Ώντεν:«Σκάψε το στίχο και τη στροφή / κι αμπέλι κάμε την Κόλαση»

0
3242

Της Ντίνας Κοντάκου(*). 

 

 

1.

                   Αν τ’ άστρα έσβηναν σ’ έναν αφανισμό,

                   Θα μάθαινα να βλέπω ένα άδειο ουρανό,

                   Να νιώθω το υπέροχο ψηλαφητό σκοτάδι

                   Και να το συνηθίζω κάθε βράδυ.

(«Αυτὸς που πιο πολὺ αγαπάει»)

 

Μες στο ψηλαφητό σκοτάδι της δυσκολομετάφραστης ποίησης του Ώντεν −ύπατου ποιητή της γενιάς του, αληθινού διαδόχου του Γέητς και του Έλιοτ−  περπάτησε για καιρό ο έμπειρος Ερρίκος Σοφράς. Με ταλέντο και έμπνευση κατόρθωσε να γυρίσει στη γλώσσα μας κάποια κεντρικά ποιήματα του ανθρώπου που υπήρξε η φωνή μιας ολόκληρης εποχής, να κάνει χειροπιαστή τη θαμπή και ασαφή εικόνα που είχαμε μέχρι σήμερα για τον ποιητή, να κατανοήσουμε το μεγαλείο του −40 χρόνια από το θάνατό του.

Δώδεκα ποιήματα μετέφρασε ο Σοφράς σε μια προσωπική ανθολόγηση της ποίησης του αμερικανο-βρετανού μοντερνιστή (1906-1973) με τον γενικό τίτλο «Πένθιμο μπλουζ» (πρόκειται βέβαια για το γνωστό σονέτο που ακούστηκε στην ταινία «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία»). Ποιήματα αντιπροσωπευτικά των χρόνων 1934-1957, έμμετρα τα περισσότερα.

Η πολιτική και η Ιστορία είναι παρούσες σε αρκετά ποιήματα του βιβλίου. Ο έρωτας, όμως, αεικίνητος, σκέπει τα περισσότερα. Ποιήματα «της πολιτείας και της μοναξιάς», ελεγειακά, στοχαστικά, κάποια με ανάλαφρη διάθεση γραμμένα. Όπως σημειώνει ο μεταφραστής: «Ο Ώντεν υπήρξε ποιητής του τέλειου στίχου, ένας χρυσοθήρας που γύρεψε τη λογοτεχνία στις πιο άγριες, στις πρωταρχικές της ρίζες. Εισήγαγε την κοινόχρηστη, καθημερινή γλώσσα στην αγγλική ποίηση, γράφοντας στίχους δραματικούς και τολμηρούς».

Δυστυχώς ο Ώντεν είναι ένας ακόμη ποιητής που έχει μεταφραστεί σπασμωδικά και αποσπασματικά στα ελληνικά, αν και πρόκειται για μια από τις κεντρικές μορφές του μοντερνιστικού κινήματος (modernism). Έμπειρος και λεπτός μεταφραστής σημαντικών ποιητικών κειμένων ο Ερρίκος Σοφράς (πάνω από είκοσι χρόνια μεταφράζει αποκλειστικά, με εγνωσμένη επιτυχία, μόνο ποίηση), και συνάμα ακάματος φιλόλογος (δημοσίευσε και σχολίασε την ανέκδοτη ποιητική σύνθεση «Θαλάσσια ξύλα» του Ζήσιμου Λορεντζάτου, συγκέντρωσε και εξέδωσε τις αρτιότερες μεταφράσεις ποιημάτων του Πωλ Βερλαίν στο βιβλίο «Νυχτερινή φαντασία», διηύθυνε τη σειρά μεταφρασμένης ποίησης «Ξένη μούσα» κ.ά.), έσκυψε επάνω από τους στίχους του Ώντεν και τους εμφύσησε την πνοή της γλώσσας μας. Σεβόμενος απόλυτα το δύσβατο πρωτότυπο, την προσωδία, το ρυθμό, την κρυμμένη μουσική του, ανέδειξε τη δύναμη και την υποβολή του αγγλικού κειμένου, χάραξε τό ελληνικό μονοπάτι για να περάσει ο επιφανής ξένος, που, στα 66 χρόνια της επίγειας ζωής του, έγραψε ποίηση ευρύτατου πεδίου, απλή στην επιφάνεια, αλλά με πολυδαίδαλες συνδέσεις: φιλοσοφικές, στοχαστικές, επιστημονικές.

 

 

2.

 

Μεσάνυχτα, ομορφιά, όνειρο σβήνουν:

              Τ’ αεράκι του πρωιού που πνέει απαλά

              Γύρω απ’ τ’ ονειροπόλο σου κεφάλι

              Μια μέρα καλοσύνης ας μας δείξει,

              Καρδιά και μάτι να την ευλογήσουν

              Και το θνητό κόσμο να βρουν αρκετό.    

              Να σωθείς από τη μέρα τη στεγνή

              Με δυνάμεις αυθόρμητες θρεμμένος.

              Από νύχτες ντροπής βρες διάβα κρυφό,

              Με της αγάπης ζήσε το φυλαχτό.

(«Νανούρισμα»)

Διαβάζοντας τo «Νανούρισμα», σε αψεγάδιαστους ιαμβικούς ενδεκασύλλαβους μεταφρασμένο, ο λυρισμός του σε κάνει να βλέπεις πώς κυλούν και αγκαλιάζονται τα σώματα των δύο εραστών στην πλαγιά του όρους της Αφροδίτης (από τoν «Τάνχωυζερ» του Βάγκνερ: τόπος εκπλήρωσης του σαρκικού έρωτα). Μολονότι το τραγούδι είναι αμιγώς ερωτικό, ο Ώντεν γειώνει το δυνατό αίσθημα, δεν το θεοποιεί, δεν το εξιδανικεύει, το τοποθετεί σ’ ένα ρεαλιστικό ενδεχόμενο. Στο βίο του, αν και αντιρομαντικός εκ φύσεως ο Ώντεν, αναζήτησε κι έζησε πολύχρονες ερωτικές σχέσεις, ύμνησε το θρίαμβο της ζωής και την αποθέωση της καθημερινότητας χωρίς να επινοεί αφηρημένες καταστάσεις. Στο συγκεκριμένο ποίημα, από τα πιο γνωστά ερωτικά ποιήματα της αγγλικής γλώσσας, ο Σοφράς σκύβει επάνω στις λέξεις μοχθώντας ν’ ακούσει τη φωνή του ποιητή, ν’ αφουγκραστεί την ανάσα και τον τόνο του. Και είναι αυτός ακριβώς ο μόχθος που φτάνει στον αναγνώστη. Ο μεταφραστής σέβεται απόλυτα την αυστηρή μορφή του ποιήματος και ταυτόχρονα επιδιώκει να μην προσθέσει ούτε και ν’ αφαιρέσει μία λέξη. Αντλώντας από τα κοιτάσματα της ελληνικής γλώσσας και της ποιητικής μας παράδοσης, ο Σοφράς κατορθώνει το σχεδόν ακατόρθωτο: πλάθει ένα τρυφερό, αυστηρό, μοντέρνο ελληνικό ποιήμα μένοντας απόλυτα πιστός στο πνεύμα και στο γράμμα του πρωτοτύπου. Γλώσσα, ρυθμός, τόνος φωνής, όλα απόλυτα φυσικά.

3.

 

         Κάποτε είχαμε πατρίδα και τη νομίζαμε μοναδική,

         Μες στο χάρτη όποιος κοιτάξει κάπου θα τη βρει:

         Δεν μπορούμε να πάμε εκεί τώρα, αγάπη, δεν μπορούμε να

               πάμε εκεί τώρα.

 

        Περπάτησα στο δάσος, είδα στα δέντρα τα πουλιά·

        Πολιτικοὺς δεν εἶχαν και κελαηδούσανε γλυκά:

        Δεν ήταν η ανθρώπινη φυλή, αγάπη, δεν ήταν η ανθρώπινη

               φυλή.

(«Προσφυγικό μπλουζ»)

Είπαν για τον Ώντεν πως είναι ο πρώτος αγγλόφωνος ποιητής που αισθάνθηκε άνετα στον 20ό αιώνα, πως όλο του το έργο είναι μια μελέτη για την Εποχή της Αγωνίας, την εποχή μας δηλαδή. Το 1939, συγκλονισμένος απ’ όσα τραγικά συμβαίνουν γύρω του, γράφει ένα πιο τα πιο γνωστά πολιτικά του ποιήματα, που μετά από 75 χρόνια ηχεί σημερινό: το «Προσφυγικό μπλουζ». Οι διωγμοί των Γερμανοεβραίων και το Ολοκαύτωμα τον κάνουν να γράψει, σε μέτρα και ρυθμούς των τραγουδιών μπλουζ, για την απόλυτη απελπισία, την ερημία των δρόμων που παίρνει κι αφήνει ο πρόσφυγας, το ποτέ και το πουθενά του. Οι εναλλασσόμενες κινηματογραφικές εικόνες περικλείουν ένα σπαραγμό βουβά υπαινικτικό. Στο προσκήνιο: η καρτερικότητα, η ανησυχία, η απειλή.

Το λιτό και στακάτο ύφος του πρωτοτύπου εύκολα μπορούσε να το παραβλέψει ένας συναισθηματικός μεταφραστής και να ολισθήσει στην υπερβολή και τη συγκίνηση (φορτισμένος με όσα συμβαίνουν δίπλα μας). Η συγκεκριμένη μετάφραση, ψυχρή και ακριβής, ούτε στιγμή δεν υπερθερμαίνεται, δεν υπερθεματίζει. Διαβάζοντας το ποίημα είσαι βέβαιος πως ο Σοφράς το μόνο που ζητά είναι να μεταδώσει το ρίγος που ο ίδιος ένιωσε  στην πρώτη συνάντησή του με ποιήμα και να το κοινωνήσει απαράλλαχτο στον έλληνα αναγνώστη.

4.

 

Ποτὲ δεν κάναν λάθος για τον πόνο

Οι Παλιοὶ δασκάλοι : πόσο καλὰ είχαν νιώσει τη θέση του

Μες στην ανθρώπινη ζωή· πώς φτάνει και μας βρίσκει την ώρα που ο άλλος τρώει ή ανοίγει ένα παράθυρο ή έστω περπατάει βαριεστημένα. […]

Ποτέ αυτοί δε λησμονήσαν

Ότι και το πιο φριχτό μαρτύριο πρέπει ώς το τέρμα να φτάσει

Σ’ έναν τόπο λερό, σε μια γωνιά το δίχως άλλο.

(«Musée des Beaux Arts»)

Σε επίσκεψή του στο Μουσείο Καλών Τεχνών των Βρυξελλών, θαυμάζοντας την τέχνη του Μπρέγκελ, μιλά για την ανθρώπινη συνθήκη. Στο πιο διάσημο ποίημά του, μεταφρασμένο στο παρελθόν από τον Σεφέρη, τον Λορεντζάτο και άλλους, ο Ώντεν μιλά για την ασημαντότητα της ύπαρξης, την αδιαφορία για τον ανθρώπινο πόνο. Σε κάθε λέξη του ανιχνεύεται ο Ώντεν των φιλοσοφικών συστημάτων που ενστερνίσθηκε κατά καιρούς, αυτός ο «μικρός Γκαίτε του Ατλαντικού», όπως τον ονόμασαν. Η σμίλη του έλληνα μεταφραστή λειαίνει τις λέξεις, ώσπου να γίνουν βότσαλα, εκεί, «σε παγωμένη λίμνη πλάι στο δάσος».

5.

Ο οικουμενικός Ώντεν, όπως ο κάθε αληθινός ποιητής, χάραξε κι έδειξε ένα δρόμο για να ζήσεις, να εργαστείς, να ερωτευτείς και να πεθάνεις. Υποστήριξε με έμφαση πως αποστολή του ποιητή είναι να διαφυλάξει την ιερότητα της γλώσσας, πως το μόνο του καθήκον είναι η σωστή χρήση της μητρικής γλώσσας. Προσηλωμένος στα 12 ποιήματα που ανθολόγησε, ο Ερρίκος Σοφράς κατόρθωσε να φανερώσει τη θέρμη του ανθρώπινου σώματος που κρύβουν μέσα τους, τη θέρμη δηλαδή που περιέχει κάθε αληθινή τέχνη.

Στο ποίημα «Αυτός που πιο πολύ αγαπάει» (γραμμένο το 1957 από τον πενηντάχρονο ποιητή για έναν ανανταπόδοτο έρωτα), εκείνος που αγαπά είναι, όπως τ’ αστέρια, πηγή φωτός ανεξάρτητα από την ανταπόκριση του αγαπημένου. (Ο Ώντεν διψούσε για μια «απλή καρδιά» να τον συντροφεύει, πίστεψε πολύ στο γάμο, μίλησε συχνά για την εμπειρία της αγάπης.) Διαβάζοντας τη μετάταφραση του συγκεκριμένου ποιήματος, αλλά και των άλλων ερωτικών ποιημάτων του βιβλίου, αναλογιζόμενοι τα σάρκινα ποιήματα του Μπωντλαίρ και τις απελπισμένες κραυγές της Ντίκινσον που μετέφρασε ο Σοφράς πριν λίγα χρόνια, νομίζω πως μπορούμε να μιλάμε για το αίσθημα της σωματικότητας που οι μεταφράσεις αυτές αναδίνουν, κάτι πολύ απτό και θερμό.

 

                   Κοιτάω τ’ αστέρια ψηλὰ στον ουρανὸ,

                   Και το ξέρω, δεν τα νοιάζει αν θα χαθώ.

                   Ποτέ μη σε φοβίζει η αδιαφορία

                   Από τον άνθρωπο ή τα θηρία.

 

                   Αν τ’ άστρα, δίχως ανταπόκριση από μας,

                   Όλο πάθος καίγονταν μεμιάς;

                   Αφού η  αμοιβαία αγάπη δεν κρατάει,

                   Ας είμαι εγώ που πιο πολὺ αγαπάει.

(«Αυτός που πιο πολὺ αγαπάει»)

 

6.

Ο Ερρίκος Σοφράς έχει συστηθεί με λίγες αλλά εξαιρετικές μεταφράσεις. Έχει δεξιωθεί πέντε ποιητές, με τα ολοκληρωμένα βιβλία που κάθε φορά καταθέτει, αφού, εκτός από τη μετάφραση, συγγράφει την εισαγωγή, σχολιάζει ενδελεχώς τα ποίηματα, βιογραφεί τον ποιητή, ανθολογεί καίρια. Η πρώτη μεταφραστική του εργασία, το «Φιλιατρό του πηγαδιού» (Το Ροδακιό 1992), του ιάπωνα Ζεάμι Μοτοκίγιο (13ος αι.), το σημαντικότερο έργο του Θεάτρου Νο, έγινε όχι από τα ιαπωνικά αλλά από αγγλικές και γαλλικές αποδόσεις του έργου. Ευτύχησε να ανεβεί στο θέατρο από την Όλια Λαζαρίδου. Ακολούθησε το ακριβό απόσταγμα του έργου της στριφνής, σχεδόν αμετάφραστης Έμιλυ Ντίκινσον. Πρόκειται για το βιβλίο «44 ποιήματα καί 3 γράμματα» (Το Ροδακιό 2005), όπου πλάι στα ποιήματά της μεταφράζονται αριστοτεχνικά τα απελπισμένα Master Letters. Το 2009 κυκλοφόρησαν τα  «Απαγορευμένα ποιήματα» από τα «Άνθη του κακού» του Μπωντλαίρ (Μεταίχμιο 2009), δουλεμένα σε ιαμβικό δεκατρισύλλαβο, μετάφραση για την οποία ο αυστηρός και οξυδερκής Ντίνος Χριστιανόπουλος έγραψε: «Τολμηρός καί δυσκολοχώνευτος Μπωντλαίρ, αλλά για πρώτη φορά με σωστά Ελληνικά». Πράγματι, από την εποχή του Κλέωνα Παράσχου και του Αλεξανδρου Μπάρα είχαμε να διαβάσουμε καλά μεταφρασμένο Μπωντλαίρ. Στο τέταρτο βιβλίο, τον «Σκονισμένο ποδηλάτη» (Το Ροδακιό 2012), ο μεταφρραστής ακολούθησε τα μοναχικά και αθόρυβα βήματα του Σάντρο Πέννα στη Ρώμη και ξεδίπλωσε τις μέρες του μπροστά μας. Ποίηση χαμηλόφωνη και εξομολογητική, στιγμές έκστασης, σε φόντο νεορεαλιστικό. Ο ποιητής που λάτρεψε ο Παζολίνι και εισηγήθηκε να βραβευθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Σοφράς βιώνει όσους δημιουργούς επιθυμεί νά παραδώσει στους αναγνώστες. Tους φέρει χρόνια εντός του, ζει με το έργο τους, ζει μαζί τους. Δεν μεταφράζει κατά παραγγελία, διεκπεραιωτικά. Έχει καταπιαστεί με εντελώς διαφορετικούς ποιητές, και η επιτυχία των μεταφράσεών του έγκειται στο ότι υποτάσσεται απόλυτα στην άλλη φωνή, παραμερίζοντας τη δική του, ώστε ν’ ακουστεί καθαρά η Ντίκινσον, ο Μπωντλαίρ, ο Πέννα, τώρα ο Ώντεν. Μόνο όταν αγαπάς την ποίηση, όταν έχεις βαθιά γνώση της ποιητικής παράδοσης της γλώσσας σου, όταν γνωρίζεις τη μητρική γλώσσα στη διαχρονία της, μπορείς να το κατορθώσεις αυτό.

Αν η μετάφραση της ποίησης είναι η συνάντηση δύο ευαισθησιών, δύο ρυθμών, με ένα αποτέλεσμα απαλλαγμένο από καθε είδος μεταφραστικότητας, αυτό το επαληθεύει κανείς στην κάθε αράδα του καλαίσθητου και ιδιαίτερα προσεγμένου δίγλωσσου βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κίχλη.

ΙΝFO: Γ.Χ.ΩΝΤΕΝ, Πένθιμο μπλουζ, μετ Ερρίκος Σοφράς, Κίχλη.

(*)Η Ντίνα Κοντάκου είναι δημοσιογράφος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο  Για μια νέα ηθική της παρακμής
Επόμενο άρθροΙστορίες από τις νότιες θάλασσες

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ