Οπτική ποίηση σε άσπρο και μαύρο (του Χρήστου Κοψαχείλη)

0
379

 

του Χρήστου Κοψαχείλη

«Sensus Poetica» σημαίνει αίσθηση ποιητική ή, μάλλον, αίσθηση του «ποιεῖν», της δημιουργίας. Το φωτογραφικό λεύκωμα-βιβλίο της Βάλιας Γκέντσου με τον ομώνυμο τίτλο από τις εκδόσεις iFocus, πέρα από ένα σύνολο δουλειάς (142 ασπρόμαυρες φωτογραφίες) με συγκεκριμένο αποτύπωμα, αποτελεί και ένα ενδιαφέρον εγχείρημα ελάχιστης σύνδεσης λόγου και εικόνας.

Η Βάλια Γκέντσου φωτογράφιζε περιστασιακά από τα χρόνια του Πανεπιστημίου, κυρίως αναμνηστικές και φωτογραφίες τοπίου. Τα τελευταία όμως δέκα χρόνια ξεκίνησε να ασχολείται περισσότερο σοβαρά και μεθοδικά. Το γεγονός ότι είχε ήδη προλάβει να περιπλανηθεί πνευματικά και να κατασταλάξει, κτίζοντας γερά θεμέλια, την προφύλαξε από την «παιδική ασθένεια» της φωτογραφίας, την εξωραϊσμένη δηλαδή καταγραφή της πραγματικότητας, σε μια προσπάθεια ρηχού εντυπωσιασμού του κοινού και πιθανόν και του ίδιου του φωτογράφου. Η στέρεα και εις βάθος παιδεία της, στις κλασικές σπουδές, της επέτρεψε να αντιληφθεί εύκολα τις ιδιαιτερότητες του μέσου, να κατανοήσει το έργο των προγενέστερων σπουδαίων φωτογράφων, να αγνοήσει την απλή καταγραφή και να καταπιαστεί εξαρχής με την ουσία της καλλιτεχνικής φωτογραφίας, που δεν είναι άλλη από τη μεταμόρφωση της εικόνας και την υπέρβαση του «θέματος».

Είναι φορές που τα φαινομενικά άψυχα αντικείμενα –ένα χάρτινο καραβάκι, η κουρτίνα στο θρόισμα του αέρα, ένα άδειο φλιτζάνι, το κλαράκι και ο ίσκιος του– στο βλέμμα ενός ευαίσθητου φωτογράφου αποκτούν ζωή από το φως που πέφτει πάνω τους. Συμβαίνει κάτι μαγικό, που μεταμορφώνει μια «νεκρή φύση» σε μια αυτοδύναμη εικόνα, σε ένα φωτογραφικό «still life». Η Βάλια Γκέντσου, επειδή πιστεύει στην εσωτερική ζωή αυτών των αντικειμένων, διαθέτει την ικανότητα να συλλαμβάνει τη μεταμόρφωση με το φακό της, έχοντας καταλάβει ότι η φωτογραφία, δίχως να φλυαρεί, «αγαπά» τα ταπεινά, κοινότυπα πράγματα.

Η φωτογραφία δεν ήταν η πρώτη τέχνη με την οποία καταπιάστηκε. Είχαν προηγηθεί η μουσική και η ποίηση, που εξακολουθούν να την συντροφεύουν. Οι σπουδές της στο Εθνικό Ωδείο, αλλά κυρίως η πάλη για να δαμάσει τις ατίθασες λέξεις, ώστε να αποκτήσουν ένα νέο «ποιητικό» νόημα, της χάρισαν τα εφόδια και την υπομονή για να προσπαθήσει να συλλάβει το αθέατο, όταν αργότερα έπιασε την φωτογραφική μηχανή σοβαρά στα χέρια της. Ασχολήθηκε με διαφορετικά θέματα, με το γυμνό ίσως να είναι το δυσκολότερο από αυτά, ακροβατώντας επιδέξια στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ αισθαντικότητας και μινιμαλισμού. Μερικές φορές κινδυνεύει να παρασυρθεί από τη γοητεία του ίδιου του θέματος που φωτογραφίζει, αλλά στο τέλος καταφέρνει να μην υποκύψει σ’ αυτήν, υπενθυμίζοντάς μας πως όσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος τόσο αυξάνεται και η ικανοποίηση του επιτυχημένου αποτελέσματος.

Οι άνθρωποι στις φωτογραφίες της, είτε τους κοιτά από μακριά είτε τους πλησιάζει με τόλμη, θρυμματίζοντας την ολότητά τους, κινούνται στο όριο μεταξύ του αντικειμενικού και του ονειρικού κόσμου. Η Βάλια αφουγκράζεται τις σιωπές, χορογραφεί την ακινησία, αναδεικνύει τις λεπτομέρειες, με τελικό σκοπό τη μεταμόρφωση του υπαρκτού κόσμου που την περιβάλλει και τη δημιουργία ενός καινούργιου, εντελώς δικού της, όπου αναδύεται μια αίσθηση «οπτικής» ποίησης.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε επτά ενότητες. Το «σαλόνι» στην αρχή κάθε ενότητας σε μαύρο φόντο, με τον τίτλο στα λατινικά να δεσπόζει στην αριστερή πλευρά. Ένα μικρό ποίημα της Βάλιας, λίγο μεγαλύτερο από ένα χαϊκού, προσδιορίζει τη δική της λιτή ποιητική κατάθεση στο περιεχόμενο του κάθε τίτλου, πλήρως εναρμονισμένη με το φωτογραφικό της βλέμμα. Εξαιρετική η επιλογή της φωτογραφίας για εξώφυλλο, η μόνη έγχρωμη του βιβλίου. Πανέξυπνη η ιδέα να τοποθετηθούν κάθετα τα γράμματα του τίτλου, ακολουθώντας την κατεύθυνση των γραμμών που ορίζουν τα καλάμια και το αναρριχώμενο φυτό στην φωτογραφία του εξωφύλλου. Θυμίζει γιαπωνέζικη ζωγραφική. Διακριτική η χροιά του πράσινου χρώματος στα γράμματα, η οποία επαναλαμβάνεται και στο «γιλέκο» του βιβλίου, ίδια με την απόχρωση του φυλλώματος του κισσού στο εξώφυλλο.

Οι ενότητες φέρουν κατά σειράν τους τίτλους: Terra somni («Χώρα του ονείρου»), Illusio («Ψευδαίσθηση»), Altera pars («Η άλλη πλευρά»), Mare («Θάλασσα»), Fragmenta («Θραύσματα»), De personae («Περί προσώπων») και Corpus («Σώμα»).

Ένας αθέατος κήπος, οι ίσκιοι, το φως, η εναλλαγή τους, «τα βελούδινα κορίτσια στις ντροπές τους» (δανείζομαι ένα στίχο από το ποίημα που συνοδεύει αυτήν την ενότητα), όλα πλέουν προς μια χώρα ονείρου. Το αεράκι που φυσά και ανασηκώνει τη λεπτή κουρτίνα λειτουργεί εν είδει φίλτρου στον φακό της Βάλιας. Σαν να κρυφοκοιτάζεις μέσα από καλειδοσκόπιο, παρατηρώντας εκστατικά την αλλαγή στη μορφή από αλλόκοτη σε κανονική και αντίστροφα. Φωτογραφίες από εξωτερικούς χώρους στη συνέχεια, αναζητούν εκείνη την ιδιαίτερη ομορφιά σε μια επίπεδη πραγματικότητα. Εικόνες από την «Αμάραντο Θάλασσα», όπως είναι και ο τίτλος του ποιήματος στην αρχή της ενότητας: «Στο άνοιγμα των κυμάτων, όλα μαζί παλεύουνε και όλα αγαπιούνται». Ακολουθούν τα «Θραύσματα», οι «οστεοφύλακες των αισθήσεων», μικρές σχεδόν γλυπτές λεπτομέρειες-υπαινιγμοί πάνω στα σώματα.

Πορτρέτα εκφραστικά, που μας αφηγούνται για την τρυφερότητα, την ευγένεια και την ευαισθησία, όχι απαραίτητα των εικονιζόμενων, αλλά σίγουρα της φωτογράφου, η οποία προσπαθεί να «αιχμαλωτίσει» με τον φακό της το «βλέμμα-συλλέκτη του απέραντου», πίσω από το βλέμμα των προσώπων. Η ανάγκη του καλλιτέχνη να επαναπροσδιοριστεί μέσω των δημιουργημάτων του, εφόσον αυτά αποτελούν κατά κύριο λόγο αντικαθρέφτισμα της δικής του γύμνιας.

Τέλος, το γυμνό σώμα. Ένα πολύ δύσκολο θέμα για κάθε φωτογράφο, που κινδυνεύει να πέσει στην παγίδα του αισθησιακού, εντούτοις η Βάλια το χειρίζεται επιδέξια. Τα σώματα αντιμετωπίζονται με θρησκευτική ευλάβεια, με ένα «φλουτάρισμα» διόλου τυχαίο, «αχειροποίητα λες, μακρόσυρτα, δεν επιτρέπουν στο ελάχιστο την αχίλλειο πτέρνα τους να ψηλαφείς».

Για την Βάλια Γκέντσου η καλλιτεχνική φωτογραφία παραμένει ένα γοητευτικό εσωτερικό ταξίδι διαίσθησης, που οδηγεί την εικόνα να παύει να είναι οποιαδήποτε.

 

* Ο Χρήστος Κοψαχείλης είναι φωτογράφος.

 

 

Βάλια Γκέντσου

Sensus Poetica

Εκδόσεις iFocus, 2023

σελ. 148

 

Προηγούμενο άρθροΗ ελληνική επανεμφάνιση της Ντόνα Ταρτ (της Αλεξάνδρας Χαΐνη)
Επόμενο άρθρο“Κοντά στις ράγες” – διαφωνώ / συμφωνώ (Μαρία Τοπάλη και Νίκη Κωνσταντίνου- Σγουρού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ