του Μάνου Κουμή
Ο Γερμανός κριτικός λογοτεχνίας και φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν, ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 30’ προειδοποιούσε ότι η αισθητικοποίηση της πολιτικής, η μεταφορά του καλλιτεχνικού Ρομαντικού δόγματος «η τέχνη για την τέχνη» στην πολιτική σφαίρα δεν είναι τίποτε άλλο παρά προμήνυμα πολέμου. Η θλιβερή επιβεβαίωση της πρόβλεψης δεν άργησε να έρθει όταν, πριν ακόμη ολοκληρωθεί η δεκαετία, ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία, σηματοδοτώντας την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου . Έκτοτε, η έννοια της αισθητικής ιδεολογίας δεν έπαψε να επανέρχεται στις εργασίες σύγχρονων θεωρητικών – από τον Μαρκούζε έως τον ντέ Μάν και τον Τέρρυ Ήγκλετον – επιχειρώντας, αφενός να δικαιολογήσουν την αέναα ανανεούμενη γοητεία του ανορθολογισμού⸱ αφετέρου, την στενή σχέση των σύγχρονων μετα-νεωτερικών δημοκρατιών και του μαζικού πολιτισμού με τον ολοκληρωτισμό.[i] Μπορεί, βέβαια, η σκιά του Νίτσε να δρόσιζε ακόμα τους επιγόνους ή ακόμα το δόγμα της καλλιτεχνικής αυταξίας και της αισθητικής παιδείας των Καντ και Σίλλερ να έδινε τροφή για συνεχείς επανερμηνείες⸱ τα μεσοπολεμικά ,όμως, προτάγματα που ήθελαν τα χαλάσματα του πολέμου να είναι πιο όμορφα από την Αφροδίτη της Μήλου, ή ακόμα ο ολοένα αυξανόμενος λατρευτικός εναγκαλισμός με καθεστώτα τρόμου, έφερναν στο φως την έννοια της κοινοτυπίας του κακού.[ii]
Η παραπάνω προβληματική διατρέχει έκδηλα το κλασικό έργο του Klaus Mann Μεφίστο, το οποίο από πολύ νωρίς, εν έτει 1936, καυτηριάζει με τη μορφή πολιτικής σάτιρας το αμοραλιστικό και παρακμιακό περιβάλλον της Γερμανίας, την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια της ανόδου του ναζισμού: ο κεντρικός ήρωας Χέντρικ Χέφγκεν είναι ένας υπέρμετρα φιλόδοξος ηθοποιός, του οποίου η ματαιοδοξία φαίνεται να καθοδηγεί τις πράξεις του. Ως συνέπεια, απαρνείται σταδιακά τις ιδέες του, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται κυνικά γοητευμένος από το απόλυτο Κακό, στο βαθμό που του επιτρέπει την κοινωνική ανέλιξη. Θέατρα και σκοτεινά καμπαρέ, επαναστατικά και καλλιτεχνικά μανιφέστα, επαγγελματίες και ερασιτέχνες συνωμότες, λούμπεν προλετάριοι και προκλητικοί δανδήδες, ανάλαφροι κυνικοί και είρωνες εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης⸱ όλα τα παραπάνω συνθέτουν το σκηνικό μέσα στο οποίο κινείται και συναναστρέφεται ο ήρωας του Klaus Mann, μετατρέποντας το έργο σε μία από τις πρωιμότερες και έγκυρες τοιχογραφίες της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Παράλληλα, χαρίζει στο αναγνωστικό κοινό έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ψυχολογικά τύπους, που είτε δικαιολογούν, είτε ευαγγελίζονται την εδραίωση ολοκληρωτικών καθεστώτων. Όπως νωρίτερα ο Γιόζεφ Ροτ, με τον Ιστό της Αράχνης και τον Τέοντορ Λόζε του, έναν «μικρό άνθρωπο», εθνικιστή και χαφιέ, υποχείριο κάθε ισχυρού με μοναδικό σκοπό την κοινωνική σταδιοδρομία,[iii] έτσι και ο Klaus Mann φέρνει στο επίκεντρο των ιστορικών εξελίξεων τον καθημερινό άνθρωπο, που όμως οι αποφάσεις του αποδεικνύονται κρίσιμες για το μέλλον των κοινωνιών και της ευημερίας τους.
Η άνοδος των μαζών στην πολιτική, η σχέση της τελευταίας με την τέχνη, η πρόσμιξη της πραγματικότητας με την φαντασία, τα όρια της πρώτης και οι ηθικές προσταγές της, καθώς ο σεβασμός και οι υποχρεώσεις ενός σύγχρονου πολιτικού υποκειμένου είναι μερικά από τα θέματα που θίγονται από τον Klaus Mann. Οι αρετές, όμως, του Μεφίστο δεν περιορίζονται μονάχα στον ενδελεχή έλεγχο του περιβάλλοντος και της κοινωνίας της μεσοπολεμικής Ευρώπης. Επιπλέον, επεκτείνονται στον φιλοσοφικό ή και θεολογικό στοχασμό – τελικά πολιτικό – στο βαθμό που μελετά την καταγωγή και τις αιτίες του Κακού. Ο ίδιος ο τίτλος του έργου είναι μια άμεση αναφορά στον Μεφιστοφελή και τον Φάουστ του Γκαίτε.[iv] Παρ’ όλα αυτά, ο Klaus Mann φαίνεται να αντιστρέφει το Ρομαντικό πρότυπο, όπως αυτό παραδίδεται από τον Γερμανό ομότεχνό του, και έτσι παρουσιάζει έναν ήρωα, μοντέρνο και σύγχρονο μέσα στην πτώση του. Μια προσεκτική μελέτη του Μεφίστο φανερώνει ότι πουθενά δεν υπάρχει η περιγραφή του συμβολαίου μεταξύ δύο αντιθετικών δυνάμεων, του καλού και του κακού⸱ Το έβδομο κεφάλαιο μπορεί να τιτλοφορείται «η συμφωνία με τον διάβολο»[v], η χειραψία όμως που περιγράφεται μεταξύ του Χέφγκεν και του δεύτερου σε ιεραρχία στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η παραδοχή ότι το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας είναι κάτι που χαρακτηρίζει όλα τα ιστορικά υποκείμενα⸱ Η συνεργασία του Χέφγκεν με τη ναζιστική εξουσία είναι η κορύφωση μιας διαδικασίας, και όχι η υπόσχεση για κάτι μεγαλύτερο. Η μερική επιτυχία του να ζει αισθητικώς, πέρα από το καλό και το κακό, σηματοδοτεί και την πτώση του.
Η καταγωγή του κακού, λοιπόν, ανιχνεύεται τη στιγμή της απόφασης, όσο και αν η τελευταία αποτελεί το πεδίο ελευθερίας του ανθρώπου. Ο ηθικός αμοραλισμός, η πολιτική και κοινωνική αδιαφορία, η εργαλειοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, είναι ανθρώπινες ιδιότητες, αποτέλεσμα συνειδητών αποφάσεων. Το σύστημα αξιών της καλλιτεχνικής δημιουργίας δεν μπορεί να τοποθετεί τον καλλιτέχνη και κατ’ επέκταση τον άνθρωπο σε καθεστώς εξαίρεσης, όπως αργά – γι’ αυτό και δραματικά – συνειδητοποίησε ο ήρωας του Klaus Mann, Χέφγκεν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας τοποθετεί ως motto του Μεφίστο τα λόγια από το έργο του Γκαίτε Βίλχελμ Μαϊστερ, τα οποία προοικονομούν την πτώση του ήρωα-ηθοποιού: «Όλα τα ανθρώπινα σφάλματα τα συγχωρώ στον ηθοποιό, κανένα σφάλμα του ηθοποιού δεν συγχωρώ στον άνθρωπο».[vi] Παράλληλα, το μοτίβο του ιστορικού υποκειμένου ως καλλιτέχνη είναι που προσδίδει στο έργο τον παγκόσμιο χαρακτήρα του⸱ μπορεί τα υψηλά κλιμάκια της ναζιστικής ιεραρχίας να κόπτονται για τον γερμανικό χαρακτήρα της μεφιστοφελικής ψυχής, ο Klaus Mann φροντίζει να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, τονίζοντας ότι η υπέρμετρη φιλοδοξία, η εργαλειοποίηση του πολιτικού περιβάλλοντος καθώς και η κυνική απαξίωση των ηθικών κατακτήσεων οδηγούν στον ολοκληρωτισμό, όντας πανανθρώπινα χαρακτηριστικά. Έτσι, στην αισθητικοποίηση της πολιτικής ο συγγραφέας, όπως σύγχρονά του ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, πριμοδοτεί την πολιτικοποίηση της τέχνης, προτροπή που φαντάζει καίρια, ακόμα πιο πολύ και μετά τις βαρβαρότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόμη και αν ο Adorno αμφισβήτησε την έννοια και την αξία της τέχνης μετά και από τις θηριωδίες της ναζιστικής περιόδου, το τετράστιχο του Μπρεχτ υπενθυμίζει το χρέος των ανθρώπων: «Στους σκοτεινούς καιρούς, / θα τραγουδάμε; / Θα τραγουδάμε: / για τους σκοτεινούς καιρούς».[vii]
Το Μεφίστο του Klaus Mann αποτελεί ένα τραγικά επίκαιρο μυθιστόρημα που το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει τη χαρά να γνωρίσει χάρη στην άρτια μεταφραστική εργασία της Σοφίας Αυγερινού και των συνοδευτικών παρατηρήσεων του Δημήτρη Τσεκούρα, για τις καλαίσθητες εκδόσεις Έρμα.
Info: Klaus Mann, Μεφίστο. Μυθιστόρημα για μια σταδιοδρομία, μτφρ: Σοφία Αυγερινού, επίμετρο: Δημήτρης Τσεκούρας, Έρμα, 2019.
[i] Martin Jay, η «αισθητική ιδεολογία» ως ιδεολογία, (τι σημαίνει αισθητικοποίηση της πολιτικής 😉, μτφρ: Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, Έρασμος, 2012.
[ii] Χάννα Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Έκθεση για την κοινοτυπία του κακού. μτφρ: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες 2009.
[iii] Joseph Roth, Ο ιστός της αράχνης, μτφρ: Τούλα Σιέτη, Κριτική, 2010.
[iv] Goethe, Φάουστ, μτφρ: Πέτρος Μάρκαρης, Γαβριηλίδης, 2009.
[v] Klaus Mann, Μεφίστο. Μυθιστόρημα για μια σταδιοδρομία, μτφρ: Σοφία Αυγερινού, επίμετρο: Δημήτρης Τσεκούρας, Έρμα, 2019, σ. 264.
[vi] Ο.π. σ. 9.
[vii] Τόμας Μαν, Δόκτωρ Φάουστους. Η ζωή του Γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο, μτφρ: Θεόδωρος Παρασκευόπουλος, επίμετρο: Θανάσης Χατζόπουλος, Όλυ Ψυχοπαίδη, Πόλις, 2003, σ. 14.