της Όλγας Σελλά
Μια παράσταση που δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο εντός της τρέχουσας επικαιρότητας παρουσιάζεται εδώ και έναν μήνα περίπου, σε πανελλήνια πρώτη, στη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου. Είναι το έργο του Λιβανο-Καναδού συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιού Ουαζντί Μουαουάντ «Όλοι εμείς πουλιά», που σκηνοθετεί ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. Θέμα του, τι άλλο; Η ταυτότητα που μας κληροδοτείται από την καταγωγή, τη θρησκεία, τις παραδόσεις, την οικογένεια ή από τον εαυτό μας, που καθορίζει τις ζωές και τις επιλογές μας, που μας εγκλωβίζει εντέλει και συνεχίζει να διατηρεί τα όρια, τα στρατόπεδα, τις αντιλήψεις και τις επιλογές μας. Ένα τρομερό άχθος, που βαραίνει καθοριστικά και αφόρητα όσους ζουν σε κάποιες περιοχές του πλανήτη, όπως στη Μέση Ανατολή.
Ο Εϊτάν, (που σημαίνει γενναίος) είναι Γερμανοεβραίος φοιτητής Γενετικής στο Κολούμπια, όπου γνωρίζει και ερωτεύεται τη Ουαχίντα (που σημαίνει η μοναδική), Αμερικανίδα, αραβικής καταγωγής. Η σχέση τους δημιουργεί ισχυρούς τριγμούς και εντάσεις στην οικογένεια του Εϊτάν. Το νεαρό ζευγάρι (Μπάμπης Αλεφάντης, Μελίνα Πολυζώνη) ταξιδεύει μέχρι το Ισραήλ, αλλά εκεί θα βρεθεί στη δίνη μιας βομβιστικής επίθεσης, που θα αφήσει τον Εϊτάν σε κωματώδη κατάσταση και στα όρια του θανάτου. Πάνω από το σώμα του Εϊτάν, που δίνει μάχη για να κρατηθεί στη ζωή, συναντιούνται οι γονείς του, ο Νταβίντ (Δημήτρης Παπανικολάου) και η Νόρα (Άννα Μάσχα), Εβραία από την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας που φτάνουν αλλόφρονες στο Ισραήλ, όπου συναντούν τους γονείς του Νταβίντ, τη Λέα (Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου) και τον Έντγκαρ (Γιώργος Ζιόβας) και σιγά σιγά αγγίζονται θέματα απαγορευμένα, καλά κρυμμένα, οδυνηρά και απρόβλεπτα που αφορούν την στενή οικογένεια, αλλά συνδέονται άμεσα με όσα ταλανίζουν τόσα χρόνια αυτή την περιοχή του κόσμου. Και στα συντρίμμια της βομβιστικής επίθεσης ο Μουαουάντ, σ’ ένα θεατρικό κείμενο, που έχει δομή δοκιμίου στα υποκεφάλαια της αφήγησης, ξεθάβει την «ενοχή της φυλής», την «ενοχή του επιζήσαντος», την «ενοχή ως συγκίνηση», «την ταυτότητα της ομάδας», και οι ομάδες μπορούν να είναι πολλές και διαφορετικές.
Το σκηνικό που έστησε η Ηλένια Δουλαδίρη ήταν, πιστεύω, αντιστρόφως ανάλογο της πληθωρικότητας του πολυπεπίπεδου κειμένου του Ουαζντί Μουαουάντ. Ένας εξόχως μινιμαλιστικός και γυμνός σκηνικός χώρος, με διάφανα χωρίσματα στους χώρους δράσης και με τη συμβολική παρουσία του «χώματος» της περιοχής: την άμμο. Σαν να προσπαθούσε ο σκηνικός χώρος να μην προσθέσει τίποτα παραπάνω στο ποιητικό, πυκνό, λυρικό, οδυνηρό και απελπισμένο κείμενο του Ουαουάντ. Ένα κείμενο –που ευτυχώς περιέχεται ολόκληρο στο πρόγραμμα του Εθνικού- που είναι ασφαλώς πολιτικό, περισσότερο ποιητικό (με τη λυρικότητα και τον σαρκασμό της ποίησης) και λιγότερο θεατρικό. Και που δεν διστάζει να αγγίξει και τις δύο πλευρές, να δείξει αλήθειες που κάθε πλευρά δεν θέλει να δει. Ένα κείμενο που, προσωπικά, το χαιρόμουν περισσότερο διαβάζοντάς το, παρά ακούγοντάς το. Κι αυτό ήταν μια εγγενής δυσκολία για την παράσταση.
Έτσι ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος (που δεν έχει καταπιαστεί άλλη φορά, σκηνοθετικά, με τέτοιου είδους κείμενα), απογύμνωσε τη σκηνική όψη και οδήγησε τους ηθοποιούς να ερμηνεύσουν τους κραδασμούς και τις συντριβές των ηρώων, μέσα από την ευφυή, γοητευτική όσο και οδυνηρή ιστορία του Μουαουάντ. Μόνο που έδωσε άλλη διάσταση στη λυρικότητα του κειμένου, που όχι λίγες φορές είχε περισσότερο μελό και ένταση απ’ όσο χρειαζόταν, δεν ανέδειξε ικανοποιητικά τις σαρκαστικές ή αυτοσαρκαστικές στιγμές των ηρώων, που ήταν εξίσου ουσιαστικές με τις λυρικές, κι έτσι γρήγορα υπήρξε μια γραμμικότητα στην παράσταση, που επηρέασε και τον ρυθμό της και τη «συνομιλία» της με τους θεατές, αλλά και τα πολλά flash back του έργου. Παρ’ όλα αυτά, χάρη στο σημαντικότατο και πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Ουαουάντ και χάρη στις ερμηνείες κάποιων ηθοποιών, δεν ήταν λίγες οι πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές της θέασης.
Η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, με τρόπο στιβαρό όσο και αθόρυβο, έφερε τη Λέα, μια ηρωίδα που είχε τη σκληράδα της γνώσης και των οδυνηρών προσωπικών αποφάσεων, την τρυφερότητα και την αγκαλιά του σοφού ανθρώπου. Ήξερε πότε να παίρνει σκληρές αποφάσεις και να θέτει απαραβίαστα όρια και πότε να είναι ανάλαφρη, πότε να απορρίπτει και πότε να χωράει πολλά. Η Άννα Μάσχα ισορρόπησε εξαιρετικά ανάμεσα στην ένταση του ανθρώπου έμαθε από πολύ νωρίς να κρύβει επιθυμίες και συναισθήματα, να είναι ορθολογική, ψυχρή και αποστασιοποιημένη, φορώντας και στην προσωπική της ζωή την ιατρική μπλούζα και έχοντας να διαχειριστεί τη διαρκή ανωριμότητα του συζύγου της. Η Πηνελόπη Τσιλίκα ήταν το πρόσωπο της εξουσίας που την χρησιμοποιεί και για ικανοποίηση προσωπικών επιθυμιών, μόνο που δεν έγινε ξεκάθαρη η θέση της στην ιστορία σε κάθε στιγμή. Δεν συνέβη το ίδιο με τη γιατρό (Στεφανία Σαμαρά), που ήταν πολύ καλή στο ρόλο της σταθερότητας και της ήρεμης δύναμης που έπρεπε να επιδείξει. Από το ζευγάρι των δύο νέων παιδιών, πιο αποτελεσματική στην ερμηνεία της ήταν η Μελίνα Πολυζώνη. Από τις ανδρικές ερμηνείες ξεχωρίζει ο Γιώργος Ζιόβας, που συντρίβεται, παρηγορεί, αποκαλύπτει, απορρίπτεται κι όλα αυτά έγιναν διακριτά σε κάθε απόχρωση. Περισσότερο εξωστρεφής και με υπερβολική ένταση ο Νταβίντ του Δημήτρη Παπανικολάου, σωστή η παρουσία του Κλέαρχου Παπαγεωργίου στο ρόλο του Ραβίνου, αρκετά άγουρος ο Μπάμπης Αλεφάντης στο ρόλο του Εϊτάν. Και στο έργο, αλλά και στην παράσταση οι γυναικείοι ρόλοι ήταν οι ισχυρότεροι, οι πιο αποφασιστικοί, οι πιο καθοριστικοί. Σαν να κουβαλούσαν όλη την ιστορία, σαν να τη διάβαζαν, σαν να ήξεραν τη διαδρομή και διέβλεπαν την κατάληξη. Με ενσυναίσθηση, γνώση και πικρή ειλικρίνεια. Γιατί γνώριζαν ότι «σιγά, πρέπει σιγά σιγά να θεραπεύουμε, σιγά να παρηγορούμε. Τίποτα να μη ρίχνουμε πολύ γρήγορα επάνω στον τοίχο της γνώσης». Εύστοχη και ζωντανή, η μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου.
Μια παράσταση που αρκετές φορές ο ρυθμός της «κόλλησε» στην άμμο που είχε απλωθεί στο σκηνικό. Αλλά και μια παράσταση που μας γνώρισε και μας χάρισε ένα ξεχωριστό κείμενο, που ανιχνεύει με τον τρόπο της τέχνης και της βιωματικής φόρτισης, μια πολύπλοκη κατάσταση που ταλανίζει πολλά χρόνια δύο λαούς, σε μια περιοχή του πλανήτη όπου «παραείναι πολλή η γη που έχει κλαπεί, πολλά τα παιδιά που έχουν σκοτωθεί, τα λεωφορεία που έχουν ανατιναχθεί, πάρα πολλοί βιασμοί, πάρα πολλοί φόνοι. Πώς να ξεχάσει κανείς όσα αυτοί μας κάνουν και πώς να ξεχάσει αυτά που εμείς τους κάνουμε; (…) Μετράμε τους δικούς μας νεκρούς χωρίς να μετράμε τους δικούς τους, κι αν οι νεκροί είναι περισσότεροι από τους δικούς μας γιορτάζουμε τα επινίκια και επιστρέφουμε εμείς στην ακτή της θάλασσάς μας κι εκείνοι στην ακτή της δικής τους! Αυτό σημαίνει πόλεμος! (…) Πρόκειται για έναν ομαδικό τάφο όπου θα πρέπει να πηδήσουμε μέσα γιατί πενθούμε όλοι για το ίδιο χαμένο όνειρο που ποτέ δεν θρηνήσαμε. Το όνειρο να συμβιώνουμε μεταξύ ουρανού και θάλασσας, να είμαστε ομοτράπεζοι και να καλέσουμε τους θεούς για να γιορτάσουμε τους γάμους του Εϊτάν και της Ουαχίντα, πριν οικοδομήσουμε μια πόλη κοινή, με πύλες ανοιχτές και προς τους δύο ορίζοντες».
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου, Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Σκηνικά-Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη, Μουσική: Πάνος Γκίνης, Κίνηση: Αυγουστίνος Κούμουλος, Φωτισμοί: Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη, Βίντεο: Βασίλη Μαντζώρος, Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά, Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Λούβαρη Φασόη, Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Ζενεβιέβ Αθανασοπούλου
Διανομή (με αλφαβητική σειρά):
Μπάμπης Αλεφάντης: Eϊτάν
Γιώργος Ζιόβας: Εντγκαρ
Άννα Μάσχα: Νόρα
Κλέαρχος Παπαγεωργίου: Ραβίνος
Δημήτρης Παπανικολάου: Νταβίντ, Ουαζάν
Οδυσσέας Πετράκης: Το αγόρι
Μελίνα Πολυζώνη: Ουαχίντα
Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου: Λέα
Στεφανία Σαμαρά: Γιατρός, το κορίτσι
Πηνελόπη Τσιλίκα: Εντέν
Φωτογράφος παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
Εθνικό Θέατρο, Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» (κτίριο Τσίλερ, Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, Ομόνοια)