Όπως Σας Αρέσει (Αλεξάνδρα Σαμοθράκη, Λονδίνο)

0
392

Αλεξάνδρα Σαμοθράκη, Λονδίνο- ανταπόκριση

Παρακολούθησα πρόσφατα το ανέβασμα του ‘Όπως Σας Αρέσει’ σε σκηνοθεσία της Kimberley Sykes για τη Βασιλική Εταιρεία Shakespeare (RSC) με έδρα την πόλη όπου γεννήθηκε ο Βάρδος, το Stratford-Upon-Avon.

Η παράσταση ήταν υπέροχη. Μπορεί να το παράκανε λίγο με τις αντιστροφές φύλου, που σε ένα μικρότερο βαθμό δικαιολογούνται από την πλοκή, και τη μεταμφίεση της Ροζαλίντας σε Γανυμήδη, αλλά διατήρησε ακέραιη την αίσθηση ελευθερίας του δάσους του Άρντεν, που όπως σημειώνει η κριτικός της Guardian με τα όσα ακούγονται πλέον λόγω Brexit και λοιπής επικαιρότητας, φαντάζει ως θελκτικό καταφύγιο για τον καθένα μας, ασχέτως αν στην πραγματικότητα έχει υλοτομηθεί μέχρι ανυπαρξίας.

Η σκηνοθέτις σε σημείωμα της αναφέρει πως το με το συγκεκριμένο έργο φιλοδοξεί να μεταβάλει τη σχέση του θεατή με τον ίδιο του τον εαυτό υποστηρίζοντας τη θέση πως η αλλαγή είναι δυνατή.  Η φυγή του εκδιωκόμενου Δούκα Senior και στη συνέχεια της κόρης του, Ροζαλίντας, συνοδευόμενη από την ξαδέλφη της  και κόρης του σφετεριστή, Celia, μεταμφιεσμένες ως  Γανυμήδη και της αδελφής του, Aliena, αντίστοιχα, και εν τέλει και από το αντικείμενο του πόθου της Ροζαλίντας, τον Ορλάντο στο δάσος του Άρντεν αποτελεί μια έξοχη μεταφορά για τη φυγή του θεατή στον χλοερό τόπο αναψυχής, και ουχί αναψύξεως, που είναι το θέατρο. Οι τυπικές σαιξπηρικές εμβόλιμες σκηνές με αίσθηση  Κομέντια ντελ Άρτε, που αφορούν τις παράλληλες ερωτικές περιπέτειες του υπηρετικού προσωπικού, για άλλη μια φορά αποδεικνύουν την εμβάθυνση του Σαιξπηρ στον ψυχισμό των καθημερινών ανθρώπων απ’όπου προερχόταν και ο ίδιος και υπενθυμίζουν πως στην εποχή του ακριβώς την ίδια παράσταση παρακολουθούσε ο λαουτζίκος στο θέατρο Globe και η βασίλισσα Ελισάβετ η Α’ στο παλάτι της, αποτελούν δε το μεγαλύτερο σχόλιο κατά της αυστηρής διχοτόμησης του μεγαλύτερου μέρους της σύγχρονης θεατρικής παραγωγής σε ‘κουλτουριάρικο’ και ‘λαΐκό’ θέατρο. Ακόμη και ο Μπρεχτ πίστευε πως ένας θεατρικό έργο θα πρέπει να μοιάζει περισσότερο σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα: να παθιάζει, να συναρπάζει, να πορώνει.  Συχνά έχουμε δει παραστάσεις σκηνοθετημένες από αυθεντίες, εμμονικά κολλημένες σε μια κλινική, στείρα απαγγελία του θεατρικού λόγου, τόσο αποκομμένες από την σαιξπηρική ουσία της θεατρικής γιορτής, που το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να αποξενώνουν το θεατή.

Η παράσταση που παρακολούθησα, εκτός από τις ερμηνευτικές και σκηνοθετικές αρετές, διακρινόταν και για το γεγονός ότι ήταν ‘χαλαρή’ (chilled performance).  Τα φώτα έμειναν διακριτικά αναμμένα σε όλη τη διάρκεια του έργου για όσους, λόγω αισθητηριακών διαταραχών, δυσκολεύονται να διαχειριστούν το πηχτό θεατρικό σκοτάδι και τις εναλλαγές στο φωτισμό. Υπήρχε ‘ανοχή στην κινητικότητα και το θόρυβο’ όπως μας ενημέρωσε ο υπεύθυνος της αίθουσας πριν την αυλαία, που σήμαινε πως οποιοσδήποτε το επιθυμούσε αν δεν ένιωθε άνετα, μπορούσε να βγει από την αίθουσα και να πάει στην ‘ήσυχη γωνιά’ στον πάνω όροφο για όσο επιθυμούσε. Α και το καλύτερο; Επιτρέπονταν τα μωρά στην αγκαλιά!

Ποιος θέλει ένα μωρό να ουρλιάζει δυο σειρές πίσω όταν ο Ζακ απαγγείλει τον γνωστότερο (εντάξει μετά το ‘Να ζει κανείς ή να μη ζει;) μονόλογο του σαιξπηρικού κανόνα; Εγώ! Γιατί αν κάτι τέτοιο επιτρεπόταν συχνότερο δεν θα είχα κάνει 4 χρόνια να δω θέατρο (όσο θήλαζα τα παιδιά μου). Κυρίως όμως επειδή ο μονόλογος του Ζακ για τις επτά ηλικίες του ανθρώπου, ξεκινά με το βρέφος. Ποιος θέλει ένα υπερκινητικό αγοράκι να σου πατάει την τσάντα όταν τρέχει να βγει από την αίθουσα γιατί φοβήθηκε; Εγώ! Επειδή μου ξαναπάτησε την τσάντα δέκα λεπτά γυρνώντας. Ποιος θέλει να ακούει επικριτικά ‘τσ’ ‘τσ’ από την κυρία με τη γούνα επειδή τρώει πατατάκια στο μέσο μιας ερωτικής σκηνής; Εγώ! Εγώ! Εγώ! Γιατί τα πουλούσαν στο μπαρ του θεάτρου. Μαζί με μπύρα. Που επιτρέπεται στην αίθουσα. Όπως και ο καφές, τα παγωτά και το κρασί.  Και ποιος θέλει να συγκινείται με φτηνά θεατρικά τερτίπια συμμετοχής του κοινού; Εγώ! Γιατί ο διπλανός μου σηκώθηκε στη σκηνή φορώντας ένα σακάκι γεμάτο ποστ-ιτ με τα στιχάκια του ερωτευμένου Ορλάντο και κόντευε να σκάσει από περηφάνια για το κατόρθωμα του μπροστά στις κορούλες του. Και ποιος κλαίει διακριτικά με σκηνές που γράφτηκαν 400 χρόνια πριν; Το μαντέψατε. Εγώ. Όπως σας αρέσει; Ακριβώς έτσι!

Προηγούμενο άρθροFernando Sorrentino, Ο μάγος (Μετάφραση: Ελευθέριος Μακεδόνας)
Επόμενο άρθρο«Ένα άλογο μπαίνει σ΄ ένα μπαρ»(της Δήμητρας Ρουμπούλα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ