παραστάσεις αρχαίου δράματος. Σωματικό και τελετουργικό είναι το θέατρο του Θεόδωρου Τερζόπουλου και μας έδειξε το ύφος και τη φόρμα του -αυτήν που ακολουθεί εδώ και χρόνια και με την οποία έχει παρουσιάσει παραστάσεις σε όλο τον κόσμο- σε πλήρη ανάπτυξη. Ένα σκηνικό ύφος, που αναμφίβολα απέχει από τη συναισθηματική συμμετοχή ή μέθεξη, αλλά αυτό είναι το σκηνικό ύφος του Τερζόπουλου, και οφείλει να το γνωρίζει κανείς αποφασίζοντας να δει μια παράστασή του. Μια σκηνική φόρμα που είναι ασφαλώς αποστασιοποιημένη, μπρεχτική, όπως κυρίως ήταν η «Ορέστειά» του. Η ιδιαίτερη και πομπώδης εκφορά του λόγου το υπογράμμιζε, με κάποιους από τους ηθοποιούς να την μεταφέρουν πιο έντονα, όπως ο Αγαμέμνων του Σάββα Στρούμπου και η Κλυταιμνήστρα της Σοφίας Χιλλ. Ίσως γιατί οι δύο αυτοί συμβόλιζαν την έπαρση και την αλαζονεία της εξουσίας, τον ψεύτικο λόγο και τη σκοπιμότητα. Παρά το ιδιαίτερο ύφος της εκφοράς, η ιστορία ακούγεται, οι χαρακτήρες είναι διακριτοί, η άρτια, πεζολογική μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου φτάνει στο κοίλον, παρότι συχνότατα η όψη κλέβει την παράσταση. Η εικονοποίηση εμβληματικών σκηνών μαζί με τους μοναδικούς φωτισμούς (που επιμελήθηκε, ως συνήθως, ο ίδιος ο Θεόδωρος Τερζόπουλος) έστησαν κορυφαίες εικόνες, δημιουργώντας εικαστική ανάταση, δίπλα στην πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Παναγιώτη Βελιανίτη που συνομιλούσε εύστοχα με κάθε σκηνική εικόνα. Όπως το περίφημο κόκκινο χαλί που στρώνει η Κλυταιμνήστρα για να καλωσορίσει στο παλάτι τον Αγαμέμνονα λίγο πριν τον σκοτώσει. Πραγματικά αξέχαστη, συναρπαστική σκηνή, όταν αυτό το κόκκινο χαλί είναι στρωμένο από τα σώματα των ηθοποιών του χορού, από τους νεκρούς στρατιώτες δηλαδή, αφού «αντί για άντρες, υδρίες νεκρικές στου καθενός το σπίτι επιστρέφουν». Και από πάνω τους περνάει ο Αγαμέμνων. Το ίδιο εντυπωσιακή, ίσως η πιο συναισθηματική, η πιο γήινη στιγμή της παράστασης, ήταν η Κασσάνδρα της νεαρής Έβελυν Ασουάντ –μάλλον η πιο καθηλωτική Κασσάνδρα που έχω δει. Όπως και το μοιρολόι της, όπως και το αραβικό τραγούδι που λέει –τι φωνή!- λίγο πριν ανέβει τα σκαλιά του κοίλου για να εξαφανιστεί… Όπως και το λευκό κουκούλι του θανάτου που τυλίγει την Κλυταιμνήστρα, όπως και η κόκκινη βεντάλια της ισχύος και της σκληρότητας, που λίγο αργότερα περνάει στα χέρια του Αίγισθου (Δαυΐδ Μαλτέζε, που έκανε μία ξεχωριστή ερμηνεία).
Στις «Χοηφόρους» ακολουθήθηκε η ίδια όψη, ο ίδιος σκηνικός δρόμος, δηλαδή η έμφαση στο εικαστικό και στο σωματικό, με το μπλε χρώμα να κυριαρχεί σ’ αυτή την τραγωδία (το κόκκινο κυριαρχούσε στον «Αγαμέμνονα»), με επίσης έξοχα εικαστικά σημεία του χορού, με αποτέλεσμα όμως να απομειωθεί η πάντα συναρπαστική σκηνή της αναγνώρισης του Ορέστη (Κωνσταντίνος Κοντογεωργόπουλος, ανταποκρίθηκε πολύ καλά στον πρώτο του ρόλο μετά την αποφοίτησή του), με την Ηλέκτρα (Νιόβη Χαραλάμπους) και η ταραχή να μεταδοθεί από την άψογη, πάντα, κίνηση των σωμάτων του χορού. Παρά την έντονα στομφώδη εκφορά και του Ορέστη, οι συσπάσεις των μυών του προσώπου έδειξαν τη δίνη, το δίλημμα και τα πάθη που τον κατέτρωγαν λίγο πριν δολοφονήσει τη μητέρα του, την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της, τον Αίγισθο. Και τότε αναλαμβάνουν οι θεοί. Όχι όμως σαν θεϊκό στοιχείο. Ήταν αλλιώς οι θεοί του Τερζόπουλου. Ήταν διαμεσολαβητές μιας εξουσίας που διαμορφώνεται, παρεμβαίνουν σαν διαπραγματευτές για να επιφέρουν την τάξη και την ισορροπία σε μια κοινωνία που αλληλοσκοτώνεται, επιδιώκουν ως άλλος ΟΗΕ, να βάλουν κανόνες και όρια στις συμπεριφορές των ανθρώπων. Και ιδρύουν θεσμούς, ισχυρούς, καθοριστικούς, διαχρονικούς. Όπως η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη. Και οι Ερινύες γίνονται Ευμενίδες, και προσπαθούν να συμφιλιώσουν τις διαμάχες των ανθρώπων και των λαών. Οι Ερινύες, που κρατούν τη μνήμη, τον πόνο και την αντίδραση, πηγαίνουν στα έγκατα της γης. Αλλά σ’ αυτό το σημείο βάζει τη δική ισχυρή ανάγνωση και θέση ο Θεόδωρος Τερζόπουλος. Επισημαίνει την ιστορική στιγμή, αλλά αμφιβάλλει για την εφαρμογή των αποφάσεων και τη λειτουργία των θεσμών στη διάρκεια του χρόνου. Κάνει την Αθηνά του (υπέροχη Αγλαΐα Παππά) ειρωνική, δεσποτική, χειριστική, τεχνοκράτισσα σχεδόν, αποφασισμένη όλα να τακτοποιηθούν, σχεδόν απειλώντας αν δεν… Κάνει, θα μπορούσα να πω, την όψη και τον ρυθμό σ’ αυτό το μέρος της τριλογίας πιο «μεταμοντέρνα», οπωσδήποτε πιο σχολιαστικά ως προς το σήμερα. Με αποκορύφωμα την τελική πινελιά του σκηνοθέτη, αμέσως μετά το τέλος του μονολόγου της Αθηνάς, αμέσως μετά την τακτοποίηση των θεσμικών εκκρεμοτήτων, οπότε δηλώνεται ευθέως ότι η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη πάσχουν, χωλαίνουν. Στη μέση της ορχήστρας είναι ένα αγόρι, μπερδεμένο μέσα σε ματωμένα σεντόνια και από τα μεγάφωνα αρχίζουν ν’ ακούγονται ήχοι βομβαρδισμών, πυροβολισμών, πολέμου, και φράσεις που αναφέρονται σε διάφορα εμπόλεμα σημεία του κόσμου, με έμφαση στη Γάζα, σε αμερικανικούς διαλόγους και «welcome».
Ανήκω σε όσους πιστεύουν ότι τα κλασικά κείμενα είναι απαραίτητο να συνομιλούν με σύγχρονες εμπειρίες και προβληματισμούς, γι’ αυτό άλλωστε είναι σπουδαία, γιατί μπορούμε μέσα από αυτά να διαβάσουμε όσα διαχρονικά απασχολούν την ανθρωπότητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πιστεύω ότι αυτός ο ξεκάθαρος σύγχρονος πολιτικός σχολιασμός εντάχθηκε (και διήρκεσε αρκετά) χωρίς συνδεθεί ομαλά με το προηγηθέν ύφος της παράστασης. Λειτούργησε απλώς σαν δήλωση, σαν τοποθέτηση, σαν κατακλείδα, σαν σύνθημα.
Παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις και επισημάνσεις, ειδικά για τη σκηνική διαχείριση του φινάλε της τριλογίας, αυτή η παράσταση ήταν μια οφειλόμενη τιμή από το πρώτο θέατρο της χώρας στη διαδρομή ενός μεγάλου καλλιτέχνη με εντελώς προσωπική και αναγνωρισμένη «γλώσσα», έδειξε σε ένα ευρύτατο κοινό τον τρόπο που ο Θεόδωρος Τερζόπουλος προσεγγίσει πεισματικά, όλα αυτά τα χρόνια, το θέατρο, μας αποζημίωσε με την ακρίβεια, την τελετουργική εκτέλεση της κίνησης και την όψη της, μ’ έναν από τους ωραιότερους χορούς που έχουμε δει, με την αφοσίωση και τη δουλειά όλων των συντελεστών της και αναμφίβολα ήταν ένα από τα γεγονότα του καλοκαιριού. Κρατώ ως την πιο συγκινητική στιγμή της Παρασκευής, την ώρα που ο Θεόδωρος Τερζόπουλος έρχεται στην ορχήστρα για να υποκλιθεί. Κοντοστέκεται για λίγο πίσω από τον παρατεταγμένο θίασο, προσπαθεί να ανασυνταχθεί και να διαχειριστεί τη συγκίνηση και τα δάκρυά του και προχωρά προς το κοινό. Και αποθεώνεται.
Η «Ορέστεια» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου θα κάνει μια μικρή περιοδεία. Πρώτη στάση την Παρασκευή 19 Ιουλίου, στο Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης.
Μια πολύ καλή κριτική, που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη.
Ήμουν κι εγώ στην παράσταση της Παρασκευής: σκέφτηκα, ένας Τερζόπουλος και μία Ορέστεια – αυτό πρέπει να το δω οπωσδήποτε! Και φυσικά δικαιώθηκα.
Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου τόσο υπέροχο Χορό τραγωδίας, τόσο άψογο και τόσο τραγικό.
Οι πινελιές Τερζόπουλου με τα ψεύτικα, βεβιασμένα γέλια των Κλυταιμνήστρα και Αίγισθου, με τα δύο συγκλονιστικά μοιρολόγια, το ανατριχιαστικό “σήκω παιδί μου από τη γη κι από το μαύρο χώμα” και το υπέροχο αραβικό – ευθεία σύνδεση με τις σφαγές στη Γάζα, τη φωνή του υποβολέα στο πρώτο λεπτό της παράστασης και την πάλη του με τις μύγες – σαν το σκυλί που είχε καταντήσει περιμένοντας και υπακούοντας (αλίμονο), ήταν μοναδικές και υπηρέτησαν με τέχνη κι ευστροφία την πλοκή και τη σύνδεση με την εποχή μας. Χαίρομαι που ανήκετε κι εσείς σ΄αυτή τη μερίδα ανθρώπων που πιστεύουν ότι τα κλασικά κείμενα πρέπει να συνομιλούν με την εποχή στην οποία παρουσιάζονται. Άλλωστε το αρχαίο θέατρο γεννήθηκε μέσα σ΄αυτό ακριβώς: τη λαϊκότητα και το σαφή πολιτικό και κοινωνικό σχολιασμό. Αυτό ο Τερζόπουλος το πέτυχε, χωρίς να χαλαλίσει τίποτα από τη σαγήνη και τα επίπεδα του μύθου. Και χωρίς ν΄αφήσει το θέατρο να γίνει όχημα/άρλεκιν που θα μας ταξιδέψει μακριά από τη (δύσκολη) καθημερινότητα.
Τα cookies είναι σημαντικά για τη σωστή λειτουργία του oanagnostis.gr και για την βελτίωση της δικής σας εμπειρίας όταν το επισκέπτεστε. Πατήστε το «Ναι» για να αποδεχτείτε τα cookies και το «Όχι» για τη μη αποδοχή τους. ΝαιΌχιΠερισσότερα
Privacy & Cookies Policy
Privacy Overview
This website uses cookies to improve your experience while you navigate through the website. Out of these cookies, the cookies that are categorized as necessary are stored on your browser as they are essential for the working of basic functionalities of the website. We also use third-party cookies that help us analyze and understand how you use this website. These cookies will be stored in your browser only with your consent. You also have the option to opt-out of these cookies. But opting out of some of these cookies may have an effect on your browsing experience.
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.
Μια πολύ καλή κριτική, που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη.
Ήμουν κι εγώ στην παράσταση της Παρασκευής: σκέφτηκα, ένας Τερζόπουλος και μία Ορέστεια – αυτό πρέπει να το δω οπωσδήποτε! Και φυσικά δικαιώθηκα.
Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου τόσο υπέροχο Χορό τραγωδίας, τόσο άψογο και τόσο τραγικό.
Οι πινελιές Τερζόπουλου με τα ψεύτικα, βεβιασμένα γέλια των Κλυταιμνήστρα και Αίγισθου, με τα δύο συγκλονιστικά μοιρολόγια, το ανατριχιαστικό “σήκω παιδί μου από τη γη κι από το μαύρο χώμα” και το υπέροχο αραβικό – ευθεία σύνδεση με τις σφαγές στη Γάζα, τη φωνή του υποβολέα στο πρώτο λεπτό της παράστασης και την πάλη του με τις μύγες – σαν το σκυλί που είχε καταντήσει περιμένοντας και υπακούοντας (αλίμονο), ήταν μοναδικές και υπηρέτησαν με τέχνη κι ευστροφία την πλοκή και τη σύνδεση με την εποχή μας. Χαίρομαι που ανήκετε κι εσείς σ΄αυτή τη μερίδα ανθρώπων που πιστεύουν ότι τα κλασικά κείμενα πρέπει να συνομιλούν με την εποχή στην οποία παρουσιάζονται. Άλλωστε το αρχαίο θέατρο γεννήθηκε μέσα σ΄αυτό ακριβώς: τη λαϊκότητα και το σαφή πολιτικό και κοινωνικό σχολιασμό. Αυτό ο Τερζόπουλος το πέτυχε, χωρίς να χαλαλίσει τίποτα από τη σαγήνη και τα επίπεδα του μύθου. Και χωρίς ν΄αφήσει το θέατρο να γίνει όχημα/άρλεκιν που θα μας ταξιδέψει μακριά από τη (δύσκολη) καθημερινότητα.