Της Νίκης Κώτσιου.
Στο σύμπαν του Μουρακάμι καθόλου δε σπανίζουν οι ήρωες σαν τον «άχρωμο» Τσουκούρου Ταζάκι (μτφρ. Μαρία Αργυράκη, εκδ. Ψυχογιός). Ο μοναχικός και αποξενωμένος άντρας που, μετά από μια τραυματική εμπειρία, αποτραβιέται από τον κόσμο και γίνεται παρατηρητής των άλλων χωρίς να συμμετέχει και να διεκδικεί ρόλο στη ζωή είναι μάλλον συνηθισμένη φιγούρα στα μείζονα έργα του Μουρακάμι(Νορβηγικό Δάσος, Κουρδιστό Πουλί…) και συμπυκνώνει στην περίπτωσή του τον τύπο του αλλοτριωμένου ανθρώπου που, χαμένος μέσα στη μεγαλούπολη της μετα-βιομηχανικής εποχής, αδυνατεί να διαχειριστεί τον πόνο που του έχουν προκαλέσει οι ματαιώσεις και οι διαψεύσεις. «Δεν είχε κανέναν κολλητό φίλο. Από τις όποιες σχέσεις έκανε, τελικά χώριζε. Ήρεμες σχέσεις, ειρηνικοί χωρισμοί. Δεν μπλέχτηκε συναισθηματικά με καμία γυναίκα. Είτε επειδή δεν το επιζητούσε ο ίδιος είτε γιατί δεν το επιζητούσαν εκείνες…Τα χρόνια και οι μήνες τον προσπερνούσαν ήσυχα και χάνονταν σαν το απαλό αεράκι». Ριζωμένος στη μοναξιά του, αναπτύσσει κάποια στοιχειώδη και τυπική αλληλεπίδραση με τον περίγυρο αλλά δεν παύει να νιώθει αταίριαστος κι ανίκανος να συνάψει σχέσεις και να ζήσει συντροφικά.
Ο Τσουκούρου Ταζάκι εγγράφεται σ’αυτή τη μακρά μουρακαμική παράδοση του αποσυνάγωγου ήρωα και επαναφέρει στο προσκήνιο όλα τα αδιέξοδα και τις εντάσεις ενός εμβληματικού τύπου με ιδιαίτερη «παθολογία» και σύνδρομα. Ας τον γνωρίσουμε όμως καλύτερα… Στην εφηβεία του, ο Τσουκούρου Ταζάκι μετείχε σε μια ευχάριστη παρέα ομηλίκων, με την οποία μοιραζόταν κοινά ενδιαφέροντα και ανησυχίες, μέχρι που κάποια στιγμή, εντελώς ανεξήγητα, οι φίλοι αποφάσισαν να τον απορρίψουν και να τον διώξουν δια παντός για άγνωστο λόγο. Ο Ταζάκι δέχτηκε το γεγονός συντετριμμένος χωρίς να ζητήσει περαιτέρω εξηγήσεις και, για κάμποσα χρόνια, χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα μιας άγριας κατάθλιψης, που τον εμπόδισε να συνεχίσει τη ζωή του φυσιολογικά. «Όπως ο Ιωνάς που τον κατάπιε μια τεράστια φάλαινα και επέζησε στο στομάχι της, ο Τσουκούρου βρέθηκε στο στομάχι του θανάτου και πέρασε ατελείωτες μέρες μέσα σε μια απύθμενη και σκοτεινή τρύπα.»Το ατυχές αυτό γεγονός της εφηβείας φαίνεται μάλιστα να διατάραξε με τρόπο καθοριστικό την ομαλή πορεία του προς την ενηλικίωση προκαλώντας μια σειρά από συναισθηματικά «μπλοκαρίσματα», που αποξένωσαν τον ήρωα από τον εαυτό του και τους άλλους. Παρακολουθούμε τον Τσουκούρου Ταζάκι, ενήλικο πια, να προσπαθεί, δεκάξι χρόνια μετά το τραυματικό γεγονός που τον βύθισε στη θλίψη, να διαλευκάνει αναδρομικά αυτή την υπόθεση με την επίμονη προτροπή της περιστασιακής ερωμένης του Σάρα, που τον βοηθά και τον ενθαρρύνει προς αυτή την κατεύθυνση. Η απόφαση του ήρωα να επιστρέψει στο παρελθόν και να συνομιλήσει με τους παλιούς του φίλους για τους λόγους της επεισοδιακής εκείνης αποπομπής του θα σημάνει μια πορεία επώδυνης αυτογνωσίας, που, αναμοχλεύοντας πόθους, πάθη και μακρινές αναμνήσεις, θα λυτρώσει, τουλάχιστον εν μέρει, τον Τσουκούρου από τους φόβους και τις ανασφάλειες που τον εμποδίζουν να πάρει τη ζωή του στα χέρια του.
Στα έργα του Μουρακάμι, τα όνειρα παίζουν έναν πολύ καθοριστικό ρόλο στη χειραφέτηση του πρωταγωνιστή και την απελευθέρωσή του από εμπόδια που παρακωλύουν την ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη. Έτσι και στον «Άχρωμο Τσουκούρου», τα όνειρα, που είναι ούτως ή άλλως « η βασιλική οδός προς το ασυνείδητο», αποκαλύπτουν πτυχές κρυμμένες και απωθημένες ενός καταπιεσμένου χαρακτήρα, που θέλει να βαδίσει προς την ωριμότητα μα δεν μπορεί. Τα όνειρα του Τσουκούρου, μυστηριώδη και υποβλητικά, με πολύ έντονες τις σεξουαλικές αναφορές, τον φέρνουν σ’ επαφή με τον εσώτερο πυρήνα ενός ανεξιχνίαστου εαυτού και τον επανασυνδέουν με τις πραγματικές του ανάγκες αναδεικνύοντας επιθυμίες, που τεχνηέντως απωθεί αρνούμενος να τις αναγνωρίσει και να συμφιλιωθεί μαζί τους. Μέσα από τα επαναλαμβανόμενα ονειρικά μοτίβα με το σαφές ερωτικό περιεχόμενο, ο Τσουκούρου αρχίζει να αποκτά επίγνωση μιας διφορούμενης σεξουαλικότητας, που μοιάζει να μην έχει ακόμα αποκρυσταλλωθεί κι έτσι αρχίζει να αμφιβάλλει για κάποιες βεβαιότητες και να επανεξετάζει συνολικά τον εαυτό του.
Δεν είναι όμως μόνο τα όνειρα που καθοδηγούν τον Τσουκούρου προς την αυτο-συνείδηση. Είναι και η μουσική που, με την επίσης ονειρική της ύφανση, πλέκει γύρω του έναν μαγικό ιστό σα φυλαχτό και του δείχνει το δρόμο. Στα πιο δημοφιλή βιβλία του Μουρακάμι η παρουσία της μουσικής τονίζεται με έμφαση ενώ εξαίρεται πολλαπλώς η λυτρωτική της επίδραση πάνω στον ήρωα, πράγμα που ξεκινά από την εγνωσμένη μουσικοφιλία του ίδιου του συγγραφέα. Στο «Νορβηγικό Δάσος» είναι το ομώνυμο τραγούδι των Beatles(Norwegian Wood) που δίνει τον τόνο και το ρυθμό, στον «Άχρωμο Τσουκούρου» είναι μια εξόχως υποβλητική μελωδία του Λιστ («le mal du pays»,από τη συλλογή για πιάνο «Τα χρόνια του Προσκυνήματος»,εξ ού και ο τίτλος) που επανέρχεται σταθερά σε διάφορα κρίσιμα σημεία και αποκτά μια πολύ ειδική σημασία για τον τρόπο που βλέπει και αντιλαμβάνεται τα πράγματα ο ήρωας .Στο «1Q84» δεσπόζει η «Sinfonietta» του Γιάνατσεκ, ενώ δε λείπουν από το έργο του οι τζαζ αναφορές κυρίως σε Ντιουκ Έλινγκτον καθώς και η αμερικάνικη ποπ. Ο Μουρακάμι σταθερά διανθίζει τα βιβλία του με μουσική υπόκρουση και οι πρωταγωνιστές του καλούνται να ερμηνεύσουν τη ζωή τους σα να έχουν μπροστά τους μια πυκνογραμμένη ,σχεδόν απροσπέλαστη παρτιτούρα, που οφείλουν να αποκρυπτογραφήσουν . «Η ζωή μοιάζει με μια περίπλοκη παρτιτούρα, σκεφτόταν ο Τσουκούρου. Άθλος να την καταλάβεις σωστά, γιατί ακόμη κι αν την καταλάβεις, ακόμη κι αν τη μεταφέρεις στο σωστό τόνο, δε σημαίνει πως οι άλλοι θα αντιληφθούν σωστά το νόημα του μουσικού κειμένου και θα το εκτιμήσουν. Και ούτε πως αυτό θα τους κάνει ευτυχισμένους…»
Ο « Άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα Χρόνια του Προσκυνήματός Του» είναι μια ευφάνταστη καταβύθιση στο σκοτεινό και αχαρτογράφητο κόσμο του ασυνείδητου, ένα ατμοσφαιρικό ταξίδι προς έναν ενδεχομένως ανέφικτο προορισμό-ίσως προς την ωριμότητα-, έναν προορισμό που συνεχώς μετατοπίζεται μέσα στο χώρο και το χρόνο και τελικά χάνεται κάπου ανάμεσα στα σύνορα φαντασίας και πραγματικότητας, αφήνοντας μια διαρκή αίσθηση εκκρεμότητας και ανικανοποίητου, που ωστόσο δεν ακυρώνει τη διαδρομή αλλά καταξιώνει και τον ταξιδευτή και το παράτολμο εγχείρημά του, όσο ατελέσφορο κι αν αποδείχθηκε. Ο Μουρακάμι γράφει μια ιστορία «μυστηρίου» για τα σύνορα του εαυτού μέσα σ’έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο σύνθετος και διαπιστώνει πως η πραγματικότητα ορίζεται από τον άλλο κι αυτός ο άλλος παραμένει το όριό μας.
info:Χαρούκι Μουρακάμι : Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του, μτφρ. Μαρία Αργυράκη,σελ.350, εκδ. Ψυχογιός, 2014